(…) Κοίτα. Είναι η νύχτα που με σιωπηλή μεγαλοπρέπεια ελίσσεται ανάμεσα στις κερασιές της οδού Στέψεως· που περνά ανάμεσα απ’ τα μνήματα της Βηθεσδά[i] τυλιγμένη σε ανέμους γαντοφορεμένους που διώχνουν την πάχνη· κατρακυλώντας πλάι στο «Στέκι του Ναύτη».
Η ώρα περνάει. Άκου. Η ώρα περνάει.
Πλησίασε τώρα.
Μονάχα εσύ μπορείς ν’ ακούσεις τα σπίτια να κοιμούνται στους δρόμους μες στη βαθιά, υγράλατη νύχτα, την ερμητική, μαύρη και βουβή. Μονάχα εσύ μπορείς να δεις, μες στα υπνοδωμάτια, πίσω απ’ τα κλειστά παραθυρόφυλλα, τις χτένες και τα μισοφόρια πάνω στις καρέκλες, τις κανάτες και το λαβομάνο, τα ποτήρια με τις μασέλες, τις Δέκα Εντολές στα κάδρα που κρέμονται στους τοίχους, και τις κιτρινισμένες φωτογραφίες των νεκρών με το βλέμμα καρφωμένο στον φακό. Μονάχα εσύ μπορείς ν’ ακούσεις και να δεις, πίσω από τα μάτια των κοιμισμένων, τις κινήσεις και τους τόπους, τους λαβύρινθους και τα χρώματα, τις απογοητεύσεις και τα ουράνια τόξα, τις μελωδίες και τις ευχές, τις πτήσεις και τις πτώσεις, τις απελπισίες και τους απέραντους ωκεανούς των ονείρων τους.
Γιατί από ‘κει που είσαι μπορείς ν’ ακούσεις τα όνειρά τους.
Ο Κάπταιν Κατ, συνταξιούχος καπετάνιος, τυφλός, κοιμάται σαν καράβι μέσα στο μπουκάλι, στην καραβόσχημη, την κοχυλόσχημη κουκέτα του, τον καλύτερο χώρο του Σκουνόσπιτου, και ονειρεύεται
ΦΩΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
θάλασσες σαν αυτές που σάρωσαν τα καταστρώματα του S.S. Kidwelly κι άλλες τέτοιες δεν ξαναϋπήρξαν ποτέ, καβαλάνε τα στρωσίδια του, που γλιστερά σαν μέδουσες τον ρουφάνε στα γλυφά, ζοφερά βάθη όπου τα ψάρια καταφθάνουν να τον δαγκώσουν, να τον τσιμπολογήσουν μέχρις οστέων, κι έρχονται οι από καιρό πνιγμένοι να τον σκουντήσουν…
ΠΡΩΤΟΣ ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ
Με θυμάσαι, καπετάνιε;
ΚΑΠΤΑΙΝ ΚΑΤ
Είσαι ο Ουίλιαμ, ο χορευταράς!
ΠΡΩΤΟΣ ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ
Έχασα το βήμα μου στο Ναντάκετ.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ
Με βλέπεις, καπετάνιε; βλέπεις τ’ άσπρα κόκαλα που μιλάνε; Είμαι ο Τομ-Φρεντ ο θερμαστής… Μοιραστήκαμε το ίδιο κορίτσι κάποτε… Λεγόταν κυρία Πρόμπερτ…
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ
Ρόουζι Πρόμπερτ, Ντακ Λέιν αριθμός 33. Ελάτε πάνω, αγόρια, έχω πεθάνει.
ΤΡΙΤΟΣ ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ
Αγκάλιασέ με, καπετάνιε, είμαι ο Τζόνας Τζάρβις, αγκυρόβολησα στα άπατα, τι απολαυστικό…
(…)
