You are currently viewing Νίκη Μισαηλίδη – Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: Μαρία Δαλαμήτρου – Ελένη Σιγαλού, Φομαλώ, Μανδραγόρας, 2024 (ISBN 978-960-592-204-7)

Νίκη Μισαηλίδη – Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: Μαρία Δαλαμήτρου – Ελένη Σιγαλού, Φομαλώ, Μανδραγόρας, 2024 (ISBN 978-960-592-204-7)

«Ένας κοσμικός διάλογος στην κόψη του χρόνου»

 

Η ποιητική συλλογή Φομαλώ των Μαρίας Δαλαμήτρου και Ελένης Σιγαλού, από τις εκδόσεις Μανδραγόρας (2024), δομείται πάνω στην εναλλαγή ποιημάτων, δημιουργώντας έναν διάλογο ανάμεσα στις δύο δημιουργούς, οι οποίες, παρόλο που γράφουν ξεχωριστά, συνομιλούν μέσω των κοινών θεματικών και των δυνατών εικόνων. Οι είκοσι συνθέσεις της συλλογής, με τίτλους εμπνευσμένους από τον κόσμο του Σύμπαντος, συνθέτουν μια ενότητα που παραπέμπει σε μια ποιητική αστρολογία ή μια αστρική χαρτογράφηση του σύμπαντος.

Ο ίδιος ο τίτλος, Φομαλώ, αιφνιδιάζει ευχάριστα τον/την αναγνώστη/στρια. Πρόκειται για την ελληνική απόδοση του ονόματος του αστέρα Fomalhaut, γνωστού στα αραβικά και ως «το στόμα του ψαριού» στον αστερισμό του Νοτίου Ιχθύος. Η επιλογή αυτή, σε συνδυασμό με τους είκοσι τίτλους των ποιημάτων από το λεξιλόγιο του Σύμπαντος, σηματοδοτεί μια αέναη συνομιλία με το άπειρο, τη μεταφυσική και τον κοσμικό προορισμό του ανθρώπου.

Οι ποιήτριες μάς ταξιδεύουν στο σύμπαν με «οχήματα» όπως: «Καιρός, «Κύκνος», «Μάτι της γάτας», «Δράκων», «Θάλασσα των βράχων», «Μέγας κύων», «Ροζέτα», «Φόβος», «Τρόπις», «Corona Borealis», «Θηρίον», «Στύγα», «Πασιφάη», «Μερόπη», «Πορρίμα», «Κήτος», «Εσέτ», «Κάμινος» και «Βόρεια Αμερική». Πρωτίστως όμως, οδηγός σε αυτό το ταξίδι είναι η ποιητική τους έμπνευση και η αστείρευτη φαντασία, οι λέξεις και οι στίχοι τους, ο εσωτερικός ρυθμός, ο πλούτος των εκφραστικών μέσων, η αρμονική στιχουργική ποικιλία, η δύναμη της συν-υποδήλωσης και η μουσικότητα των παρηχήσεων.

Η ποίηση της Ελένης Σιγαλού δεν διαβάζεται απλώς – βιώνεται. Διαπεραστική και αινιγματική, υφαίνει ένα σύμπαν στοχασμού και έντασης, όπου κάθε λέξη είναι αιχμή και κάθε στίχος ρωγμή. Μέσα από μεταφορές που αναδύονται από τη μνήμη, τον μύθο και τον ψυχισμό, η Σιγαλού οδηγεί τον αναγνώστη σε υπαρξιακές πτήσεις και εσωτερικές καταδύσεις. Η γλώσσα της δεν είναι μέσο αφήγησης, αλλά τελετουργία αποκάλυψης.

