Η γάτα και τα ποντίκια
Σ’ ένα παλιό αρχοντικό στην Καλαμάτα / Ζούσαν εξήντα ποντικοί και μία γάτα
Η γάτα ήτανε ασπρόμαυρη, χοντρή / Και τα ποντίκια αδυνατούλικα και γκρι
Η γάτα είχε όνομα: κυρά Μιμή / Μα τα ποντίκια ήταν μόνο αριθμοί
Η γάτα τα ποντίκια κυνηγούσε /Και όλη νύχτα τα παρενοχλούσε
Tσίριζαν τα ποντίκια τα καημένα/Μέναν κρυμμένα, τρομοκρατημένα
Δεν ξεμυτίζαν απ’ την τρύπα για φαϊ / Μα ούτ’ ακόμα για νερό ή για πιπί
Τα κυνηγούσε αδιάκοπα η Μιμή /Σε ησυχία δεν τα άφηνε στιγμή
Α, δεν μπορούσαν πια έτσι να ζήσουν / Μαζεύτηκαν λοιπόν ν’ αποφασίσουν
Κάτι να κάνουν, απ’ τη γάτα να γλιτώσουν /Την ποντικαποικία τους να σώσουν
«Ν’ αλλάξουμε» είπε ο Έξι «γειτονιά» / «Να πάμε» λέει ο Δέκα, «στα Χανιά»
«Πιο μακριά», λεει ο Τρία, «στο Ιράν»/«Έχω μια θεία» λέει ο Δυό «στο Κουρδιστάν»
Είπαν ιδέες όλοι, ένας ένας /Όμως τη λύση δεν την έβρισκε κανένας
Όλοι λέγαν να φύγουν, μα μια νέα / Η ποντικίνα αριθμός Δεκαενέα
Είπε «Αν βάλουμε κουδούνια στη Μιμή / Θα την ακούμε κάθε ώρα και στιγμή»!
Βρήκανε την ιδέα της πολύ καλή / Και τη χειροκροτήσαν όλοι σαν τρελοί
Αλλά μετά τα βρήκανε μπαστούνια /Ποιος στη Μιμή θα κρέμαγε κουδούνια;
Κρίμα, οι δόλιοι τη συνέλευση διαλύσαν / Και άπρακτοι στις τρύπες τους γυρίσαν
Κι άρχισε πάλι να τους κυνηγάει η Μιμή /Βράδυ – πρωί δεν ησυχάζανε στιγμή
Κάποτε είχαν μια ιδέα γι’ αλλαγή /Όμως ατυχήσαν με την εφαρμογή…
Λοιπόν δεν φτάνει την ιδέα να τη δώσεις /αν δεν μπορείς και να την εφαρμόσεις.
