Η ανθρωπολογία στον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, όπως άλλωστε και σε όλη την παράδοση των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, δεν αποτελεί μία ιδιαίτερη και συστηματική ενασχόληση, αλλά εκφράζει κυρίως την όλη θεώρηση της θεολογίας του με κέντρο τον Χριστό τον οποίο φανερώνουν τα μυστήρια. Στη βιβλική και πατερική παράδοση η ανθρωπολογία δεν νοείται αυτόνομα, αλλά σε σχέση με το μυστήριο του Χριστού, που ενεργείται στην Εκκλησία, η οποία είναι το σώμα του Χριστού. Στο πλαίσιο αυτό ο Νικόλαος Καβάσιλας επεξεργάζεται και ανασυνθέτει πρωτότυπα τη βιβλική και πατερική παράδοση στην κρίσιμη εποχή του. Μολονότι ανήκε στους κύκλους των ανθρωπιστών λογίων του ύστερου Βυζαντίου –σε νεανικό του έργο είχε υποστηρίξει ότι ο άγιος πού δεν ανέπτυξε μορφωτικά τη διάνοιά του είναι ατελής– υπερέβη γόνιμα τον αυτόνομο ανθρωποκεντρικό ανθρωπισμό του 14ου αιώνα, θεμελιώνοντας έναν ρωμαλέο χριστοκεντρικό ανθρωπισμό. Η τελευταία βυζαντινή Αναγέννηση είχε ήδη διαμορφώσει έναν χριστοκεντρικό ανθρωπισμό και μια κοινωνική πνευματικότητα, η οποία ευνοούσε συζητήσεις και γόνιμους προβληματισμούς μεταξύ παράδοσης και ανανέωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η θεολογική σύνθεση του Νικολάου Καβάσιλα προσλαμβάνει και επεξεργάζεται δημιουργικά τα ερωτήματα της πρώιμης δυτικής Αναγέννησης στην Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Με άξονα την πρόσληψη και ανάκραση του ανθρώπου από τον άκτιστο Λόγο του Θεού που ενανθρώπησε, ο Νικόλαος Καβάσιλας εντάσσει οργανικά την ανθρωπολογία στη θεανθρώπινη σύνθεση και διαλεκτική κτιστού και ακτίστου σύμφωνα με την 4η Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας.
Για τους ιστορικούς είναι βέβαιο ότι ο Νικόλαος Καβάσιλας τελικά προσχώρησε στους ησυχαστές, χωρίς να χάσει την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία του στον χώρο της θεολογικής έκφρασης. Άλλωστε, η ομοιομορφία στην έκφραση δεν είναι από τα χαρακτηριστικά της σκέψης των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Έτσι, χρησιμοποιώντας την έντονα υπαρξιακή χριστοκεντρική ορολογία του Αποστόλου Παύλου, διαφοροποιημένη από τη δογματική, αντιρρητική και φιλοσοφική ορολογία και αποδεικτική μέθοδο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, δέχτηκε το θεολογικό περιεχόμενο του ησυχασμού. Ότι, δηλαδή, το θεμέλιο και το περιεχόμενο της θέας των αγίων είναι ο Χριστός και ότι κοινός δρόμος για την απόκτησή της είναι τα μυστήρια, δηλαδή, η συνύφανση λειτουργικής και ασκητικής ζωής στην Εκκλησία. Αν και ο Νικόλαος Καβάσιλας δέχεται τα στάδια της πνευματικής ζωής, όπως τα περιέγραψαν οι ησυχαστές, δεν τα μελετά καθαυτά, αλλά δι’ αυτών προσεγγίζει τη λειτουργική και ασκητική ζωή της Εκκλησίας, περιγράφοντας με ρωμαλέο τρόπο την ανθρωπολογία της αγιότητας και της θέωσης. Στο έργο του δεν εντοπίζεται καμία θεολογική μετατόπιση από τη διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά. Έχοντας ως βάση τη διδασκαλία του ησυχαστή αγίου, δίνει σαφές χριστοκεντρικό περιεχόμενο στη θέωση ή στην τελείωση, όπως συχνότερα την ονομάζει, ως υιοθεσία και χριστοποίηση του ανθρώπου. Η ένωση με τον Χριστό, η εν Χριστώ ζωή, αποτελεί κοινό υπαρξιακό κέντρο στη θεολογία και του Παλαμά και του Καβάσιλα. Για τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, όπως και για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η θέωση είναι ο δυσκολοαπόκτητος θησαυρός της Ορθόδοξης Παράδοσης, ο οποίος, όμως, προϋποθέτει την ελεύθερη συνεργία του ανθρώπου. Η γλώσσα και η θεολογική σκέψη του Νικόλαου Καβάσιλα εκφράστηκε με την παύλεια θεολογία περί Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού και ναού του Αγίου Πνεύματος, ως βίωμα της Ευχαριστίας, της αγάπης και της μεταμόρφωσης του ανθρώπου. Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Γρηγόριος Παλαμάς κυρίως στις Ομιλίες του, εκφράζοντας τη διαχρονική ερμηνευτική παράδοση της πατερικής θεολογίας. Ο Νικόλαος Καβάσιλας υιοθετεί την παύλεια θεολογική προσέγγιση και γλώσσα, γιατί είναι κοινή και γιατί είναι το υπόβαθρο και της διδασκαλίας του Γρηγορίου Παλαμά.
