Ανάμεσα στον θάνατο και στην ανάσταση – ή Παραμύθι αγάπης
Η έκδοση της ποιητικής συλλογής του φιλολόγου Ιωάννη Σόλαρη με τίτλο Άτεχνη ομορφιά, των εκδόσεων ΑΩ, αποτελούμενη από 58 χάικου και τρία σονέτα, προσθέτει μια ακόμη ψηφίδα στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο τίτλος αναφέρεται στο θέμα της ομορφιάς, της ομορφιάς όμως χωρίς επιτήδευση, τόσο ώστε να φθάνει στο άτεχνο. Και αν είναι ανεπιτήδευτη η ομορφιά, δεν είναι άσχετη η αφιέρωση της συλλογής «Στην αγάπη μου», την οποία βλέπει ή επιθυμεί να είναι κι αυτή ανεπιτήδευτη επίσης.
Το εμπροσθόφυλλο κοσμείται από έργο του ίδιου του γράφοντος με τίτλο Δίπτυχο, πράγμα που παραπέμπει στις δύο πτυχές του περιεχομένου του βιβλίου, στις δύο έννοιες, ανάμεσα στις οποίες αναφέρεται, στον θάνατο και στην γεμάτη συναισθήματα ζωή.
Στον πρόλογό του ο Ι.Σ. αναρωτιέται: «Να ενωθώ με την ομορφιά ή να ενώσω την ομορφιά;». Ομολογουμένως φιλόδοξη επιθυμία / επιδίωξη. Όμως κατά την ταπεινή μου γνώμη και ίσως κατά βάθος και κατά την δική του πρόθεση – όσο μπορώ να ανιχνεύσω μέσα από το ποιητικό σώμα – εκείνο που αποζητά περαιτέρω είναι ο λυτρωμός μιας ανακουφιστικής εξόδου από πολλά ανάμεικτα και αντιφατικά συναισθήματα.
Το περιεχόμενο του έργου ακροβατεί ανάμεσα σε θάνατο και ανάσταση / ζωή. Ο φόβος της ελπίδας και της επιδίωξης μελλοντικών πραγμάτων, η ανησυχία, η αγωνία και η λαχτάρα του λυτρωμού από την ανέκφραστη επιθυμία ή από την χαμένη επιθυμία ή ακόμα κι από την εκπληρωμένη επιθυμία καταλήγει σε έναν κύκλο, σε έναν φαύλο κύκλο, στην περιδίνηση του οποίου θεωρεί ότι βρισκόμαστε όλοι μας ‘χαμένοι στο αέναο’, άλλοτε απογοητευμένοι, κενοί κι άλλοτε αποκτώντας τη δύναμη να ξαναγαπήσουμε, να ερωτευτούμε.
Τηρώντας στα χάικου μορφολογικά το τρίστιχο με τις 5-7-5 συλλαβές, ο Ι.Σ. διαρρηγνύει τον κανόνα τού να γράφει αυτόνομα, αυθύπαρκτα χάικου. Αντίθετα τα συντάσσει δύο-δύο με την ίδια προμετωπίδα. Αν επομένως κάθε χάικου είναι σαν μια ανάσα στην γιαπωνέζικη πρωτότυπη δημιουργία του, ο Ι.Σ. τοποθετεί δυο ‘ανάσες’ από χάικου στην κάθε σελίδα, δυο ‘ανάσες’ που συνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται νοηματικά.
Μα, ο δημιουργός, όσο κι αν υπάρξει κάποιος βαθμός ‘κοινωνίας’ με τον γνωστό ή άγνωστό του αναγνώστη, καταλήγει στο ότι τελικά έρχεται ‘η επιβεβαίωση της μοναξιάς’. Φοβάται την παγίδευση από την ελπίδα. Φοβάται το ‘θα’ του μέλλοντος, φοβάται το ταξίδι της ζωής ή σκέφτεται πως η ζωή έρχεται, μόνον όταν ‘το φως τοξεύει το όνειρο’ και τότε είναι που κόβεται η ανθρώπινη ανάσα από έκπληξη κι ευτυχία.
