You are currently viewing Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Το αεί σκληρό πεπρωμένο της Φιλησίας Στάθη-Πουλιοπούλου

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Το αεί σκληρό πεπρωμένο της Φιλησίας Στάθη-Πουλιοπούλου

Ελάχιστες οι πληροφορίες γύρω από τη ζωή και το έργο της Φιλησίας Στάθη-Πουλιοπούλου. Κόρη του ζωγράφου Κοσμά Στάθη και σύζυγος του Παντελή Πουλιόπουλου, υπήρξε φιλόλογος και ποιήτρια. Η έρευνα έφερε στο φως ελάχιστα ποιήματά της,

– «Σ’ αγαπώ» (Νεοελληνικά Γράμματα, τ.  129, 20.5.1939),

– «Στο παράθυρό μου» (Νεοελληνικά Γράμματα, τ. 158, 9.12.1939),

– «Σ’ ένα κεχριμπαρένιο Κομπολόι» (Νέα Εστία, τχ.205, 1.7.1935),

– «Τριφύλλι Μαύρο» (Νέα Εστία, τχ. 569, 15.3.1951)

– «Κενοτάφια και Δέσμια Βήματα» (μέρος μιας ευρύτερης σύνθεσης με τίτλο Τεφρή Χώρα: Νέα  Εστία, τχ. 581, 15.9.1951),

οφείλει δε πολλά στο άρθρο του Ηλία Λάγιου, «Το σκληρό πεπρωμένο της Φιλησίας Στάθη-Πουλιοπούλου το στρατοκρατικό έτος 1951, Ωλίν, τ. 4 (Απρίλιος-Μάιος 1951) και του Λάγιου Βαγενά «Το σκληρό πεπρωμένο της “ευγενικής δέσποινας ποίησης”», Νέα Εστία τ. 1826 (Οκτώβριος 2009).

Το ποίημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε μαζί με το ποίημα Κενοτάφια το 1951, στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 581, σσ.   1216-1217.

 

 

ΔΕΣΜΙΑ ΒΗΜΑΤΑ

 

Ποιο εμβατήριο θα συνοδεύσει την πορεία

των βημάτων δεσμίων;

Ένα… δύο… τρία…

Ένα… δύο… τρία…

 

Το σκηνικό καταυγάζεται από φως

και διαγράφονται τα περιγράμματα με διαύγεια.

Τα πρόσωπα φέγγουν διαφανή

και οι κινήσεις προβάλλουν την κορυφή της κλίμακας

υψωμένης

από την άπειρη του βάθους απόχρωση

 

Ποιο σύννεφο από βαθειές χαράδρες κινημένο

τα μάτια σου σκεπάζει, σύντροφε;

Ο νόστος στενάζει.

Πίσω από την αχλή γλυστρούν οι μορφές

ονείρου πλάσματα…

Κλίμα και η γεύση της αφής άλλοτε…

Ούτε καν το άσπρο μαντήλι να γνέφει…

 

Ένα… δύο… τρία…

Η πράξη εξελίσσεται.

Οι τροχοί γυρίζουν, γυρίζουν γυρίζουν.

Αίμα και πόνος. Αίμα και δάκρυα. Αίμα και άνθη.

– Πόσοι λείπουνε σύντροφοι;

Δεν τους συναντήσαμε πια.

Λένε πως ο ήλιος βγαίνει ακόμα.

Εκεί – έχουν παράθυρα. Εκεί έχουν πόρτες.

Εκεί – έχουν δρόμους.

Οι τοίχοι ακούνε απρόσιτοι.

Η λάμπα των πέντε κηρίων ρωτάει δύσπιστη: Λες;

 

Ένα… δύο… τρία…

Οι δρόμοι στριμώχνονται.

Το ποτάμι φουσκώνει, το ποτάμι βουίζει… ορμάει.

Φράγμα πυρός! Φράγμα πυρός!

Το ποτάμι παφλάζει:

Κόκκινα ρόδα, κόκκινοι δρόμοι, κόκκινο φως.

Εμπρός! Εμπρός!