Στο ποίημα «Καιρός» η Ελένη Σιγαλού (σ. 12), διαχωρίζει με ακρίβεια τον Χρόνο από τον Καιρό. Ο Χρόνος είναι γραμμικός και αδιάκοπος, ενώ ο Καιρός, η στιγμή της επίγνωσης, είναι στιγμιαίος και οξύς. «…μα ο Καιρός ξυράφι / κόβει τη ρίζα της βουής», και το ξυράφι αυτό διακόπτει τη ρουτίνα, επιβάλλοντας σιωπή εκεί που όλα θορυβούν. Ο Καιρός είναι η πύλη, ανοιχτή για λίγο, που οδηγεί στο βάθος της ύπαρξης. «…πουλί που σκίζει τις σκιές με κοφτερές φτερούγες», γίνεται σύμβολο ψυχής και διαύγειας, αφήνοντας πίσω του μια χαραγή φωτός, ένα πέρασμα στιγμιαίο, έξω από το πριν και το μετά. Η γλώσσα της είναι πυκνή, γεμάτη αντιφάσεις: «…άνεμος εναγκαλισμός / ακροβασία χάδι», ισορροπία μεταξύ ρίσκου και τρυφερότητας, φόβου και ανάτασης. Το ποίημα καλεί όχι απλώς να ζήσουμε, αλλά να σταθούμε στην κόψη της στιγμής, να σωπάσουμε και να αφουγκραστούμε το άρρητο, γιατί ο Καιρός, όταν φανερώνεται, δεν περνά – αποκαλύπτει. Την καίρια και καταλυτική δύναμη του Χρόνου μεταπλάθει ποιητικά και η Μαρία Δαλαμήτρου στο ομώνυμο ποίημα (σ. 13). Ο Χρόνος παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργική διαδικασία και τη σχέση του ποιητή με τη γλώσσα και τον κόσμο, καθώς «Με τον καιρό,/οι τρύπες μέσα μου θα με γλεντάνε». Οι αμφιβολίες, ίσως και οι πληγές, του δημιουργού θα γιατρευτούν με το πέρασμα του χρόνου.

Στο «Μάτι της Γάτας» (σ. 16), η ποιήτρια Ε. Σιγαλού αποδομεί τη διαδικασία της αντίληψης. Το βλέμμα γίνεται εργαλείο που πληγώνει, και η ποιητική εστία μετατοπίζεται από την εξωτερική παρατήρηση στην εσωτερική όραση. «… σπλάχνο του άστρου μου / πληγή μάτι του τέλους / αστραπή», η ποίηση γίνεται μάτι που βλέπει ως το τέρμα, το φως αστραπή – στιγμιαίο και επικίνδυνο. Ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από το τίποτα, και η επίγνωση γίνεται αβάσταχτο φορτίο. Με συμβολικό τρόπο εξερευνά και η Δαλαμήτρου (σ. 17) θέματα ύπαρξης, ταυτότητας και μοίρας, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και προσμονής. «Σε βλέπω ψηλά απ’ της γάτας το μάτι […] Μα αν δεν γεννηθώ θα με πείτε Εκάτη.» γράφει η ποιήτρια δηλώνοντας μια έντονη επιθυμία για γέννηση ή αναγέννηση, την οποία συνδέει με μια αρχαία ελληνική θεότητα.