Κεντρικός άξονας και ερμηνευτική αρχή της σκέψης του Νικολάου Καβάσιλα είναι η απόλυτη συνύφανση του χριστολογικού περιεχομένου της θεολογίας και των μυστηρίων της Εκκλησίας με την υπαρξιακή και σωτηριολογική σημασία τους για τον άνθρωπο. Στη διαδρομή αυτή, αν και γνωρίζει άριστα την προηγούμενη πατερική παράδοση, στην οποία εντάσσεται δημιουργικά και το δικό του έργο, ο Νικόλαος Καβάσιλας αποφεύγει συστηματικά την προσφιλή συνήθεια των λογίων της εποχής του να παραπέμπουν συνεχώς σε πατερικά χωρία (από τα λεγόμενα florilegiapatrum), συνήθεια η οποία διαμόρφωνε, ήδη από τότε, μία στείρα θεολογία της επανάληψης. Η θεολογία της επανάληψης αποδείχτηκε ανίκανη να ερμηνεύσει γόνιμα και δημιουργικά την ίδια την πατερική κληρονομιά στην οποία, ακόμη και σήμερα, γραμματολογικά παραπέμπει ή αναφέρεται. Από τους Πατέρες, ο Νικόλαος Καβάσιλας αναφέρεται ονομαστικά μόνο στον Μ. Βασίλειο, στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ενώ υπόρρητα διατρέχει και προσλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη την προηγούμενη πατερική παράδοση. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι ο Νικόλαος Καβάσιλας δεν επιδιώκει ούτε να συγκεντρώσει ούτε να επαναλάβει εγκυκλοπαιδικά χωρία της πατερικής παράδοσης. Υπερβαίνοντας τον συντηρητισμό του γράμματος, προτιμά και επιλέγει να ανατάμει και να ερμηνεύσει την παράδοση αυτή σε απόλυτα Ορθόδοξο χριστοκεντρικό και ανθρωπολογικό πλαίσιο, να την προσαρμόσει γόνιμα και να την ανασυνθέσει δημιουργικά, και μάλιστα με τρόπο ελκυστικό, πρωτότυπο και αυθεντικό για τον άνθρωπο της εποχής του. Τελικά, η στάση του Νικολάου Καβάσιλα στο ζήτημα του ανθρωπισμού αλλά και της σχολαστικής θεολογίας, η οποία, σημειωτέον, σαγήνευε ήδη ορισμένους κύκλους βυζαντινών λογίων αλλά και δικών του φίλων, όπως ήταν ο Δημήτριος Κυδώνης, φαίνεται ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Ειρηνικός από ιδιοσυγκρασία, κάνει πολεμική δίχως πόλεμο. Σοφός θεολόγος, δίνει ειρηνικά σαφείς και δημιουργικές απαντήσεις σε σχολαστικές θεολογικές θέσεις, οι οποίες είχαν κιόλας κάνει την εμφάνισή τους στους κύκλους των βυζαντινών λογίων μετά τη μετάφραση έργων του Θωμά του Ακινάτη, του ιερού Αυγουστίνου και άλλων θεολόγων της Δύσης.
