You are currently viewing Pier Paolo Pasolini, Οι στάχτες του Γκράμσι – Το κλάμα του εκσκαφέα.  Μετάφραση: Αλέκα Πλακονούρη

Pier Paolo Pasolini, Οι στάχτες του Γκράμσι – Το κλάμα του εκσκαφέα.  Μετάφραση: Αλέκα Πλακονούρη

Ι.

[Υπέροχη και άθλια πόλη]

 

Μόνο ν’ αγαπάς, μόνο να γνωρίζεις

μετρά, όχι το ότι έχεις αγαπήσει,

όχι το ότι έχεις γνωρίσει. Φέρνει απελπισία

 

το να ζεις έναν έρωτα

φθαρμένο. Η ψυχή δεν μεγαλώνει πια.

Να, μες στη σαγηνευτική ζέστη

 

της νύχτας που είναι γεμάτη εδώ κάτω

ανάμεσα στις στροφές του ποταμού και τις νυσταγμένες

εικόνες της πόλης, διάστικτης από φώτα,

 

αντηχεί ακόμα από χίλιες ζωές,

αποξένωση, μυστήριο και φτώχεια

των αισθήσεων, κάνουν εχθρικές για μένα

 

τις εκδοχές του κόσμου που μέχρι χθες

ήταν ο λόγος της ύπαρξής μου.

Βαριεστημένος, κουρασμένος, γυρίζω στο σπίτι

 

μέσα από τις μαύρες αλάνες των αγορών, θλιμμένοι

δρόμοι γύρω απ’ το λιμάνι του ποταμού,

ανάμεσα σε παράγκες και αποθήκες που σμίγουν

 

με τα τελευταία λιβάδια. Εκεί σιωπή

νεκρική, μα εδώ, στη λεωφόρο Μαρκόνι,

στον σταθμό του Τραστέβερε, η βραδιά

 

είναι ακόμα γλυκιά. Στις γειτονιές τους,

στις συνοικίες τους, γυρίζουν πάνω στις ελαφρές

μηχανές τους οι νέοι ‒ με φόρμες ή με τα παντελόνια

 

της δουλειάς, σπρωγμένοι όμως από ένα

γιορτινό πάθος, με τους συντρόφους τους πίσω στις σέλες,

γελαστοί, βρόμικοι. Οι τελευταίοι θαμώνες

 

κουβεντιάζουν όρθιοι, με φωνές δυνατές

μες στη νύχτα, εδώ κι εκεί, στα τραπεζάκια

των μαγαζιών που είναι ακόμα φωτισμένα και μισοάδεια.

 

Υπέροχη και άθλια πόλη,

που με δίδαξες όσα χαρούμενοι και άγριοι ΄

οι άνθρωποι μαθαίνουν από παιδιά,

 

τα μικρά πράγματα όπου αποκαλύπτεται

η μεγαλοσύνη της ζωής εν ειρήνη, όπως

το να προχωράς σκληρός και έτοιμος ανάμεσα

 

στα πλήθη των δρόμων, να στρέφεσαι σ’ έναν άλλον άνθρωπο

χωρίς να τρέμεις, χωρίς να ντρέπεσαι,

να κοιτάς τα χρήματα που μετρά

 

με νωθρά δάχτυλα το παιδί για τα θελήματα

που ιδρώνει περνώντας μπροστά από τις προσόψεις των κτιρίων

μέσα σ’ ένα αιώνιο χρώμα καλοκαιριού·

 

να υπερασπίζομαι, να πληγώνω, να έχω

τον κόσμο μπροστά στα μάτια μου και όχι

μόνο μες στην καρδιά μου, να καταλάβω

 

πως μόνο λίγοι γνωρίζουν τα πάθη

που μέσα τους έζησα:

πως δεν είναι αδελφικοί και όμως

 

είναι αδέλφια, ακριβώς επειδή έχουν

ανθρώπινα πάθη,

που χαρούμενοι, ασυνείδητοι, ολόκληροι

 

ζουν εμπειρίες

που εγώ δεν γνωρίζω. Υπέροχη και άθλια

πόλη, που μ’ έκανες να ζήσω

 

την εμπειρία εκείνης της άγνωστης

ζωής: μέχρι να με κάνεις ν’ ανακαλύπτω

αυτό που, στον καθέναν, ήταν ο κόσμος.

 

Ένα φεγγάρι πεθαίνοντας μες στη σιωπή,

που ζει απ’ αυτή, ασπρίζει ανάμεσα σε βίαιους

πόθους, που θλιβερά πάνω στη βουβή

 

από ζωή γη, με τις όμορφες λεωφόρους, τα παλιά

σοκάκια, χωρίς να φωτίζουν τυφλώνουν

και σ’ όλο τον κόσμο αντανακλά

 

από εκεί ψηλά λίγη ζεστή συννεφιά.

Είναι η πιο όμορφη καλοκαιρινή νύχτα.

Το Τραστέβερε, με μια μυρωδιά άχυρου

 

από παλιούς στάβλους, από αδειανά

καπηλειά, δεν κοιμάται ακόμα.

Οι σκοτεινές γωνιές, οι ήρεμοι τοίχοι

 

αντηχούν από μαγικούς ήχους.

Άντρες κι αγόρια γυρίζουν στο σπίτι

‒κάτω από μοναχικές γιρλάντες φωτός τώρα‒

 

προς τα σοκάκια τους, που τα φράζουν

σκοτάδι και σκουπίδια, μ’ εκείνο το χαλαρό βάδισμα

που απ’ αυτό πλημμύριζε η ψυχή μου

 

όταν αγαπούσα πραγματικά, όταν

πραγματικά ήθελα να καταλάβω.

Και, όπως τότε, χάνονται τραγουδώντας.

 

 

 

Αλέκα Πλακονούρη

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.