 

Ένα τραγούδι της φλόγας μεσούρανα

Ένα τραγούδι ταγέρα στο δάσος

τρέμει στα χείλη σου, τρέμει στα χείλη μου.

 

Ένα… δύο… τρία…

Σβύστε τα φώτα – Σβύστε τα φώτα.

Ίσκιοι με μάσκες, παρέλαση μαύρη το θέατρο πνίγει.

Χωρίς ανάσα –

 

Ναι… Ναι… Ναι…

Κι οι θέσεις τους άδειες κοιτάζουν μουγγές.

Πώς θα μετρήσουμε τα βήματά τους;

Πορεία των άστρων, πορεία των κόσμων.

Ένα… δύο… τρία…

Ένα… δύο… τρία…

Φιλησία Στάθη-Πουλιοπούλου

 

Δύο τα νοηματικά επίπεδα του ποιήματος: αφενός η αφήγηση μιας δράσης με αρχή, μέση και τέλος. αφετέρου κρίσεις, σχόλια και προβληματισμοί γύρω απ’ αυτή τη δράση, εν είδει αποτίμησης.

Η δράση που αλληγορικώ τω τρόπω ονομάζεται «πορεία» και εξιστορείται τριτοπρόσωπα σε όλα τα στάδιά της, απ’ την αισιόδοξη εκκίνηση, στη σκληρή δοκιμασία, στην κρίσιμη μάχη και στην οριστική ήττα, μπορεί να ιδωθεί σαν διαδρομή μιας ολόκληρης γενιάς που ξεκίνησε απ’ το έπος της Αντίστασης και κατέληξε στη συντριβή του Εμφυλίου.

Το ποιητικό υποκείμενο κάνει σκέψεις πάνω σε ό,τι αφηγείται. Απορεί, προβληματίζεται, αναρωτιέται, προσπαθεί να καταλάβει τι πήγε στραβά, γιατί χάλασε η πορεία, πού χαθήκαν τόσοι σύντροφοι κι αν έχει απομείνει κάτι. Εδώ ο λόγος ανεβάζει συναισθηματική θερμοκρασία, κομπιάζει απ’ την οδύνη, μένει ανολοκλήρωτος, άλλοτε εκφέρεται κουβεντιαστός με τη χρήση β΄ προσώπου, άλλοτε γίνεται πρωτοπρόσωπος σαν εσωτερικός μονόλογος κι είναι πάντα χαμηλόφωνος, σχεδόν ψιθυριστός.

Οι νοηματικοί άξονες οργανώνονται από κοινού, εκφέρονται παράλληλα και σε κάποια σημεία τα νήματά τους περιπλέκονται τόσο που ’ναι δύσκολο να διαχωριστούν. Ο προβληματισμός ακολουθεί κατά πόδας τα γεγονότα, σ’ ένα σημείο η αμφιβολία προηγείται της αρνητικής εξέλιξης, στο τέλος επιχειρείται η συνολική θεώρηση. Το ποιητικό υποκείμενο δεν στέκεται απέξω, δεν υιοθετεί τον βολικό ρόλο του αποστασιοποιημένου αφηγητή, έχει συναισθηματική εμπλοκή σε ό,τι εξιστορεί και εξιστορώντας το παλεύει να ελέγξει και να εκτονώσει την οδύνη του. Η αφήγηση μάς τοποθετεί στον έξω χώρο, ο προβληματισμός στον έσω, το ποίημα είναι η διακεκαυμένη ζώνη, το σημείο συνάντησης και η προσπάθεια διαφυγής.

