Κουκούτσια που ανθίζουν
Από το θέατρο της ζωής στη θάλασσα της μνήμης: αναγνώσεις πάνω στη συλλογή «Κουκούτσια από καρπούζι» της Νίκης Δρούγκα
Λέει κάθε ποίημα που διαβάζουμε μια ιστορία;
Ποιος πρωταγωνιστεί στα ποιήματα;
Τι παίζεται πάνω στο ποιητικό σανίδι;
Το καλοκαίρι τα ξεπλένει όλα;
Ερωτήματα που φύτρωσαν διακριτικά μέσα μου καθώς διάβαζα την τελευταία συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα, «Κουκούτσια από καρπούζι». Ερωτήματα που άνοιξαν δρόμους και δρομάκια για να σιμώσω με τη σκέψη όσα πρώτα αγκάλιασαν τις αισθήσεις. Ήξερα από τα πρώτα κιόλας ποιήματα πως κρατούσα στα χέρια μου ένα βιβλίο που με βρήκε την κατάλληλη στιγμή. Σε μια περίοδο υποχρεωτικής αφωνίας, όπου ο λόγος και οι αιτίες του έμοιαζαν να συμπιέζονται αφόρητα από την αδυναμία να ειπωθούν. Τα γράμματα σε λευκές σελίδες: άχαρες απομιμήσεις. Κι η ποίηση; Στο πλευρό του ανείπωτου λόγου -άφαντη.
Δε θέλει και πολύ για να πιστέψεις πως ο χειμώνας είναι για πάντα. Πως τα θαύματα τέλειωσαν. Και τότε, μια νέα υπόσχεση μπορεί να έρθει όχι με φανφάρες, αλλά φτιαγμένη από λέξεις, από πράξεις, από εικόνες ή… ή απλώς από κουκούτσια. Κουκούτσια καρπουζιού, στοργικά σκορπισμένα στο ομώνυμο βιβλίο, που στάζει καλοκαίρι και ζωή.
Η ποιήτρια μάς υπόσχεται από την πρώτη κιόλας πράξη ότι θα τις πούμε τις αλήθειες μας. Σήμερα και πάντα. Κι ένα ποτάμι ορμητικό -όχι από λέξεις, αλλά από ιστορίες ανθρώπων- ξεχύνεται από τις σελίδες. Στάζει μέλι πικρό, έρωτες νωπούς και άλλους που στέγνωσαν, αίμα κι ιδρώτα, και κατευθύνεται προς τη θάλασσα. Εκεί όπου ξεκινούν και καταλήγουν οι ποιητικοί δρόμοι της Κλεονίκης Δρούγκα. Εκεί που ο λόγος της συνομιλεί με το αλάτι, εμπιστεύεται τη μουσική του νερού, γυρεύει την αντάρα και την απανεμιά του.
Το ταξίδι της συλλογής ξεκινά από τις μικρές και μεγάλες ματαιώσεις, από όνειρα που κρεμάστηκαν, από όσα δεν ήρθαν και όσα δεν θα γυρίσουν. Άλλοτε το ποίημα σκαλίζει ίχνη φωτός στο μαύρο:
«εκείνη την ώρα μέσα της ο πόθος λάμπει,
του θανάτου άλλη ζωή ονειρεύεται,
εκρηκτικά στο τώρα της βάζει και αποσυντίθεται, φρέσκια στ’ αλάτι τυλιγμένη».
Άλλοτε η ανάγκη για επόμενη μέρα παλεύει με τον τρόμο:
«με τρόμο μουγκρίζει δίνοντας μονομιάς στη μνήμη λεφτά πάνω στο κομοδίνο αφημένα να σκάσει».
Κι άλλοτε, το μαύρο παραμένει ανίκητο:
«μέχρι που ολόκληρη την έφαγε, ξοδεύοντας δεκαεννιά φακίδες στο χρυσαφένιο της πρόσωπο».
Οικεία πρόσωπα από τη θρησκευτική ιστορία -η Σαλώμη, η Μαρία Μαγδαληνή, ο Μυστικός Δείπνος- φωτίζονται μέσα από λεπτομέρειες που αναπλάθουν τον βίο τους. Στον ποιητικό λόγο της Δρούγκα, οι ιστορίες αυτές αποκτούν λοξή ματιά, μια νέα εκδοχή.
Έπειτα έρχεται – ή δεν έρχεται – η ενηλικίωση. Όπως εύστοχα δηλώνει ο τίτλος του επόμενου κεφαλαίου: «Κάποτε μεγαλώνεις (ή μήπως όχι;)».
Ξεκάθαρα πλέον, ο λόγος και τα πρόσωπα της ποίησης κυκλώνουν το καλοκαίρι.
Η θάλασσα πρωταγωνιστεί. Στο «Καλοκαιρινό σύνθημα»:
«Η θάλασσα θεριεύει τους χτύπους της καρδιάς, ξεντύνεσαι ντροπές, σκέψεις, ανθρώπους».
