Γιασμίν; Παράξενο όνομα για ελεύθερο σκυλί. Από εμένα δεν θα ακούσετε ποτέ τη λέξη αδέσποτο. Το κανονικό της όνομα Ουαου Ουάβ. Αυτή όμως προτιμούσε το ακατανόητο ανθρώπινο Γιασμίν. Πως να το γαβγίσει κανείς! Με σιγανό γρύλισμα μοιάζει. Δεν έμεινε καιρό μαζί μας. Με συγχωρείτε αλλά συχνά ξεχνάω πως σε εσάς τους ανθρώπους είναι απαραίτητο να σας τα εξηγούν όλα. Ποιοί είμαστε εμείς; Μα η αγέλη των ελεύθερων σκυλιών του κέντρου της πόλης. Και εγώ ο αρχηγός της ο Τζαφφ. Αυτή η Γιασμίν που λέτε είχε φύγει από την συνοικία που έμενε για «δει τον κόσμο», έτσι αμέσως ταίριασαν τα χνότα τους με τον δικό μας τον Μπαφ. Μιλούσαν και διαπληκτιζόταν . Και μόνιμα το θέμα τους ήταν οι άνθρωποι. Μια φορά τόλμησα και τους είπα πως υπάρχουν τόσα σκυλίσια θέματα για να μαλώνουν. Μήπως και καταλάβουμε και εμείς οι υπόλοιποι και αν χρειαστεί να πούμε την ταπεινή μας γνώμη. Με κοίταξαν και δύο τους αφ’ υψηλού αλλά τόσο αφ΄ υψηλού που στραβολαίμιασα. Και ο Μπαφ που είχε πάρει φόρα πρόσθεσε να μην χώνω την μουσούδα μου εκεί που δεν νογάω. Γρύλισα με το γρύλισμα που πάντα θύμιζα ποια είναι η ιεραρχία στην Αγέλη του Κέντρου της Πόλης. Η Γιασμίν σαν νεοαφιχθείσα έκανε πως αυτά δεν την αφορούσαν. Έκατσε στα οπίσθια της, έγειρε το κεφάλι και έβγαλε την γλώσσα. Προς υπεράσπιση της φήμης και της θέσης μου γάβγισα το σοβαρό και βαθύ Τζαφφ μου, που παγώνει το αίμα των εχθρών μας. Η Γιασμίν απλά χασμουρήθηκε και ξάπλωσε δίχως να σταματήσει να με κοιτάει. Γνωρίζω καλά όλα τα σκυλίσια βλέμματα και το δικό της με περιγελούσε. Κοίταξα γύρω μου για να κόψω τις αντιδράσεις των άλλων της Αγέλης. Ευτυχώς που εμείς τα σκυλιά δεν φημιζόμαστε για την διάρκεια της συγκέντρωσης μας σε ένα θέμα, εύκολα αποσπώμαστε. Όλα τους είχαν χάσει κάθε ενδιαφέρον και τους απασχολούσαν οι τρέχουσες σκυλίσιες δραστηριότητες ξυσίματα, χασμουρητά και άλλα τέτοια. Μόνο η Γουάβ γρύλισε «Βρήκες το μάστορά σου».
Ξέφυγα τελείως. Μια απλή Ιστορία ήθελα να αφηγηθώ και μου βγήκε σαν δασκαλίστικο κήρυγμα, αυτό τον χαρακτηρισμό χρησιμοποίησε ο Γαβρίλης ο Άνθρωπός μας που καταλαβαίνει την γλώσσα μας και μεταφράζει στην ανθρώπινη την ιστορία αυτή.
-Πως θα την ονομάσουμε;-με ρωτάει ο Άνθρωπός μας
-Η Ιστορία των αυτοκινήτων που τα δάγκωσαν σκυλιά.
-Παράξενος τίτλος. Ας ακούσουμε και την ιστορία πίσω από αυτόν τον τίτλο.
