Κάθε χρόνο, καθώς το φθινόπωρο υποχωρεί και ο αέρας αποκτά τη διαφάνεια του χειμώνα, η ψυχή του ανθρώπου αρχίζει να προετοιμάζεται αθόρυβα για τη μεγάλη μυσταγωγία των Χριστουγέννων. Δεν είναι μόνο οι μέρες που λιγοστεύουν, ούτε τα φώτα που ανάβουν στις πόλεις. Είναι κάτι βαθύτερο, μια υποψία χαράς που κυοφορείται μέσα στην ησυχία της καρδιάς, σαν να πλησιάζει ο Ήλιος ο ανέσπερος, ο ήλιος της δικαιοσύνης, να φωτίσει ξανά τα βάθη του ανθρώπου.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, με τη σοφία αιώνων, δεν μας οδηγεί απότομα στη φάτνη. Μας δίνει χρόνο να καθαρθούμε, να συναισθανθούμε, να ταπεινωθούμε. Η νηστεία των Χριστουγέννων, γλυκύτερη και ηπιότερη από τις άλλες, γίνεται σχολείο καρτερίας και εγκράτειας. Είναι νηστεία χαρμολύπης, προσμονής και ελπίδας. Δεν είναι τιμωρία, μα προετοιμασία για φιλοξενία. Ο άνθρωπος αδειάζει για να γεμίσει· μαθαίνει να απαρνείται το περιττό, για να μπορέσει να χωρέσει το ανείπωτο.
Μαζί με τη νηστεία, έρχεται και η εσωτερική περισυλλογή των Ακολουθιών. Οι παρακλητικοί ύμνοι, τα κοντάκια, οι κανόνες της Προεορτίου περιόδου είναι μια πορεία ψυχής προς τη Βηθλεέμ. Κάθε στίχος είναι βήμα, κάθε ψαλμός είναι ανάσα προσκύνησης. Εκεί, μέσα στο μισοσκόταδο του ναού, με τα κεριά να τρεμοπαίζουν και τα πρόσωπα να φωτίζονται απαλά, η καρδιά βρίσκει τον ρυθμό της προσευχής. Οι λέξεις παλιές, μα γνώριμες, σπέρνουν μέσα μας την ίδια παρηγοριά που ένιωθαν οι πατέρες και οι γιαγιάδες μας, όταν περίμεναν τη Νύχτα που θα γεννηθεί ο Θεός.
Η Ορθόδοξη προετοιμασία για τα Χριστούγεννα δεν είναι εξωτερική. Είναι μία εσωτερική κάθοδος· ένα κατέβασμα της ψυχής στα ταπεινά της σπήλαια, εκεί όπου φυλάγεται ο αληθινός εαυτός. Ο κόσμος γύρω φωνάζει, στολίζει, διαφημίζει, τρέχει. Εμείς, όμως, μαθαίνουμε να στεκόμαστε σιωπηλοί, να αφουγκραζόμαστε τον ήχο της καρδιάς, να περιμένουμε το ανέσπερο φως να φανερωθεί μέσα μας. Δεν υπάρχει γιορτή χωρίς προσευχή· δεν υπάρχει χαρά χωρίς μετάνοια· δεν υπάρχει Θεία Γέννηση χωρίς ταπεινό σταύρωμα του εγωισμού.
Και μέσα σ’ αυτήν την ιερή αναμονή, μια άλλη λαχτάρα αρχίζει να πυρώνει την καρδιά: η λαχτάρα της Θείας Κοινωνίας. Όλη η προετοιμασία της Εκκλησίας, η νηστεία, η εξομολόγηση, οι ακολουθίες, όλα συγκλίνουν σ’ αυτή τη στιγμή. Όπως οι μάγοι πορεύθηκαν από μακριά για να προσφέρουν τα δώρα τους, έτσι κι εμείς πορευόμαστε για να δεχθούμε το ανεκτίμητο Δώρο — τον ίδιο τον Χριστό. Στην Αγία Μετάληψη κορυφώνεται το μυστήριο των Χριστουγέννων: ο Θεός που έγινε άνθρωπος για να γίνει τροφή, για να κατοικήσει μέσα μας.
Όταν ο πιστός πλησιάζει στο Άγιο Ποτήριο, δεν μεταλαμβάνει απλώς από συνήθεια· κοινωνεί με ευλάβεια και δέος. Εκεί, μέσα στη σιωπή της Λειτουργίας, ακούγεται η καρδιά της πίστης: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Κι εκεί καταλαβαίνεις πως τα Χριστούγεννα δεν είναι ημερομηνία, αλλά κατάσταση ψυχής. Είναι η στιγμή που, κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, γεννιέται μέσα σου το Φως. Το Σπήλαιο δεν είναι πια μακριά στη Βηθλεέμ· είναι στην καρδιά σου.
