Ας υποθέσουμε πως έχουμε ολημερίς περπατήσει. Νύχτωσε κι έχουμε φτάσει σ’ ένα τρίστρατο: σ’ αυτό συναντιούνται ο δρόμος της απογοήτευσης, εκείνος της νοσταλγικής προσμονής κι ο δρόμος της λύτρωσης. Και οι τρεις δρόμοι μάς προσκαλούν, θαρρείς, να τους διαβούμε. Για να διαλέξουμε, θα συμβουλευτούμε ένα βιβλίο. Κι αυτό είναι η ποιητική συλλογή Ικέτες των απλών πραγμάτων της Λίλλυς Κοτσώνη (Εκδόσεις Ιωλκός, 2025).
Η ποιήτρια γνωρίζει καλά την απογοήτευση, τη ματαίωση των επιθυμιών μας («ΚΙΒΩΤΟΣ»): Μια λύπη άφωνη, βουβή,/σαν δίκοπη ντροπή/πυρακτωμένη. Βλέπει ότι είναι βαρύ φορτίο η προδομένη θάλασσα («ΔΙΔΥΜΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ»). Ξορκίζει την αποτυχία βυθισμένη στην πλάνη μιας ευτυχίας τεχνητής («ΑΠΟΛΙΘΩΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ»). Πιο πολύ κι απ’ το σκοτάδι, φοβάται τον φώσφορο στους λεπτοδείκτες του χρόνου, που μας παγιδεύει σε μάταιη κυκλική περιστροφή («ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ»). Έτσι, λοιπόν, με μια πρόγνωση καταιγίδας στα μάτια («ΚΙΒΩΤΟΣ»), την πνίγει, ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής, το παράπονο («ΠΑΡΑΠΟΝΟ»):
Γίνεται κραυγή απόκοσμη,
τις κορυφές των πεύκων διασχίζει
και χιμάει αβάσταχτη
να φτάσει το παράπονο ως το φεγγάρι.
Παράλληλα, υπάρχει η αισιόδοξη προσμονή («ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ»):
Κάθε δειλινό επιστρέφεις
με το αιολικό σου ποδήλατο
λουσμένο στο φως
μιας ανυπέρβλητης προσμονής.
Η προσμονή συνδυάζεται με τη νοσταλγία μιας, πραγματικής ή και ιδεατής, ευτυχίας, η οποία δροσίζεται στην απεραντοσύνη της μνήμης («ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ»). Η Κοτσώνη γνωρίζει πως όλοι μας έχουμε δρόμο να διανύσουμε («ΝΟΣΤΟΣ»), για να κατακτήσουμε την ουσία μια μέρα/που η αλήθεια/απαλλαγμένη απ’ το περίβλημα της ευπρέπειας/θα υπερισχύσει («ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ»). Γι’ αυτό και στο καταληκτήριο ποίημα της συλλογής («ΕΠΙΜΥΘΙΟ») δηλώνει ως εξής την επιθυμία της:
Την εξεγερμένη άνοιξη να προλάβω
και τα παράφορα χρώματα του καλοκαιριού.
Ευτυχώς, όμως, μπορούμε να διαβούμε τον τρίτο δρόμο, αυτόν της λύτρωσης. Η τελευταία κατακτάται κυρίως με τον έρωτα («ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ»): οι στιγμές είναι που μοιραζόμαστε,/αυτές όλη τη δύναμη έχουν. Ο έρωτας σώζει από τα δεινά του κόσμου («ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ»):
Σ’ ένα υπόγειο τα κορμιά τους έσυραν
να δώσουν παράταση στον ήλιο.
έσκυψαν, τα νιάτα τους να χωρέσουν
στην ασκήμια του κόσμου.
τα δάχτυλά τους που πάλλονταν, έσμιξαν
για ν’ αντέξουν τον φόβο.
Ο έρωτας δεν περιμένει,
στέκει κουτσός στα πληγωμένα του πόδια
και ρίχνεται στα σώματά τους.
Μια μυρωδιά άνοιξης τους τυλίγει.
Επάνω οι σειρήνες βουίζουν.
Ο έρωτας μπορεί να νικήσει τη μοναξιά, να γεμίσει τις απουσίες των αγγιγμάτων («ΑΝΑΙΤΙΑ»), να οδηγήσει στην ολοκλήρωση των σωμάτων («ΑΔΥΣΩΠΗΤΟΣ»):
η λαχτάρα του μηρού στην προσμονή του αγγίγματος,
η υποταγή του γόνατου στη διαπεραστική απουσία,
η αντοχή των αστραγάλων στο βάρος του πεπρωμένου.