-Κρυφάκουσα τι έλεγαν η Γιασμίν με τον Μπαφ. Αξίζει να ακουστεί.
-Χαίρομαι πως και εσύ τους κατανοείς
-Ο Τζαφφ πιστεύει πως όλοι μας σε μικρότερο η μεγαλύτερο βαθμό τους καταλαβαίνουμε
– Αλλιώς δεν γίνεται. Από μεριά τους όμως τζίφος. Δεν καταλαβαίνουν Μπαφφ, ο μπαμπάς μου μόνο ,και αυτός όχι πάντα.
– Ο Μπαμπάς σου είναι άνθρωπος;
– Ο πατέρας μου; Σκύλος! Για τον Άνθρωπό μου λέω, αυτόν φωνάζω Μπα(φ)μπά(φ). Αυτός ήταν και μπαμπάς και μαμά. Κουτάβι με είχε στην αγκαλιά του συνέχεια, με τάιζε με πότιζε και με νανούριζε με τραγούδια, ηλίθια ανθρώπινα τραγούδια. Παράξενο, αλλά όπως εμείς δοκιμάζουμε κάτι που βρίσκουμε στον δρόμο αν τρώγετε, έτσι και αυτός σαν να δοκίμαζε τις φράσεις και τα τραγούδια που μου έλεγε. Μέχρι και κάποιον Κίτσο μου τραγούδησε «που τους φτωχούς προστάτευε τους πλούσιους πολεμούσε». Νανούρισμα να σου τύχει. Σαν να δοκίμαζε συνέχεια εκφράσεις συνομιλίες… κάπως έτσι κατανόησα κάποια πράγματα. Επειδή έβγαινα συνέχεια στον δρόμο, δεν σταματούσε να μου επαναλαμβάνει: «Όταν είμαστε στον δρόμο τα μάτια μας τα έχουμε δεκατέσσερα.» Να προσέχουμε. Αυτό εννοούσε. Και να παρακολουθώ τα αυτοκίνητα. «Τα αυτοκίνητα και οι άνθρωποι που τα οδηγούν είναι επικίνδυνη ράτσα. Όσο ακριβότερο το αυτοκίνητο τόσο πιο επικίνδυνος ο οδηγός του!» Μου το έχωσε για τα καλά στο μυαλό. Με το χρόνο απαλλάχτηκα από τον φόβο για τα αυτοκίνητα και τους οδηγούς τους. Πρόσεχα όμως συνέχεια.
Ο δικός μου «Δικός μου Άνθρωπος» ζει σε ένα ήσυχο προάστιο. Δύο αγέλες σκυλιών υπάρχουν εκεί, των «ελεύθερων» και των «οικόσιτων». Εγώ ανήκω και στις δύο. Χρειάστηκε να μπλέξω σε καυγά με κάποια από τα ελεύθερα, για να πείσω πως είμαι ελεύθερη. Και με τα «οικόσιτα» δυσκολεύτηκα. Τηρούσα όμως όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις, προϋποθέσεις ηλίθιες υιοθετημένες μόνο και μόνο για την πόζα. Κοιμόμουν κάτω από στέγη, είχα δικό μου Άνθρωπο, έτρωγα ξηρά τροφή που μοιάζει με κατσικίσιες κακαράντζες. Και είχα και όνομα ανθρώπινο. Εγώ και ο Άνθρωπός μου γνωρίζουμε πως αυτό είναι όνομα θάμνου, μέρος κατάλληλο να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας. Αλλά μου το κόλλησε μια γειτόνισσα και είπε πως μου πάει γάντι.
Μια μέρα είπα στον Άνθρωπό μου πως, ήρθε η ώρα να δω τον Μεγάλο κόσμο. Τον έγλειψα στο πρόσωπο και ξεκίνησα. Δεν μας καταλαβαίνουν πάντα. Μπορεί και να μην το κατάλαβε και τώρα θα ανησυχεί. Δεν πειράζει θα επιστρέψω και θα του περάσει.