Η πνευματική προετοιμασία, λοιπόν, είναι πορεία και κάθαρση, αλλά και γιορτή εσωτερική. Είναι η άσκηση της ευγνωμοσύνης και της ταπεινότητας. Είναι η μνήμη πως ο Θεός δεν γεννήθηκε στα παλάτια, αλλά σε στάβλο· πως δεν ήρθε να φοβίσει, αλλά να παρηγορήσει· πως δεν ζητά μεγαλοσύνη, αλλά συντριβή καρδιάς. Έτσι κι εμείς, μαθαίνουμε να προσμένουμε με ηρεμία, με καθαρό βλέμμα, με σιωπηλή χαρά.
Κάθε κερί που ανάβει στις Ακολουθίες είναι μία μικρή πράξη πίστης· κάθε νηστεία ένα βήμα προς τη συνάντηση· κάθε ψαλμός μια ανάσα φωτός. Και όσο πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, τόσο ο χρόνος μεταμορφώνεται σε προσευχή. Η ψυχή, καθαρμένη και απλή, στέκεται σαν παιδί μπροστά στη Φάτνη, έτοιμη να πει: «Γεννηθήτω και εν εμοί». Εκεί, στην ησυχία της Νύχτας, καταλαβαίνει πως όλη η ομορφιά του κόσμου βρίσκεται στην κένωση, στην προσφορά, στην αγάπη.
Αυτά είναι τα Ορθόδοξα Χριστούγεννα. Είναι τα Χριστούγεννα της προσευχής, της νηστείας, της ταπείνωσης και της χαρμολύπης. Είναι η Νύχτα που ο ουρανός ανοίγει και η γη παύει να είναι έρημη, γιατί την κατοικεί η Αγάπη.
Μη φανταστεί κάποιος ότι όλα αυτά δεν είναι συμβατά με την περίφημη ατμόσφαιρά των εορτών του κόσμου, την οποία τόσο εύκολα παραδίδουμε στην καταδίκη και την σχετίζουμε με βαρύγδουπες εκφράσεις σαν αναθέματα: καταναλωτισμός, ψεύτικη χαρά, ψεύτικα στολίδια, καταθλιπτικά φώτα , θλίψη των εορτών κλπ. Η καρδιά του πανηγυριστή τα συγχωρεί δηλαδή τα περιχωρεί ολα. Φιλότιμος γαρ ο κοινός Δεσπότης,ευλογεί την πρόθεση και επευλογεί την φιλότιμη προσπάθεια ακόμα και του ανυποψίαστου ανθρώπου, να χαρεί και να συμμετάσχει στην εορτή με οποιοδήποτε τρόπο.
Και φθάνει τέλος με λυτρωτικό τρόπο η Χριστουγεννιάτικη η Νύχτα!
Την αγαπώ τη χριστουγεννιάτικη νύχτα.
Μεγάλη Νύχτα! Νύχτα συντριβής και σιωπηλής προσδοκίας.
Αδειάζοντας από επιθυμίες, από εαυτό και μεγάλες ιδέες, στεκόμαστε άναυδοι και συνετοί μπροστά στη φάτνη, επιδιώκοντας κι εμείς την ευλογημένη και θεραπευτική παράκληση της λησμονιάς μέσα στη Βαβυλώνα του κόσμου.
Η ψυχή, έχοντας νοσταλγίες αρχαίου παρελθόντος, ποθεί να μεταμορφωθεί σε ασήμαντη σπιθαμή μέσα στο Θεοδέγμον Σπήλαιο· να ζήσει εκ του σύνεγγυς το θαύμα, με τρόμο και χαρά.
Μοναδική Νύχτα!
Δεν ξέρω αν άλλοι νιώθουν κάτι το μαγευτικό ή το ιδιαίτερο ή το νοσταλγικό.
Σε όποια κατάσταση κι αν βρεθώ, σε όποιους καιρούς κι αν παραδέρνω, πάντα ένα και μόνιμο είναι το συναίσθημα τούτη τη Νύχτα: ένας βαθύς συγκλονισμός κατάπληξης και ευγνωμοσύνης.
Ο Θεός να πτωχαίνει σε ένα παχνί, άσημος και άγνωστος από τον πολύ κόσμο, σε έναν υπόγειο χώρο, μια νύχτα που για τον ανυποψίαστο κόσμο είναι μια από τις άλλες.
Αυτή η κένωση σε εξουθενώνει και σε κάνει να αισθάνεσαι πολυτιμότερος, σαν να έχεις ξαναβρεί τον σκοπό σου.
Ο Θεός άδειασε σε σένα και έγινε άνθρωπος — όχι για να γίνεις καλύτερος ηθικά ή κοινωνικά, αλλά για να γίνεις θεός.
Τότε ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του· τότε η ψυχή ζυγιάζει το πολύτιμο μέταλλό της, Θεού κατασκεύασμα και εις Θεόν κατάληξη, και φρικιά.