Για τον Νικόλαο Καβάσιλα, το μυστήριο του Χριστού διαθλάται στα μυστήρια και ενεργοποιείται χωροχρονικά στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Τα μυστήρια, λοιπόν, δεν είναι μεμονωμένες ή ανεξάρτητες τελετές που μεταδίδουν αντικειμενικά τη θεία χάρη, η οποία, εν είδει παρακαταθήκης, υπάρχει στο ιερό καθίδρυμα της Εκκλησίας. Ούτε, ασφαλώς, αποτελούν απλά θρησκευτικά καθήκοντα ή απογυμνωμένα σύμβολα, χωρίς ουσιαστικό θεολογικό και εκκλησιολογικό περιεχόμενο. Το ιστορικό σώμα του Χριστού ταυτίζεται με το σώμα της Εκκλησίας, αλλά και με το ευχαριστιακό σώμα του Θεανθρώπου. Η ταυτότητα αυτή προκύπτει από τη συνεχιζόμενη παρουσία του Χριστού στη ζωή της Εκκλησίας μέσω του Αγίου Πνεύματος. Επιμένοντας στον παράγοντα του Αγίου Πνεύματος και στη σημασία της προσευχητικής επίκλησηςόλης της κοινότητας αντί της υποτιθέμενης ισχύος δια στόματος του ιερέα τωνιδρυτικών λόγων στην ευχαριστιακή αναφορά, απαντά δημιουργικά, και όχι απλώς πολεμικά, στο πρόβλημα του δυτικού χριστομονισμού και της ιεροκρατικής αντίληψης για τον κλήρο, η οποία προέκυψε από την υιοθέτηση του Filioque και την παπική αντίληψη του πρωτείου. Επιπλέον, το έργο του Καβάσιλα αποτελεί μία ακόμη στιβαρή απάντηση στην περί ικανοποιήσεως της θεϊκής δικαιοσύνης σχολαστική θεωρία του Ανσέλμου, η οποία, ως γνωστόν, εξαρτούσε με δικανικό τρόπο το γεγονός της ενανθρώπησης αποκλειστικά από το συμβάν της πτώσεως και είχε ήδη γίνει γνωστή και στο Βυζάντιο. Σημεία στα οποία οφείλουμε να δώσουμε προσοχή είναι επίσης όλη η διάσταση και ερμηνεία της χριστολογίας, της μυστηριολογίας, της ανθρωπολογίας και της εκκλησιολογίας του προκύπτει από τον χαρισματικό παράγοντα της δράσης του Αγίου Πνεύματος. Όλως ιδιαιτέρως, η διδασκαλία του Νικολάου Καβάσιλα περί συνεργίας του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας και του αγιασμού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως ρωμαλέα διπλή απάντηση στην πρόκληση του αυτονομημένου ανθρωπισμού, αλλά και στην περί αξιομισθιών και καλών έργων ρωμαιοκαθολική αντίληψη, η οποία, αργότερα, με την εμφάνιση του Προτεσταντισμού, θα δημιουργήσει νέα προβλήματα και αδιέξοδα στη Δύση.
Από τη μελέτη του έργου του Νικολάου Καβάσιλα συνάγεται ότι στόχος και σκοπός του ήταν να ερμηνεύσει υπαρξιακά, σωτηριολογικά και εσχατολογικά τη θεολογική παράδοση και κυρίως τη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας για τον άνθρωπο της εποχής του. Έτσι, οι λειτουργικοί τύποι, τα μυσταγωγικά σύμβολα και αυτά τα ίδια τα μυστήρια της Εκκλησίας αλληλοπεριχωρούνται οργανικά με το μυστήριο του Χριστού, ενώ αναδεικνύονται οι εκκλησιολογικές διαστάσεις και οι καίριες ανθρωπολογικές συνέπειές τους. Το έργο του Καβάσιλα για τηνεν Χριστώ ζωή αποτελεί ένα είδος ανθρωπολογικής επέκτασης του έργου τουΕρμηνεία της Θείας Λειτουργίας, οι δε θεομητορικές ομιλίες του υπομνηματίζουν έξοχα τη συνύφανση χριστολογίας και ανθρωπολογίας στο πλαίσιο της Ορθόδοξης θεώρησης για την Θεοτόκο. Η ρωμαλέα ποιητική, δοξολογική, και λειτουργική θεολογία του Νικολάου Καβάσιλα αφορά τη μυσταγωγική οικοδομή της εν Χριστώ ζωής του ανθρώπου, την αποκάλυψη της εν Χριστώ μυστηριακής ζωής, την ανακαίνιση του ανθρώπου και του κόσμου μέσα από την εκκλησιολογική βίωση του μυστηρίου του Χριστού.

Όσιος Δαυίδ (Μονή Λατόμου), Θεσσαλονίκη, Το όραμα του Ιεζεκιήλ, 5ος αι.