Με τον έρωτα μάς αποκαλύπτονται φευγαλέες εκλάμψεις του ανείπωτου και μικρά μυστικά του σύμπαντος («ΕΠΟΧΕΣ»): τα φτερά σου γίνομαι/κι εσύ, η ατέλειωτη πτήση.
Και στους τρεις αυτούς δρόμους υπάρχουν κοινές λέξεις, μοτίβα που επαναλαμβάνονται, σαν να μετρούν τα βήματα που βαδίσαμε. Τα κυριότερα μοτίβα είναι η μοναξιά, η σιωπή, η φθορά, η αξία των στιγμών, η θαλπωρή της νύχτας, η ανάγκη για τρυφερότητα, η κρυφή παρουσία του παρελθόντος στο σημερινό τοπίο, ο αγώνας της ποίησης για την αποκωδικοποίηση του ανείπωτου («ΣΙΩΠΕΣ»): Είναι οι στίχοι/που εξηγούν τ’ ανείπωτα. Και: Έψαχνες στη νύχτα να βρεις τις λέξεις/να ερμηνεύσεις τ’ ανείπωτα («ΑΝΩΦΕΛΑ ΛΟΓΙΑ»).
Η γραφή της Κοτσώνη ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στον αναγνώστη. Η γλώσσα έντεχνα ισορροπεί ανάμεσα στον συναισθηματικό λυρισμό και στη στοχαστική διάθεση. Πολλά ποιήματα είναι γραμμένα στο δεύτερο ενικό πρόσωπο: η ποιήτρια απευθύνεται ταυτόχρονα στον εαυτό της και στον αναγνώστη. Έτσι, ο τελευταίος ταυτίζεται πληρέστερα με τους στίχους. Άλλα ποιήματα είναι γραμμένα στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, υπηρετώντας τη στοχαστική διάθεση και την αμεσότητα. Φυσικά υπάρχουν και ποιήματα στο πρώτο ή τρίτο ενικό πρόσωπο. Η γλώσσα διαθέτει φυσικότητα και παραστατικότητα, μακριά από εκζήτηση αλλά και από λεξιπενία. Η περιγραφή είναι αναλυτική, όταν χρειάζεται. Οι εικόνες όχι μόνο είναι παραστατικές, αλλά και βοηθούν στην έκφραση των συναισθημάτων. Με τον τρόπο αυτόν, τα περισσότερα ποιήματα δίνουν την εντύπωση αισθητικής και συναισθηματικής αρτίωσης («Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ»):
Μισός στάθηκες πίσω από τις κουρτίνες,
δειλά κοίταξες έξω,
με το ’να μάτι, απαλά,
μήπως τρομάξει τη βροχή
η λαχτάρα σου.
Σου φάνηκε θρόισμα πως άκουσες,
ν’ αναρωτιέσαι άρχισες
μήπως σε ξεγελάει το μυαλό σου.
Κανείς δε φάνηκε,
μόνο μια αστραπή τον δρόμο φώτισε,
φευγαλέα ξημέρωσε.
Η μοναξιά σου λιγόστεψε,
αισθάνθηκες γεμάτος, πλήρης.
Αυτό που δεν ήρθε
σε κατοικεί.
Τράβηξες την κουρτίνα και πικρά χαμογέλασες,
στεγνά τα πεζοδρόμια κι απόψε.
Τελικά, τ’ απλά καθημερινά πράγματα ποθεί και υμνεί η Λίλλυ Κοτσώνη, όπως μας δίδαξε ο Νικηφόρος Βρεττάκος: Την πράσινή σου φορεσιά να τη φορέσεις την Λαμπρή./Θα τρέξουν μ’ άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια/κι η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη. Επιθυμεί, σύμφωνα με την προμετωπίδα της συλλογής, ούτε πιο πολύ/ούτε λιγότερο/απ’ αυτό που της χρειάζεται. Δυστυχώς, κάποτε η εκπλήρωση αργεί, οδηγώντας στην απογοήτευση («ΙΚΕΤΗΣ»). Ωστόσο, παραμένει, όπως διαβάζουμε στο πρώτο ποίημα της συλλογής («ΠΑΡΑΠΟΝΟ»), η φλογερή και, με πανανθρώπινη απήχηση, ικεσία της:
Γιατί άλλο δε ζήτησες
παρεκτός ένα σπιτάκι στους ελαιώνες
και μια θάλασσα τον ορίζοντα να πλαταίνει.
Νίκος Παπάνας