Κάνει ‘τρελά’ όνειρα, καθώς καρφώνεται από τον πόθο (Φευγαλέο). Μια πνοή, η μοίρα, σκορπάει την ύπαρξή μας (Πνοή), ο χρόνος είναι άπιαστος. Αντιθέσεις συναισθημάτων και σκέψεων τον κατακλύζουν. Χαρμολύπη, δυσφορία για την ηθική αναλγησία, αναμνήσεις, μοναξιά, η επιθυμία για αιώνια νεότητα, ο έρωτας, ο απόλυτος έρωτας στο μυαλό και η έκρηξη των αισθήσεων και συναισθημάτων εξαιτίας του ή χάρη σ’ αυτόν, είναι έννοιες που εισχωρούν και διατρέχουν τα χάικου του Ι.Σ..
Συνεχείς παρηχήσεις γραμμάτων (του ρω και του θήτα): «ανελεύθερη ελευθερία … το πέρας του άπειρου» (Αντί προλόγου), «τα πάντα ρει, ρέει στον ρου, μοιραία» (Τα πάντα). Αντιθέσεις: «το τέλος δίχως τέλος … φθορά άφθορη» (Αγιότητα) και αλλού: «φίλοι – εχθροί εσαεί / καλοί και κακοί» (Διαίρεση).
Η ένταση αναδεικνύεται ακόμη και στα χαμηλόφωνα σημεία της γραφής. «Αναμμένη φλόγα / ο λογισμός καρδιακός / μυστηριακός» (Χαρμολύπη) και «Σωστό ή λάθος / το λουλούδι ξενυχτά / τώρα και πάντα» (Δροσοσταλίδα).
Το ύφος γραφής είναι αισθαντικό και κάποτε έως εξομολογητικό. Ο λόγος θαυμαστικός για το αγαπημένο πρόσωπο που το ονειρεύεται ή το περιμένει. Βασανιστική η απουσία της αγαπημένης, η ανάγκη, η επιθυμία, ο πόθος του για εκείνη: «σε θέλω τέλεια ολόκληρη / μου λείπεις βάναυσα παράφορα … γιατί μου δίνεις το ανείπωτο;» (Εσένα). Και αλλού: «κι αν ποτέ σαγήνη της ηδονής νικήσεις, / αμέσως θα προστρέξω στην αγκάλη σου» (Φεγγάρι, γένους θηλυκού).
Ο Ι.Σ. μάς μυεί στη δική του άποψη ποιητικής απεικόνισης της μικρής μας ζωής με την συνοδεία κλιμακούμενων συναισθημάτων: με την ελπίδα, τον φόβο, τη νοσταλγία, την απογοήτευση, τη μοναξιά, την οδύνη, την ενθάρρυνση και την ενδυνάμωση, την επιθυμία και τη λαχτάρα, τον πόθο, την έκπληξη, την ερωτική διάθεση, τον πορθητή έρωτα και το πάθος, την ηδονή, την αφοσίωση, τη λατρεία. Ανάμεσα στην απιστία και στην αγιότητα η αμφιβολία ριζώνει και πληγώνει, διαιωνίζονται τα ήδη αναφερθέντα αντίθετα καλοί – κακοί, φίλοι – εχθροί, γίνεται αναφορά στη φύση, το βλέμμα του είναι προσηλωμένο στον υλικό αλλά και σ’ έναν μεταφυσικό παράδεισο.
Ιδιαίτερες στιγμές στην εξέλιξη του ποιητικού περιεχομένου κάνουν πιο σαφή τη δομή του όλου έργου.
Τα τρία σονέτα που περιλαμβάνονται στη συλλογή, λειτουργούν σαν κλιμακωτή και αξιολογική σειρά συνδετικών λογισμών ανάμεσα στα προηγούμενά τους χάικου.