Η χριστοκεντρική ανθρωπολογία του Νικολάου Καβάσιλα
O άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού και πιο συγκεκριμένα ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι το αρχέτυπο του τέλειου ανθρώπου. Η αλήθεια της ζωής και η πληρότητα της ύπαρξης του ανθρώπου φανερώνεται εν Χριστώ. Η εν Χριστώ ζωή συνιστά το υπαρκτικό θεμέλιο και το περιεχόμενο του ανθρώπου και της κτίσεως. Η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και κυρίως η Θεία Ευχαριστία, οσάκις τελείται, αποκαλύπτει και ανακεφαλαιώνει μυσταγωγικά το μυστήριο της ενανθρώπησης του Θεού. Συνάμα, η ενανθρώπηση αποτελεί φανέρωση της τριαδικότητας του Θεού. Η αρχική δημιουργία του ανθρώπου από τον Τριαδικό Θεό πραγματώνεται από τον μονογενή Υιό και Λόγο του Πατρός. Η αναδημιουργία του δεύτερου Αδάμ δεν υπήρξε μόνον έργο του αυτουργούντος Υιού, του ευδοκούντος Πατρός και του επιδημούντος Πνεύματος, αλλά και έργο της θέλησης και πίστης της Θεοτόκου, δηλαδή και του ανθρώπου. Η εν Χριστώ αναδημιουργία δεν είναι, ασφαλώς, ίδια με την πρώτη δημιουργία του ανθρώπου.
Ο Νικόλαος Καβάσιλας θα επισημάνει κατά πρώτο λόγο τη συνδρομή της θέλησης και της ελεύθερης συνεργασίας της Παναγίας με τη βουλή του Θεού. Κατά την εν Χριστώ αναδημιουργία, ανάπλαση και μύηση στη ζωή του Θεού, ο Χριστός μεταδίδει το Πνεύμα του, ενεργεί ο ίδιος τα πάντα χωρίς ενδιάμεσα. Ενώ στην πρώτη πλάση χρησιμοποίησε χώμα από τη γη, στη δεύτερη πλάση έδωσε ο Θεός το σώμα του. Εξάλλου, αναπλάσσοντας τη ζωή, δεν βελτιώνει απλώς την ψυχή στη φυσική της κατάσταση, αλλά ανατέλλει την ίδια τη ζωή του, χύνοντας το αίμα του στις καρδιές των μυημένων. Ο Χριστός είναι ο προαιώνιος Λόγος, που τότε στην αρχική δημιουργία εμφύσησε πνοή ζωής (Γεν. 2,7) και τώρα στην αναδημιουργία της ενανθρώπησης μεταδίδει από το Πνεύμα του (Ιω. 20,22). Σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο, «Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. 4,6). Τότε είπε «γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς» (Γεν. 1,3), αυτό το κτιστό. Τώρα ο ίδιος ο Δεσπότης «ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ὁ τότε εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι», σύμφωνα με τον Παύλο (Πρβλ. Β΄ Κορ. 4,6). Πριν από την ενανθρώπηση ευεργετούσε και καθοδηγούσε τον άνθρωπο με προστάγματα και αντιπροσώπους, προφήτες και νόμους. Τώρα, όμως, μετά την ενσάρκωση ενεργεί ο ίδιος μόνος του αμέσως και χρησιμοποιώντας τον εαυτό του για όλα.
Η Αγία Τριάς θέλησε τη σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου, την οποία, όμως, ενήργησε εν προσώπω μόνος ο Λόγος. «Αὐτουργὸς γὰρ οὔτε ὁ πατὴρ οὔτε τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ μόνος ὁ Λόγος». Την ενότητα, λοιπόν, της οικονομίας ολόκληρης της Αγίας Τριάδος εκφράζει η υπόσταση του Λόγου που ενανθρώπησε. Στην ίδια χριστοκεντρική ερμηνευτική γραμμή με τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή, ο Νικόλαος Καβάσιλας θεωρεί ότι ο Θεός δεν είναι μόνον η αρχή όλων των όντων αλλά και το τέρμα τους. Πριν να έχει δημιουργήσει ακόμη ο,τιδήποτε, βλέπει το τέλος του, και σε αυτό αποβλέποντας δημιουργεί την ορατή και αόρατη κτίση. Πάντα «τὰ ὄντα καὶ τὰ γινόμενα» δημιουργήθηκαν στην προοπτική της έλευσης του Χριστού. Ο Χριστός είναι το τέλος «ἁπάντων τῶν ὄντων», η δε ενανθρώπηση είναι«τὸ βέλτιστον τῶν θείων ἔργων». Ο αρχικός άνθρωπος πλάστηκε στην προοπτική του καινού ανθρώπου. Εξαρχής ο άνθρωπος είχε ως σκοπό της ζωής του την αθανασία. Αυτό που απέτυχε να πραγματοποιήσει ο πρώτος Αδάμ, το κατόρθωσε με το σώμα του ο Χριστός, ο δεύτερος και έσχατος Αδάμ. Κοντολογίς, πρώτος και μόνος ο Χριστός έδειξε τον αληθινό και τέλειο άνθρωπο και με το ήθος και με τη ζωή και με όλα τα έργα του. Παραδόξως, λοιπόν, ο Χριστός αναδεικνύεται σε αρχέτυπο της ζωής και σε παράδειγμα του παλαιού και ατελούς ανθρώπου, ο οποίος μετά την αστοχία του προπατορικού αμαρτήματος «κατεπόθη» ως θνητός από τη γη. Ο πρώτος Αδάμ έγινε μίμημα του δευτέρου κατά την εικόνα, διότι ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, γενάρχης και ηγέτης της τέλειας και αθάνατης ζωής του «καινού ανθρώπου». «Οὐ γὰρ ὁ παλαιὸς τοῦ καινοῦ, ἀλλ’ ὁ νέος Ἀδὰμ τοῦ παλαιοῦ παράδειγμα». Ό,τι έλαβε με το κατ’ εικόνα Θεού ο αρχικός άνθρωπος, απέβλεπε προς το αρχέτυπο του, «ἵνα τὸν Χριστὸν γινώσκομεν».