Δεν ξέρω πως έχουν τα πράγματα εδώ στο Κέντρο μα εμείς στο προάστιο θεωρούμε τα αυτοκίνητα εχθρούς. Και οι γάτες το ίδιο. Μόνο που οι γάτες αντιδρούν παράξενα, πάνε με το στήθος να σταματήσουν τα αυτοκίνητα. Ηλίθια ζώα. Τα αυτοκίνητα και οι οδηγοί τους θέλουν στρατηγική και εξυπνάδα στην αντιμετώπιση τους. Πρέπει να εντοπίσεις το αδύνατο σημείο τους και εκεί να μπήξεις τα δόντια σου. Υπάρχουν πολλά είδη ανθρώπων και άλλα τόσα είδη αυτοκινήτων.
Υπάρχουν αυτά που σέρνονται στους δρόμους. Ακούς την μηχανή τους να φλυαρεί και να λέει κατανοητές μόνο από το αυτοκίνητο βλακείες. Αν καλοκοιτάξεις και ο οδηγός που κάθεται μέσα δεν οδηγεί το αυτοκίνητο μα φλυαρεί και αυτός. Μας αρέσει να τους τρομάζουμε αυτούς τους τύπους. Έτσι για την πλάκα μας. Σαν τους ακούμε να πλησιάζουν φλυαρώντας, στήνουμε ενέδρα και όταν περνούν δίπλα μας ορμάμε κατά πάνω τους γαβγίζοντας. Τρομοκρατημένοι Άνθρωπος και αυτοκίνητο κόβουν την φλυαρία σφυρίζουν πανικόβλητοι με τα λάστιχα. Σταματάνε. Έχουμε πετύχει τον σκοπό μας. Έχουνε κατατρομάξει. Και πολύ ώρα που σκουπίζουν τον ιδρώτα από το μέτωπο. Εμείς τους έχουμε περικυκλώσει χοροπηδάμε και συνεχίζουμε να γαβγίζουμε. Αν μας κοιτάξει όμως κάποιος προσεχτικά θα καταλάβει πως το γάβγισμα μας αυτό είναι γέλιο από καρδιάς.
Υπάρχουν και οι άλλοι , που λυσσασμένοι βγαίνουν στους δρόμους μουγκρίζοντας. Αυτοκίνητο και άνθρωπός ουρλιάζουν. Τους έβλεπε ο Άνθρωπός μου και επαναλάμβανε «όσο πιο ακριβό το αυτοκίνητο τόσο πιο επικίνδυνος για κάθε τι το ζωντανό ο οδηγός του». Στον δρόμο μας καθημερινά περνούσε ένας τέτοιος. Ο Άνθρωπος μου κάθε φορά που κάποιος διέσχιζε το δρόμο τρέχοντας και μουγκρίζοντας με το αυτοκίνητό του, έλεγε θυμωμένα κάτι. Του έβγαινε σαν θυμωμένο και εχθρικό σκυλίσιο γρύλισμα. Τον ρωτάω με το βλέμμα γιατί γρυλίζει έτσι. Η απάντηση του; «Δικές μου ταξικές προκαταλήψεις» απάντηση που δείχνει πως παραμένει θυμωμένος. Δεν χρειαζόταν πολλά. Στοχοποίησα και τον οδηγό και το αυτοκίνητο. Το συζήτησα με τα άλλα σκυλιά και καταλήξαμε πως θα δράσουμε. Δυσκολεύτηκα κάπως να πείσω τα οικόσιτα να παίξουν τον ρόλο των φοβισμένων παρατηρητών και την κατάλληλη στιγμή να ξεφωνίζουν τρομοκρατημένα «Ήθελε να την πατήσει! Ήθελε να την πατήσει!». Τις γάτες τις έβαλα να ουρλιάζουν «Αυτός πάτησε τον Φίφη!» Θα έλεγαν την αλήθεια. Τον Φίφη, έναν κάπως χαζό γάτο αυτός τον είχε ξεκάνει. Αυτός και το αυτοκίνητό του.