Χρώματα και ήχοι σχηματίζουν σύνολα αντιθέσεων. Το λευκό και διαυγές φως της δεύτερης στροφής, συννεφιάζει στην τρίτη,  γίνεται άσπρο, σαν σάβανο, μαντήλι, δίνει μετά τη θέση του στο κόκκινο του αίματος, για να σκοτεινιάσουνε τα πάντα στο τέλος. Ομοίως, το ηχηρό στρατιωτικό παράγγελμα του βηματισμού μπορεί να διατηρεί την έντασή του στο «Φράγμα πυρός» της 5ης στροφής, αλλά σαν αντιστάθμισμα έχει την ψιθυριστή συνομιλία του ποιητικού υποκειμένου με τον σύντροφο, το σιγανόφωνο τραγούδι της 6ης στροφής και την ποιητική σιγή που στο τέλος επιβάλλεται στο παράγγελμα. Εν ολίγοις, υπάρχει μια αντίστροφη κλιμάκωση, μια κατιούσα κλιμάκωση απ’ το φως στο σκότος, απ’ τον ήχο στη σιγή που οπτικά και ακουστικά αποδίδει την ολέθρια κατάληξη της «πορείας».

Κι όμως αυτή η κατάληξη ήταν ευθύς εξαρχής προδιαγεγραμμένη ήδη απ’ τον τίτλο του ποιήματος. Ποιο φως θα καταυγάσει και ποια περιγράμματα θα διαγραφούν με διαύγεια, ποια πρόσωπα θα φέγγουν διαφανή και ποιες κινήσεις θα προβάλλουν στην κορυφή της κλίμακας όταν τα βήματα όσων μετέχουν στην πορεία είναι «δέσμια»; Μπορεί το στρατιωτικό παράγγελμα να κατευθύνει τον επαναστατικό βηματισμό; Μπορούν τα δέσμια βήματα να προωθούν απελευθερωτικά οράματα; Και πόσο αληθινό είναι το φως που φωτίζει το σκηνικό μιας τέτοιας πορείας, που μοιάζει θεατρική παράσταση με καθορισμένους ρόλους;

Ήδη τα σύννεφα της τρίτης στροφής και ο προβληματισμός που εγείρεται στην τέταρτη δηλούν έστω κι εμμέσως την απάντηση, χρωματίζοντας και τα παραγγέλματα και τον προβληματισμό με ειρωνική διάθεση. Τα δέσμια βήματα έρχονται να ακυρώσουν την υπόσχεση του φωτός και να διαψεύσουν τις προσδοκίες αυτού του γεωγραφικού «εκεί», όπου ουδεμία ανοιχτωσιά, ούτε δρόμοι ούτε πόρτες, πάει πέταξε η ελευθερία, κούφια λόγια η επαγγελία της, έμεινε μόνο η καχυποψία, ο φόβος και οι τοίχοι που έχουν αυτιά.

Η εξέλιξη είναι αναπόφευκτη: σύντροφοι που πέφτουν και σκοτώνονται, δρόμοι που γεμίζουν αίμα και κάποιοι από πίσω που επιμένουν να διατάζουν τη συνέχιση της αυτοκτονικής πορείας. Στο τέλος τέλος, δεν υπάρχει τίποτα, ούτε καν πορεία, μόνο ένα θέατρο σκιών που σκιάζεται απ’ το πυκνό σκοτάδι του θανάτου. Το εμβατήριο για το οποίο αναρωτιέται η ποιήτρια στους δύο πρώτους στίχους του ποιήματος αποδεικνύεται θρηνητικό άσμα, επιτάφιο επίγραμμα, «ένα τραγούδι ταγέρα στο δάσος» που τρέμει στα χείλη των επιζώντων.

Μόνη διέξοδος  η ποίηση. Αυτή και μόνο επικουρεί την αλήθεια των πραγμάτων δίχως να τρέφει ψευδαισθήσεις, δίχως να διατάζει, δίχως να μεγαληγορεί. Η ποιήτρια βγαίνει απ’ τη διακεκαυμένη ζώνη του ποιήματος, αφήνοντας πίσω την οδύνη και την απελπισία για να εναποθέσει τη δικαιοσύνη, τη ζωή, το όνειρο, την ελπίδα και το όραμα στην ποίηση. Το ένα… δύο… τρία… δεν ηχεί πλέον σαν στρατιωτικό παράγγελμα. είναι ο εσώτερος ρυθμικός βηματισμός της ποίησης που ήδη αναλαμβάνει το έργο της.

Ιδού: η σύνθεση του ποιήματος βεβαιώνει του λόγου το αληθές.

 

 

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, πεζογράφος

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.