Κανένα από τα προηγούμενα έργα του Θεού δεν έκανε θεό τον άνθρωπο. Μόνη η ένσαρκη οικονομία του Χριστού πραγματοποίησε τη θέωση του ανθρώπου. Κάθε προφητεία, τύπος, σύμβολο και όραμα της Παλαιάς Διαθήκης λειτούργησε στην προοπτική του μελλοντικού αυτού γεγονότος. Οι προφητείες και οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης υφίστανται ενόψει της ερχόμενης οικονομίας του Χριστού, προτυπώνουν τα μέλλοντα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο Μωυσής, αρχηγός στην πορεία του ισραηλιτικού λαού προς την ελευθερία, μπόρεσε να δει τον Θεό και να ακούσει φωνή από εκεί… Ωστόσο, η ίδια η έλευση του Χριστού υπήρξε η πληρότητα της θεοφάνειας. Η εικόνα και το σύμβολο αποβαίνουν αποκαλυπτικά σημεία των μελλόντων χριστολογικών γεγονότων. Όλοι οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης περίμεναν «τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντος» και το Άγιο Πνεύμα, για να αγιασθούν «ἐν ἀληθείᾳ», ενώ πρωτύτερα είχαν δεχθεί τον αγιασμό «τύπῳ τινὶ καὶ σκιά».
Ο θεολογικός ορίζοντας του Νικολάου Καβάσιλα κινείται μεταξύ δημιουργίας και Βασιλείας σε μία εσχατολογική προοπτική. Σκοπός και κατάληξη ολόκληρης της δημιουργίας είναι ο ίδιος ο Θεός, ενώ αρχέτυπο του ανθρώπου είναι ο ένσαρκος Λόγος προς τον οποίο τείνει εξαρχής η ανθρωπότητα. Ο Θεός δημιουργεί, βλέποντας το εσχατολογικό τέλος των όντων, που είναι ο ίδιος ο Θεός. Κέντρο, αιτία και έσχατος σκοπός, αρχή και τέλος των όντων, είναι ο Χριστός. Για τον Χριστό πλάστηκε εξαρχής ο άνθρωπος, για δε τον άνθρωπο δημιουργήθηκε ο κόσμος. Σκοπός της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου είναι η αγαπητική κοινωνία και η ένωση με τον Θεό μέσω του Χριστού. Έτσι, η ενσάρκωση αποσυνδέεται ως αιτιατό από το παρελθόν συμβάν του προπατορικού αμαρτήματος και από το κλειστό διάνυσμα μεταξύ πτώσης και απολύτρωσης. Η προοπτική αυτή εμπεριέχει και υπονοεί σαφώς τη θεολογία των λόγων των όντων του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή. Όλα τα όντα τελούν εν εξελίξει και εν πορεία. Η δημιουργία και η ιστορία των όντων κινείται και εξελίσσεται προς ένα τέλος, το οποίο συνίσταται στην πλήρη κοινωνία και αμετάπτωτη σχέση των κτιστών με τον άκτιστο Θεό. Κέντρο, αιτία και έσχατος σκοπός, αρχή και τέλος, είναι ο Χριστός. Οι διάφορες παραστάσεις και αναφορές περί της σωτηρίας δεν είναι παρά ερμηνευτικά σχόλια του Καβάσιλα στις περί δικαιώσεως και απολυτρώσεως του ανθρώπου βιβλικές αναφορές, τις οποίες εντάσσει στη μυστηριακή και κυρίως στην ευχαριστιακή προοπτική της εν Χριστώ ζωής. Ο Χριστός είναι το μυστήριο της Εκκλησίας. Ο Χριστός ως νέος Αδάμ είναι η πύλη της ζωής διά των μυστηρίων. Η αθανασία κατορθώθηκε στο σώμα του Σωτήρος. «Ἄλλος αὐτός», έγινε «ὁμόφυλος» των ανθρώπων. Η αγάπη στον Θεό διέρχεται μέσα από την αγάπη προς τον «ὁμόφυλον». Ο Χριστός είναι ένας από μας και ταυτόχρονα ο άριστος, το πρότυπο δηλαδή στο οποίο τείνουμε. Προσλαμβάνοντας το σώμα και το αίμα μας, μας μετέδωσε το Πνεύμα του και έγινε ο ίδιος ο εαυτός μας, ώστε η αγάπη να είναι ακόμη πιο βαθιά και πραγματική, έγινε ακριβώς «τὸ ἔσχατο τῶν ἐφετῶν», ο αγαπημένος Χριστός ως ο άλλος εαυτός μας.