Έτσι λοιπόν. Μια μέρα το Θηρίο, έτσι το ονόμασα το αυτοκίνητο, μπήκε με ορμή στον δρόμο μας. Μπήκε ξεσηκώνοντας τον κόσμο και μουγκρίζοντας με την μηχανή του. Η αφεντιά μου είχα ξαπλώσει δήθεν αμέριμνη στο πεζοδρόμιο. Το Θηρίο με πλησιάζει και περνάει σιμά μου . Τινάζομαι, μόνο που αντίς προς το πεζοδρόμιο, ορμάω και δαγκώνω τον πίσω προφυλακτήρα. Δεν το συνιστώ. Άγευστη πλαστικούρα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Τρομοκρατήθηκε σίγουρα. Άνοιξε η μπροστινή πόρτα και στο δρόμο κατρακύλησε ένας κοντόχονδρος θείος. Δεν μας έφτανε που κατρακύλησε, έδειχνε και θυμωμένος τόσο που άρχισε τις απειλές και τις φοβέρες. Κοιτάει τα σημάδια από τα δόντια μου στον προφυλακτήρα και παθαίνει αμόκ. Βγάζει από το πορτμπαγκάζ μια σιδερένια βέργα και κάνει να με χτυπήσει. Οι χονδροί άνθρωποι έχουν πρόβλημα με το κέντρο βάρους τους. Όταν κάνουν κάποια κίνηση πρέπει να έχουν υπολογίσει σωστά την δύναμη την ορμή και την τροχιά της κίνησης τους, αλλιώς παρασυρμένοι από την ίδια την κίνηση τους, βρίσκονται πεσμένοι στο έδαφος. Έτσι την έπαθε και ο χονδρός μας. Κάτι δεν πήγε καλά με τους υπολογισμούς και δεν με πέτυχε. Μπορεί και να μετακινήθηκα λίγο. Αυτός πάντως βρέθηκε φαρδύς πλατύς στο οδόστρωμα. Τα σκυλιά και τα γατιά που παρακολουθούσαν την σκηνή άρχισαν να ξεφωνίζουν τα λόγια που τα είχα δασκαλέψει. Ο θόρυβός τους έκανε τους ανθρώπους από τα γύρω σπίτια να βγουν έξω και να έρχονται αντιμέτωποι με το εξής θέαμα. Ο χονδρός να με απειλεί με μία σιδερένια βέργα και η αφεντιά μου να κάνει την χτυπημένη και κουτσαίνοντας με στεναγμούς πόνου να ξαπλώνει στο πεζοδρόμιο. Οι άνθρωποι των γύρω σπιτιών τον πλησιάζουν θυμωμένοι. Ο χονδρός τραυλίζοντας προσπαθεί να τους εξηγήσει πως, του δάγκωσα το αυτοκίνητο και φοβισμένος χώνεται στο αμάξι του και εξαφανίζεται.
Δεν τον έχω δει να ξαναπερνάει από τον δρόμο μας. «Σίγουρα θα πηγαίνει να μουγκρίζει αλλού. Με έναν δαγκωμένο προφυλακτήρα δεν αλλάζουν τα μυαλά κάποιου» είπε ο Μπαμπάς μου χαϊδεύοντας με πίσω από το αυτί.
-Παράξενη λέξη αυτή η «τροχιά». Που την έμαθες;- ο Μπαφ δείχνει πραγματικά εντυπωσιασμένος
– Είμαι μορφωμένη εγώ – του απαντάει όλο πόζα η Γιασμίν- Μου έχουν διαβάσει όλα τα βιβλία του Γυμνασίου…»
