23, Κυριακή
ΙΔ΄Λουκά, Τυφλού, Αγαθαγγέλου
(το όνειρο)
Άκουγα, γράφοντας, να τρίζουν
Στα έγκατα του τραπεζιού
Να μεγαλώνουν τα καρύδια που δεν έγιναν.
Σύγκορμο εκείνο έτρεμε, με καταριόταν
Αβοήθητο στο κώμα του,
Τι να θυμόταν; Τότε που
Αμφίβιο
Μισό στον πάνω και μισό στον κάτω κόσμο
Κάθετα κι οριζόντια
Ανέβαζε χυμούς από ψυχές
Τους ανεξάντλητους;
Τι να ονειρευόταν μες στον ύπνο μου;
Άνεμο κρύο
Νερό
Τον τζίτζικα που έγινε αθάνατος;
Τα πόδια του έτρεμαν, καθηλωμένα.
Τα γράμματά μου πάνω του
Βάραιναν τελεσίδικα.
(Η ερμηνεία)
Είναι ξεκάθαρο, είπε το Τραπέζι
Μια επιφάνεια είμαι
Με τη στίλβη του δημιουργού μου.
Κι εσύ το ίδιο:
Ξύλινη, επεξεργασμένη
Να γράφουν πάνω σου, να τρώνε
Να στηρίζονται.
(το σχόλιο)
Μια επιφάνεια λοιπόν κι εγώ,
Γράφομαι, τρώγομαι
Στηρίζω..
Όμως, στεγάζω κι άπορα πουλιά ακόμη
Φαιά σαν τύψεις
Κι ενορχηστρώνω
Κοπάδια ημερών,
Λόγια πετούμενα
Στο δέντρο μου κουρνιάζουν.
Κουτό πουλί με το τιτίβισμα.