Ο Χριστός είναι ο τέλειος άνθρωπος. Είναι το κατάλυμα των ανθρώπινων ερώτων (Περί της εν Χριστώ ζωής ΣΤ, 60). Αν ο ανθρώπινος έρως είναι ατελής και διαστηματικός, αν υφίσταται τη φθορά και την απώλεια εξαιτίας του θανάτου, το νόημα του έρωτα βρίσκεται εκεί όπου η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει κατά τον Παύλο. Κατά τον Καβάσιλα ο άνθρωπος κινείται καθολικά και αγαπητικά προς τον Χριστό, ακριβώς επειδή είναι και Θεός και άνθρωπος. Η κίνησή του αυτή αφορά και τη φύση και τη θέληση του ανθρώπου όχι μόνο για τη θεότητα, αλλά και γιατην ανθρώπινη φύση του Χριστού. Το να αγαπά ή να σκέπτεται κανείς οτιδήποτε άλλο εκτός από τον Χριστό, είναι προφανώς εκτροπή από τα όρια που τέθηκαν εξαρχής ως βάσεις της ύπαρξης του ανθρώπου. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Χριστός είναι η κατάληξη, το νόημα και η τελείωση της αγάπης που μπορεί να έχει ή να εκφράσει ο άνθρωπος, εκεί όπου μπορεί να καταλύσουν όντως μετά από άσκηση και προσευχή το σώμα και οι νοεροί λογισμοί του.
Στο πλαίσιο αυτό ο Νικόλαος Καβάσιλας αναπτύσσει συχνά μια προσέγγιση της αγάπης ως φίλτρου με έναν υπαρξιακό τόνο, που είναι πολύ κοντά στον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος επιθυμεί αλλά δεν κατορθώνει να αγαπήσει. Η αγάπη του Θεού είναι η αιτία της ενσάρκωσης. Είναι σαν το φίλτρο των ερωτευμένων. «Τὸν ἴσον τρόπον ὁ περὶ τοὺς ἀνθρώπους ἔρως τὸν Θεὸν ἐκένωσεν». Τέτοια είναι η άκρα αγάπη και ταπείνωση της ενσάρκωσης, αφού ο ίδιος ο Θεός κατέρχεται προς αναζήτηση του ερώμενου ανθρώπου, «καὶ ἵνα τὸν ἐρῶντα δείξη πάντα ποιεῖ», και όταν πάσχει, υποφέρει και πεθαίνει. Όπως ακριβώς το φίλτρο της αγάπης φέρνει σε έκσταση τους ερωτευμένους ανθρώπους, όταν γίνεται τόσο μεγάλο και ισχυρότερο από αυτούς που το δέχονται. Ο Χριστός δεν καλεί κοντά του τον άνθρωπο που αγάπησε μένοντας απλώς στον υπερβατικό τόπο του, αλλά τον αναζητεί ό ίδιος προβαίνοντας σε αναζήτησή του. Ο πλούσιος φθάνει στο καταγώγιο του πτωχού μόνος του, εκφράζει τον πόθο του και ζητεί ανταπόδοση. Όταν ο άνθρωπος τον απαξιώσει, δεν απομακρύνεται προσβεβλημένος, δεν δυσανασχετεί, όταν διώχνεται, αλλά κάθεται στο κατώφλι. Η φιλανθρωπία αυτή του Θεού είναι η οντολογία του όντως έρωτα ως δείγμα της πιο μεγάλης αγάπης. Ο απαθής Θεός Λόγος «τὸν ἔσχατον ἐρῶν ἔρωτα», ενσάρκωνεται και προσλαμβάνει θυσιαστικά την οδύνη του ανθρώπου. Η κένωση του στην ανθρωπότητα δημιουργεί τις προϋποθέσεις με τις οποίες ο Θεός Λόγος θα μπορούσε να γινόταν ικανός να πάθει δεινά και να αισθανθεί οδύνη, ενώ παρέμεινε απαθής κατά τη θεότητά του. Ο Χριστός είναι πλέον παντοτινά η καινή οικονομία της γης και των ανθρώπων, «τὸ πάσης κτίσεως ἐπέκεινα σῶμα»,ἄνθρωπος ἐν μορφῇ Θεοῦ, Θεὸς ἐν σαρκί, ἱερεῖον καὶ ἱερεύς, συνοχὴ τῶν δύο φύσεων, κοινὸς δεσπότης τῆς κτίσεως, πρέσβυς ὀμόθρονος. Απαλλαγμένος εξαρχής από την αμαρτία, προσέλαβε τη φθαρτότητα για να απαλλάξει την ανθρώπινη ύπαρξη από τη φθορά και τον θάνατο.
