1
Είναι καλά. Σε χαμένη αποστολή. Συνεχίζει να στέλνει αυτά τα λακωνικά καρτ ποστάλ. Τα τοπία οπωσδήποτε τα’ χετε κάπου ξαναδεί. Σ’ άλλη διάταξη. Δεν επισημαίνουν την θέση του. Δεν σημαίνουν τίποτα. Όλο και πιο αφηρημένα. Μέχρι να διακοπεί κι αυτή η ύποπτη, υποτυπώδης επικοινωνία.
Όμως, σπρώχνω ακόμα να σωθώ καθώς
Ανάμεσα τοπίο και υστερόγραφο
Ο αληθινός καιρός φυσά
Και σβήνει.
2
Νάνι – νάνι, μη φοβάσαι μωρό μου. Είναι γενική δοκιμή. Αποστηθίζει τα λόγια του. Κάνει θόρυβο. Κάνει πως κάτι κάνει. Νανουρίζεται. Νάνι – νάνι. (Θα πεθάνει. Την νύχτα στον ύπνο του. Το πρωί πάλι βήχοντας, θ’ ανοίξει τα μάτια. Σε άλλη ζωή. Σε άλλη, παράλληλη ζωή.)
Είναι κάτι,
Που μόλις κοιμηθώ, ξυπνά.
Σηκώνεται, πάει στο μπάνιο, πέφτει απ’ το παράθυρο
Πληγώνεται στην άσφαλτο, ξανασηκώνεται
Βιάζεται να προλάβει, παίρνει τον υπόγειο.
Χρόνια, τυφλά, παλινδρομεί
Σε μάταιη διαδρομή
Υπονομεύοντας ανεπανόρθωτα την πόλη.
Πάει άτα. Πάει στο σχολείο. Πάει στο γραφείο.
Πάει στον γιατρό. Πάει στον δικηγόρο.
Πάει στον διάβολο.
Γυρνάει.
Είναι κάτι, που μόλις κοιμηθεί,
Ξυπνώ.
4
Στο μεταξύ αισθάνεται πως έχει κάποια χρησιμότητα. Καθώς και μια μελαγχολία αδιάβροχου.
Θα βρέξει,
Πιθανόν για πάντα.
Πυκνώνουνε τα σύννεφα πάνω απ’ την πόλη.
Θα ψηλώσουν οι τοίχοι, θα πρασινίσουν
Τα νομίσματα. Θα βρέξει.
(Ένοχος,
Σύρριζα στην Ιστορία
Ο ελάχιστος περιπατητής περπατώ
Προοπτικά,
Και μειώνομαι.)
5
Κάθεται σα παντελόνι στην καρέκλα. Γράφει σα μολύβι. (Φυσικά, ζει κάπου. Κατά μήκος: Έντρομο κι ακίνητο, κρεμασμένο απ’ την ουρά. Στο γενεαλογικό του δέντρο.)
Φθαρμένη μέρα, τρύπια με βροχή.
Τυφλά ντουλάπια
Ασώματα ρούχα.
Δεν πάνε πουθενά
Τα πόδια της καρέκλας, τα πόδια
Του τραπεζιού.
Κι η πόρτα με το τρίξιμο
Ανοίγει προς τα μέσα.
Να εννοώ το μάταιο και να μην φεύγω.
Εξάλλου, τίποτα δεν φεύγει. Μόνο
Δήθεν, έξω από το μάτι μου η πόλη αλλάζει.
Εποχές, διαστάσεις, μήκος κύματος.
Κάθομαι άνεργα.
Μ’ όλα τα δάχτυλα αναμμένα.
9
Το κλειστό του δωμάτιο. Έκπληξη. Είναι μέσα. Ξημερώνει. Και ούτω καθ’ εξής.
Είμαι προφανώς εργαλείο.
Κάτι θα πρέπει ν’ ανοίγω.
Ας δοκιμάσω πάλι. Με το κεφάλι.
Ή, έστω,
Με το μηχανικό μου χέρι.
Ή, έστω, όπως τώρα,
Με γοερές φωνές σε άλλη κλίμακα.
10
Στο βάθος, βλέπετε το αρχαίο θέατρο;
Ο ουρανός μια μέδουσα που σφύζει λάγνα.
Στο τσίγκινο σούρουπο, στο τσίγκινο τραπέζι,
Ο Διάβολος παίζει. Χωρίς συμπαίκτη.
Προβλέποντας τις κινήσεις μου
Μέχρι τρίτης γενιάς.
11
Όσο για το κλίμα, έχει αισθητά αλλάξει. Αναρωτιέται αν θα μπορούσε να επιβιώσει εδώ.
Είναι μια εποχή
Που φυσά
Και μετατοπίζεται
Προς τα πίσω.
Συνωστίζομαι.
Το κεφάλι μου
Μου κρύβει την πόλη.
13
Αναδεύει ακόμα μια σφηκοφωλιά μες στους καπνούς. Αίσθηση διαυγής: Το νευρικό τικ του ρολογιού. Η αδιάκοπη μηχανική πορεία προς την άλλη μέρα. Κι όλα ανεπανόρθωτα. Από στιγμή σε στιγμή. Ανεπανόρθωτα.
Πώς άλλαξε λοιπόν ο άνθρωπος
Όταν τον νοίκιασα
Δεν υπήρχε κρεατομηχανή εδώ
Ούτε χτισμένη πόρτα, ούτε αυτά
Τα μπουκάλια με τους απογόνους.
Γεμίζει ολοένα χαμένα αντικείμενα. Αζήτητα.
Ο χώρος του, είναι πια σύμπτυξη χρόνου.
Οπισθοχωρώντας
Σιγά – σιγά εντοιχίζεται. Κατάπληκτος.
Μ’ έναν επίδεσμο στα μάτια, όπου
Λεκέδες αμνησίας απλώνουν.
14
Πρόσφυγας της Τετάρτης προς την Πέμπτη. Δεν θα μάθει ποτέ τίποτα. Κι όμως. Κάποιος, πιο τρομαγμένος, ξέρω, αδιάκοπα, κρύβει σημάδια και μισά μηνύματα. Ανέλπιδα. Καθώς τον πηγαίνουν για θάνατο. Ή, για γέννηση.
Κάποτε νυχτώνει στ’ αλήθεια.
Απλώνει το μαύρο στις φλέβες. Τότε
Για λίγο, από σφυγμό σε σφυγμό
Γράφονται και σβήνουν
Παλιοί στίχοι θαμποί
Χωρίς λόγο, χωρίς λόγια πια
Σαν μουσική στον καθρέφτη, σαν
Τεθλιμμένοι συγγενείς.
16
Τις άλλες ώρες, βασανίζεται παραμιλώντας για τη Θεία Χάρη.
Αυτό το λυσσασμένο ζώο με κυνηγά
Παντού.
Περνά τους τοίχους. Επιμηκύνεται
Διπλώνει στις γωνίες.
Διχαλωτό
Κυκλώνει το τετράγωνο.
Με απομονώνει.
Με ακινητοποιεί.
Καταβροχθίζει το συκώτι
Του γενναίου εχθρού μου.
Πηδάει στο κεφάλι μου.
Τραβάω τα σύρματα.
Ανατινάζεται.
Σκορπίζω πάλι
Τριμμένη σε ψίχουλα, ν’ αφήσω ίχνη
Γι αυτό το λυσσασμένο ζώο που με κυνηγά
Παντού.
Που σέρνω πίσω μου απ’ τ’ άντερα
Μισοπνιγμένο.