Στο «Πιάνο και γαλλικά», μια γοργόνα απαρνιέται τον βυθό για χάρη μιας ηλιαχτίδας. Αλλού, η σκούρα θάλασσα των λαθών φιλοξενεί καρχαρίες. Στην «Προσευχή», το τάξιμο γίνεται σε μια τρυφερή, αμμουδερή, γιορτινή παραλία.
Κι όταν απουσιάζει η θάλασσα, το υγρό στοιχείο παραμένει: το ποτήρι νερό που πίνει μονορούφι, η στεναχωρημένη γλάστρα, η υγρασία των αναρριχητικών προσδοκιών, το ερωτικό στιγμιότυπο στο Ναυάγιο της Επανομής, το πλύσιμο του καλοκαιριού.
Μπαίνοντας στην καρδιά του καρπουζιού, φτάνουμε στον έρωτα. Πάντοτε προηγείται. Στο ομώνυμο ποίημα:
«Προηγείται ο έρωτας».
Και δύο παιδιά, με άνθη μπιγκόνιας στα αυτιά και στάλες λεμόνι-παγωτό στα χείλη, τον δοξάζουν με την απλή παρουσία τους. Ο έρωτας μεθά χωρίς λόγια, όχι με οινόπνευμα. Στις «Λιωμένες λέξεις», οι λέξεις δεν προλαβαίνουν -λιώνουν. Από την υγρασία των χεριών. Από το καλοκαίρι που σφύζει στο βιβλίο.
Ίσως τελικά οι λέξεις να μην είναι πάντα το κεντρικό γεγονός. Να μπορούμε να υπάρχουμε και να συμβαίνουμε και στη σκιά τους.
Και το καλοκαίρι -ακόμη κι αν δεν το ζούμε- το ελπίζουμε. Οι πνιγμένες προσδοκίες για έρωτα ανασταίνονται. Το σώμα «κατοικεί τον πεινασμένο του εαυτό». Η νεότητα επιστρέφει σε άδεια μπουκάλια αντιρυτιδικών λοσιόν, τώρα γεμάτα έρωτα. Ο έρωτας δεν έχει ξεκάθαρη διάρκεια, αλλά κι όταν φεύγει, αφήνει πίσω του «το χαμόγελο μισό» και «γεφύρια άχτιστα». Είναι επιλογή η επιλογή του;
«Θες την επιθυμία σου να ξεφορτωθείς; Ε, ασ’ τη ν’ ανθίσει.»
Στο τελευταίο μέρος εισβάλλει η μνήμη. Οι ιστορίες που τέλειωσαν αλλά δεν τελειώνουν. Οι άνθρωποι που κουβαλάμε σαν ανεπίδοτες επιστολές. Το πρόσωπο της απώλειας ενώνει τη χαρά και τη θλίψη. Οι σελίδες γεμίζουν με ένα ποτάμι ιστοριών που ξεχύνονται στη θάλασσα. Εκεί, στο «εξοχικό των θεών» – τίτλος και επιμύθιο του βιβλίου – οι λέξεις, η ποίηση, οι άνθρωποι και οι ίδιοι οι θεοί συνυπάρχουν. Ξυπόλητοι, με μια φέτα καρπούζι στο χέρι.
Και τότε, ναι. Ήμουν έτοιμη να απαντήσω στα αρχικά ερωτήματα:
Λέει κάθε ποίημα που διαβάζουμε μια ιστορία;
Ναι. Κάθε ποίημα της συλλογής «Κουκούτσια από καρπούζι» είναι μια μικρή, ολοκληρωμένη ιστορία. Με όρους ποίησης, με όρους σεναρίου. Οι τεχνικές της γραφής αυτών των δύο συγγενεύουν και συνυπάρχουν αρμονικά στον λόγο της Δρούγκα.
Ποιος πρωταγωνιστεί στα ποιήματα;
Τα πρόσωπα που αναδεικνύονται στις λέξεις. Ο αφηγητής. Η ποιήτρια. Αλλά και η Αγγέλικα, η Λαμπρινή, ο Θανάσης… Ένα μωσαϊκό ονομάτων κι ένας κόσμος από ζωές. Άλλοτε υπαρκτοί, άλλοτε αφιερωμένοι, οι άνθρωποι που συνέβαλαν στην ποιητική εμπειρία. Δηλαδή εμείς. Όλοι.
Τι παίζεται πάνω στο ποιητικό σανίδι;
Το θέατρο της ζωής. Η ποίηση συγγενεύει με το θέατρο∙ το θέατρο με τη ζωή. Το θαύμα του λόγου δεν έχει όρια.
Το καλοκαίρι τα ξεπλένει όλα;
Ναι. Ακόμη και όταν δεν το θέλει. Ακόμη και όταν δεν το θέλουμε. Το καλοκαίρι είναι παντού: φως, αλάτι, ανάσα, υπόσχεση. Λυτρώνει τις κηλίδες της σκοτεινιάς. Μας παραδίδει πλυμένους. Κι αν υπάρχει μια μυστική συνταγή, ίσως βρίσκεται κρυμμένη σε ένα θαλασσινό όστρακο, σε μια αυγουστιάτικη πανσέληνο ή -απλώς- σε ένα κουκούτσι από καρπούζι.