Ως αποτέλεσμα της οικονομίας του Χριστού, ο Νικόλαος Καβάσιλας βλέπει τη γη να ανυψώνεται και να μετοικίζει στη Βασιλεία του Θεού: «῍Ω καινὴ καὶ ξένη γῆς ἀποικία μετοικίζοντα τὴν μητρόπολιν». Η αγάπη είναι πραγματικότητα της Βασιλείας, είναι η ίδια η ζωή του Θεού. Ο Χριστός έδειξε έμπρακτα τη μέγιστη αγάπη για τον άνθρωπο, τον οποίο αγαπά με τον θερμότερο έρωτα. Ο Καβάσιλας αναπτύσσει στο έργο του για την εν Χριστώ ζωή μια ολόκληρη μυστική και υπαρξιακή θεολογία της νηφάλιας ερωτικής μέθης προς τον Χριστό. Το πλαίσιο της εν Χριστώ ζωής δεν είναι μονοσήμαντα ούτε η άσκηση των αρετών ούτε η εφαρμογή των εντολών αλλά ο μυστικισμός της αγάπης του Χριστού. Ο περίφημος μυστικισμός του Νικολάου Καβάσιλα και της προηγούμενης πατερικής παράδοσης της Ορθόδοξης Ανατολής δεν είναι παρά μία μυστηριοκεντρική θεολογία της κοινωνίας και ένωσης του ανθρώπου με τον Χριστό διά του Αγίου Πνεύματος. Η μυστική θεολογία του Καβάσιλα δεν σχετίζεται ασφαλώς με νοερές αποδράσεις από την ιστορία και το παρόν ή με άλλες μυστικές ενατενίσεις ενός πλατωνίζοντος θεουργικού μυστικισμού, αλλά αφορά την υπαρξιακά ερμηνευτική έκθεση της Ορθόδοξης περί μυστηρίων χριστοκεντρικής εμπειρίας της Εκκλησίας καθ’ οδόν προς τη βασιλεία με όλες τις ανθρωπολογικές παραμέτρους της. Η περίφημη θέωση στον Νικόλαο Καβάσιλα είναι η δια των μυστηρίων θεία υιοθεσία και ενχρίστωση. Η εν Χριστώ ζωή είναι ο μυστηριακός τρόπος της ένωσης με τον Χριστό. Εκείνος που επιζητεί την ένωση μαζί του, είναι ανάγκη να μεταλάβει τη σάρκα του και να κοινωνήσει στα πάθη, στον θάνατο και στην ανάστασή του. Και έτσι βαπτιζόμαστε για να πεθάνουμε με τον θάνατό του και να αναστηθούμε με την ανάστασή του, χριόμαστε για να κοινωνήσουμε στο βασιλικό χρίσμα της θέωσης με αυτόν, τρώγοντας τον ιερό άρτο και πίνοντας το θείο ποτήριο μετέχουμε στη σάρκα και στο αίμα του.