Η σιωπή είναι εκείνη που περικλείει σαν αμίμητο στολίδι όλη αυτή την αίσθηση και την κατάπληξη.
Πραγματικά, όσο βλέπεις τον εαυτό σου πιο ταπεινό και μικρό μέσα στους αιώνες και τις μυριάδες των ανθρώπων — μικρό μπροστά στο μεγαλείο του ταπεινωμένου Θεού — τόσο υψώνεσαι και ολοκληρώνεσαι και φιλοτιμείσαι να μη φανείς ανάξιος της μεγάλης σου κλήσης.
Τί μάτην κοπιώμεν και ταραττόμεθα άνθρωποι!
Ιδού η σοφία σε πτωχεία εκούσια και το μυστήριο των αιώνων σε αποκάλυψη ταπείνωσης άχραντης.
Σε λίγη ώρα θα χτυπήσουν οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες· κι αυτός ο ήχος δε θα ’ναι απλώς πρόσκληση στη λειτουργική χαρά, αλλά διακήρυξη!
Διακήρυξη πως μετά απ’ αυτή τη Μεγάλη Νύχτα, κατά την οποία έλαμψε φως ανέσπερο, θα ανατείλει μια ημέρα καινή — γιατί ανακαινισμένοι θα είναι όσοι μπορέσουν να δουν το φως και να νιώσουν τα αιώνια μηνύματά της.
Κι ίσως τότε να καταλάβουμε γιατί ξαναγυρνάμε κάθε χρόνο στον Παπαδιαμάντη, τον Κόντογλου, τον Μωραΐτιδη.
Γιατί μέσα από αυτούς ξαναβρίσκουμε τα Χριστούγεννα τα αληθινά, τα ορθόδοξα, τα ρωμαίικα.
Γιατί στα δικά μας παραμύθια το κοριτσάκι με τα σπίρτα δεν θα πέθαινε μόνο στην παγωνιά· θα το παίρναμε σπίτι μας να μοιραστούμε ό,τι έχουμε — κι αν δεν έφταναν για εμάς, θα του τα χαλαλίζαμε όλα.
Γιατί στα μέρη μας κατεβαίνουν οι Άγγελοι να ακούσουν τα βυζαντινά μεγαλυνάρια της Παναγιάς, και είναι το ίδιο καταδεκτικοί είτε ψάλλονται στην ταβέρνα είτε σ’ ένα μακρινό ξωκκλήσι.
Γιατί οι Ώρες των Χριστουγέννων είναι ακολουθία στην Εκκλησία, όχι ώρες αναμονής του Σάντα Κλος.
Γιατί στα κιτάπια μας όλοι οι αμαρτωλοί είναι άγιοι κι όλοι οι άγιοι θεοί· δεν κρατάμε κακία σε κανέναν, ούτε στηλιτεύουμε κανέναν για την πολιτεία του.
Γιατί οι καλικάντζαροι, τα ξωτικά και οι τριβόλοι δεν αγαπούν τους ανθρώπους ούτε τους φτιάχνουν δώρα· χαλούν την τάξη της αρμονικής Ησυχίας — κι εμείς με το αλαλάζον χάος δεν συμφιλιωνόμαστε.
Γιατί όλα είναι ταπεινά σαν το λιβάνι, και ό,τι είναι υψηλό δεν είναι αξιοθαύμαστο αλλά μας πνίγει.
Γιατί στα ελληνικά βιβλία , οι τσοπάνηδες είναι σαν ασκητές και οι θαλασσινοί μεγαλόπρεποι σαν πατριάρχες.
Γιατί η Φύση είναι Εκκλησία και οι εκκλησίες ζωγραφιές του ουρανού.
Γιατί άντρες και γυναίκες είναι σεβαστές και τεράστιες μέσα στις αδυναμίες τους, χωρίς να επιβάλλουν την ανωτερότητά τους.
Γιατί τη Νύχτα των Χριστουγέννων δεν έρχονται πνεύματα να τρομοκρατήσουν τον Σκρουτζ, αλλά το φιλάγαθο και συμπαθές ορθόδοξο Πνεύμα, που δεν κρίνει μα συμπάσχει· στέκεται στοργικά πάνω απ’ όλους τους καημούς και τα πάθη του κόσμου και σκεπάζει αδιάκριτα τον βασανισμένο από την αμαρτία άνθρωπο με τη χιόνα την πάλλευκη της ησυχαστικής χριστιανικής συμπάθειας και συγχώρεσης — “για να μη σταθεί γυμνός και τετραχηλισμένος ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου” , κατά τον Αλέξανδρο , τον προεξάρχοντα των πανηγύρεων.
Ο Θεός να μας αξιώνει όλους να μάθουμε το μεγαλείο της μοναδικότητάς μας μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο·
ο Θεός που μας περιβάλλει με την ανεπανάληπτη και μοναδική Αγάπη Του.
Βιογραφικό
