Επένδυσα στο αίσθημα
Δεν είχε τόκους.
Ούτε ρήτρες εξόδου.
Καθισμενη στο περβάζι,
έτρωγα τα νύχια μου
περιμένοντας μια ζωή κάτι πιο σταθερό
απ’ την αναπνοή μου.
Μια λωρίδα φεγγάρι
πέρασε ξυστά απ’ το δωμάτιο.
Άγγιξε το μέτωπό μου
σαν εκεινο το χέρι που δεν πρόλαβα να κρατήσω
όταν ξεμάκραινε ο πατέρας
σε κάτι εξετάσεις
που έβγαιναν πάντα
αρνητικές.
Μετά,
τίποτα δεν μεγάλωσε.
Ούτε το φεγγάρι.
Ούτε εγώ.
Μόνο κάτι μέσα,
αθόρυβο,
ακούμπησε τα έπιπλα αλλιώς.
Δεν ξέρω γιατί τα λέω αυτα τώρα.
Ίσως γιατί
η σιωπή απόψε
είναι γεμάτη ημερομηνίες λήξης.