Το πεζόμορφο ποίημα της Ελένης Σιγαλού «Μέγας Κύων» (σ. 22) είναι ένα πυκνό και ατμοσφαιρικό κομμάτι γραφής, γεμάτο εικόνες και συναισθήματα. Η ποίηση διαστέλλεται στο σύμπαν. Το σώμα γίνεται πυρετός, αγγείο, χάρτης. Ο κόσμος καταρρέει σιωπηλά, και ο σκύλος, σύμβολο της συνείδησης ή του οντολογικού κυνηγιού, χάνει το θήραμα. Στο κλείσιμο, το ποίημα καταλήγει σε μια υπαρξιακή πρόταση: «Δεν καταπίνεται εύκολα το φως». Ό,τι υποτίθεται πως λυτρώνει, είναι εκείνο που μας καίει. Το δίπολο ζωή – θάνατος, φως – σκοτάδι διατρέχει το ομότιτλο ελευθερόστιχο ποίημα (σ. 23) της Μ. Δαλαμήτρου. Η ποιήτρια μεταπλάθει ποιητικά «εκείνη τη στιγμή», που έρχεται ο θάνατος, σαν «ένα τελευταίο τσαφ». Είναι η ύστατη αναλαμπή, το οριακό σημείο πριν από τη σιωπή, όταν ο μηχανισμός της μνήμης ενεργοποιείται και η παιδική ηλικία αναδύεται με έντονη συναισθηματική και αισθητηριακή δύναμη. Οι ακουστικές εικόνες όπως «το γέλιο, το γάβγισμα, το τρίξιμο του χορταριού» λειτουργούν ως θραύσματα ζωής που επανέρχονται — στιγμιότυπα χαράς και ανεμελιάς, φορτισμένα με φως και αθωότητα. Το τοπίο της παιδικής ξεγνοιασιάς στέκεται αντιστικτικά απέναντι στην παρουσία του θανάτου, ο οποίος παραμονεύει, αθόρυβος αλλά βέβαιος.

Στο «Τρόπις» (σ. 28), η ποιήτρια Ε. Σιγαλού πλέει στα σκοτεινά νερά του Νότου, με μόνη πυξίδα την απουσία της. Η τροπίδα, το θεμέλιο ενός πλοίου, γίνεται υπαρξιακό σύμβολο, το ταξίδι ψυχικό, και η κατεύθυνση εγκαταλείπεται. Το ποίημα αφήνει την εικόνα απομάκρυνσης, μια συνειδητή επιλογή να αποπλεύσει κανείς χωρίς τιμόνι προς την άβυσσο του εαυτού. Ο Νότος, παραδοσιακά σύμβολο του αγνώστου, του θερμού, του επικίνδυνου, γίνεται ο χώρος δοκιμασίας: «Του Νότου ο ουρανός νυστέρι / χαράζει την οδό την ωυτή».Ο ουρανός γίνεται «νυστέρι» – εργαλείο τομής. Δεν καθοδηγεί απλώς, αλλά χαράζει, τραυματίζει, ανοίγει δρόμους με πόνο. Η βαθιά υπαρξιακή ανάγκη για αυτονομία, προσωπική πορεία και δημιουργία έξω από τους κοινωνικούς όρους επιβεβαίωσης εκφράζεται ποιητικά και από την Δαλαμήτρου (σ. 29). Η συνυποδηλωτική χρήση του «καραβιού» και της πλεύσης δηλώνει το χτίσιμο της εσωτερικής «τρόπιδας», του εαυτού, που επιτρέπει την επιβίωση σε αχαρτογράφητα νερά. Οι ποιήτριες αξιοποιώντας τη θαλασσινή συμβολοποίηση – «καράβι», «μίλια», «τρόπις» και «πλεύση» – παραπέμπουν στην ποίηση του Ελύτη και του Σεφέρη, μέχρι και στους σύγχρονους/-ες ποιητές/-τριες, στην ποίηση των οποίων η θάλασσα δεν χρησιμοποιείται μόνο ως τοπίο, αλλά και ως ψυχολογικό ή φιλοσοφικό πεδίο.

Στο «Θηρίον» (σ. 34), η ποίηση της Σιγαλού γίνεται κραυγή, γεμάτη φωτιά, πείνα και δίψα. Η έναρξη «Χώνω τα νύχια μου / στην αντοχή / λύνω του λύκου / την κορδέλα» είναι άγρια και δυναμική. Υποδηλώνει μια σκληρή εσωτερική μάχη, μια προσπάθεια υπέρβασης των ορίων και παράλληλα την απελευθέρωση μιας άγριας, ενστικτώδους φύσης που ήταν δεσμευμένη.  Η αναφορά στον Ερυσίχθονα είναι οικεία – η πείνα που καταλήγει να τρώει τον εαυτό του. Η αγάπη ως «πληγή με αθάνατο νερό» φανερώνει πως το συναίσθημα δεν είναι καταφυγή, αλλά στοιχείο της άγριας φύσης μας. Με ύφος λυρικό και στοχαστικό η Δαλαμήτρου γράφει το δικό της «Θηρίον» (σ. 35). Οι έντονες ποιητικές εικόνες αποπνέουν φως, ελευθερία και θαυμασμό για τη φύση και τη γυναικεία παρουσία: «φωτογραφίζοντας με αχτίδες στα μάγουλα». Ο υπαινικτικός και αντιθετικός λόγος της ποιήτριας προβάλλει ένα θηλυκό στοιχείο που είναι αυθύπαρκτο, δυνατό και άγριο, σαν το ίδιο το καλοκαίρι στον Βορρά.