(Πρώτο σονέτο)
Το προηγούμενο του σονέτου χάικου αναφέρει «Καυτή ακτίνα / Θαμπώνει η έλευση / Σιωπά το θαύμα» (Στοά), και μέσα από τη ‘στοά’ ξεπροβάλλει θαμπωτικό το φεγγάρι μες στη νύχτα.
Το σονέτο Φεγγάρι (γένους θηλυκού) – στη συνείδησή του είναι γένους θηλυκού παρά τον ουδετέρου γένους γραμματικό τύπο του ουσιαστικού ‘φεγγάρι’. Θα ήταν θαύμα, λοιπόν, αν νικούσε η σαγήνη της ηδονής και γράφει πως τότε: «αμέσως θα προστρέξω στην αγκάλη σου».
(Δεύτερο σονέτο)
Στην ‘Εδέμ’ του προηγούμενου χάικου ο ποιητής μπορεί να νοιώθει ναυαγός, αλλά για την αγαπημένη τονίζει: «σε θέλω τέλεια ολόκληρη» (Εσένα), και ίσως αυτή η συνάντησή τους και η απόλυτη απόκτησή της να αποτελεί γι’ αυτόν την δική του Εδέμ.
(Τρίτο σονέτο)
Στην έμπνευσή του εμπλέκει την αισθαντική ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη αξιοποιώντας και δικά της λόγια στα δυο χάικου: «Μόνο γιατί σε / φίλησε γεννήθηκες / πόνος μοιραίος» και «Σε αγάπησα / γι’ αυτό μου τραγουδάς / ανεκπλήρωτα» (Σπονδή στη Μαρία).
Και μετά από τα δύο αυτά χάικου ακολουθεί το σονέτο ‘Παραμύθι’, γιατί έτσι παραμυθένια το ποιητικό υποκείμενο θα ήθελε τη ζωή -και την αγάπη- κι ακόμη και «κενός αρπάζει τον ανήφορο», «κρατά δεμένη τη φαρέτρα του», για να τη φθάσει και «απλόχερα το χάδι να τους βρει» με «την αυγή μπροστά παντού και πάντα».
Και τελικά, με την αγάπη και τον έρωτα έρχεται η λύτρωση. Και το ‘παραμύθι’ ολοκληρώνεται μέσα από συνεχείς ανατροπές στη σκέψη, στα αντιφατικά συναισθήματα και στη ζωή, φθάνοντας και ‘κατακτώντας’ το ευτυχές τέλος, ένα συνειδησιακό και προσωπικό ευτυχές τέλος ή επί το παραδοσιακότερο «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» των λαϊκών μας παραμυθιών, αφού εν τέλει έχουν καταλαγιάσει οι ανησυχίες του, οι αμφιβολίες και η απαισιόδοξη διάθεση. Έτσι στον Επίλογο γράφει: «Μαζί σου γνωρίζω τη ζωή απ’ την αρχή…».
Σπουδή στη ζωή και στα πολύπλοκα ζητήματά της, επομένως, αποτελεί όλη η ποιητική συλλογή, μέχρι να έρθει ο έρωτας. Ο ερχομός της αγαπημένης μεταστρέφει τα πάντα σε κάτι θετικό και σταθερή μένει μόνον η επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου να την κοιτάζει και να την χαίρεται, αφού κάθε νεύμα, κάθε λέξη της είναι έρωτας και έκπληξη.
Σαν επίλογο από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Σόλαρη κρατώ τους στίχους που με συγκίνησαν περισσότερο:
«Κάθε σου νεύμα είναι λέξη, είναι έκπληξη, / είναι έρωτας, / είσαι έρωτας!» (Επίλογος) και «Ερωτευμένος / με τον έρωτα, συχνά / χάνω την ηχώ» (Συχνά) .
Αύγουστος 2025
Μαρία Σταθέα, φιλόλογος-συγγραφέας