Παρότι η ποιητική συλλογή Φομαλώ δομείται πάνω στον γόνιμο διάλογο των Ελένης Σιγαλού και Μαρίας Δαλαμήτρου, αναδεικνύονται παράλληλα ενδιαφέροντες συσχετισμοί αλλά και διακριτές αποκλίσεις στις ποιητικές τους φωνές. Και οι δύο δημιουργοί ελκύονται από το σύμπαν και τις κοσμικές αναλογίες, χρησιμοποιώντας ένα πλούσιο λεξιλόγιο που αντλείται από την αστρονομία για να εξερευνήσουν υπαρξιακά ερωτήματα και εσωτερικές αναζητήσεις. Η επιλογή του τίτλου Φομαλώ και των αστρικών ονομάτων στα ποιήματα λειτουργεί ως κοινός άξονας, υποδηλώνοντας μια αέναη συνομιλία με το άπειρο και τη θέση του ανθρώπου σε αυτό. Επιπλέον, η χρήση θαλασσινών συμβολισμών από αμφότερες τις ποιήτριες, όπως παρατηρείται στα ποιήματα «Τρόπις», συνδέει την εσωτερική πλεύση με την ποιητική παράδοση του Ελύτη και του Σεφέρη, όπου η θάλασσα αποτελεί ψυχικό και φιλοσοφικό τοπίο.

Ωστόσο, οι τρόποι με τους οποίους οι δύο ποιήτριες προσεγγίζουν αυτές τις θεματικές και διαμορφώνουν την ποιητική τους έκφραση παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Η ποίηση της Ελένης Σιγαλού χαρακτηρίζεται από μια διαπεραστική και αινιγματική διάθεση, όπου η γλώσσα λειτουργεί ως τελετουργία αποκάλυψης, εστιάζοντας στην υπαρξιακή ένταση και τον εσωτερικό στοχασμό. Στίχοι κοφτεροί σαν «ξυράφι» και εικόνες πυκνές, γεμάτες αντιφάσεις, δημιουργούν ένα σύμπαν όπου η βίωση της ποίησης υπερβαίνει την απλή ανάγνωση. Αντίθετα, η ποίηση της Μαρίας Δαλαμήτρου, αν και εμβαθύνει σε υπαρξιακά θέματα, συχνά διαπνέεται από μια λυρική και στοχαστική διάθεση, αναδεικνύοντας εικόνες φωτός, ελευθερίας και θαυμασμού για τη φύση και τη γυναικεία παρουσία. Η χρήση υπαινικτικού και αντιθετικού λόγου στην ποίησή της προβάλλει μια δυναμική και αυθύπαρκτη θηλυκή οντότητα. Ενώ η Σιγαλού εστιάζει στην οξύτητα της στιγμής και την αποκάλυψη του άρρητου, η Δαλαμήτρου συχνά εξετάζει τη διαχρονική επίδραση του χρόνου και την αναγέννηση. Έτσι, παρότι συνδιαλέγονται στον κοινό ποιητικό τόπο του Φομαλώ, οι δύο ποιήτριες χαράσσουν ξεχωριστές τροχιές, προσφέροντας δύο μοναδικές οπτικές στο άπειρο και την ανθρώπινη ύπαρξη.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.