Στην ευχαριστιακή εμπειρία της Εκκλησίας, η πραγματικότητα της εν Χριστώ υιοθεσίας, η οποία συνιστά κοινωνία ζωής, σώματος και αίματος, βιώνεται εσχατολογικά κατ’ εξοχήν. Σε αυτήν λαμβάνουμε τη μορφή του Μονογενούς και ο Πατήρ την αναγνωρίζει στα πρόσωπά μας. Βέβαια, η γέννηση από τον Χριστό διαφέρει πολύ από τη φυσική γέννηση κατά την οποία το αίμα όπως και το σώμα των παιδιών παύει να είναι πλέον κοινό με τους φυσικούς γεννήτορες. Αντίθετα, στο έργο της Ευχαριστίας, το αίμα με το οποίο τώρα ζούμε είναι και αίμα Χριστού και η σάρκα είναι σώμα Χριστού «καὶ κοινὰ ἔτι τὰ μέλη καὶ κοινὴ ἡ ζωή». Ο Καβάσιλας κάνει λόγο για την τέλεια συνάφεια κεφαλής και μελών. Όπως ο Μονογενής σαρκώθηκε «ἐκ θεοῦ τοῦ ἁγίου πνεύματος», έτσι και τα μέλη του σώματός του πρέπει να γεννηθούν με τον ίδιο τρόπο, όπως και η κεφαλή. Εφόσον η ένωση των μελών με την κεφαλή είναι τόσο συμπαγής, κατά συνέπεια, η γέννηση των μελών πρέπει να ακολουθεί τη γέννηση της κεφαλής. Όπως η γέννηση συνιστά την έναρξη της ζωής, έτσι και αυτών που η ζωή είναι ο Χριστός γεννιόνται, όταν η ζωή του εισέρχεται και γεννιέται σε αυτούς. Στην Ευχαριστία η κοινωνία ή η υιοθεσία με τον Θεό είναι τέλεια και δεν αποτελεί μονάχα μεταβίβαση της ζωής, όπως κάνουν οι φυσικοί γεννήτορες, αλλ’ αυτός ο ίδιος συνιστά τη ζωή.
Ωστόσο, η πλήρης θεωρία και συμμετοχή του ανθρώπου στη θεία ζωή είναι εσχατολογική πραγματικότητα. «Θεοῦ δὲ θεωρίαν καθαρὰν οὐδαμῶς». Η μακαρία ζωή των αγίων, ενόσω διαρκεί ακόμη η ιστορία, βιώνεται μυστηριακά ως διαλεκτική πίστης, ελπίδας και αγάπης. Στη Βασιλεία του Θεού, η πίστη θα δώσει τη θέση της στην καθαρή και πλήρη θεωρία του αγαθού. Στη μέλλουσα ζωή αναλογεί η τέλεια αγάπη, η μακαρία ζωή της υιοθεσίας του Πνεύματος του Θεού. Τα μυστήρια της Εκκλησίας, όμως, είναι αυτά που παρέχουν τις προϋποθέσεις και τις απαρχές για την τέλεια αυτή αγάπη, διότι πραγματώνουν την υιοθεσία του Θεού, ενώ το «καθαρῶς φιλεῖν μόνων γίνεται τῶν υἱῶν». Έτσι τα μυστήρια ενθέτουν την αγάπη στις ψυχές των μυημένων και παρέχουν την ελπίδα για πιο μεγάλη από την ήδη μεγάλη γεύση των θείων αγαθών και κάνουν βέβαιη την πίστη «ἀπὸ τῶν ἤδη παρόντων πὲρὶ τῶν μήπω φαινομένων». Η εν Χριστώ ζωή είναι η ζωή του μέλλοντος, εφόσον ο Χριστός «πατὴρ ἐγένετο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ὥσπερ ὁ Ἀδὰμ τοῦ παρόντος». Η γέννηση που πραγματοποιείται με το βάπτισμα αποτελεί την αρχή της μέλλουσας ζωής. Όπως ακριβώς είναι αδύνατο να ζήσει κανείς τον βίο αυτό, αν δεν έχει τις αισθήσεις του Αδάμ και τις ανθρώπινες δυνάμεις για τη ζωή, με τον ίδιο τρόπο κανείς δεν μπορεί να προχωρήσει προς τον μακάριο εκείνο χώρο, αν δεν προετοιμάστηκε στη ζωή του Χριστού και πλάστηκε «κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα».
«Θεός ἐν μέσῳ θεῷν»
Ο Χριστός με την ένσαρκη οικονομία του πραγματοποίησε το μακρινό αποκαλυπτικό όραμα της Παλαιάς Διαθήκης. Με την ενσάρκωση, τη σταύρωση και την ανάστασή του οδήγησε ελεύθερα τον άνθρωπο στον Θεό. Ελεύθερα πλέον ο άνθρωπος τον αναγνωρίζει ως αληθινό Θεό και Κύριο της κτίσεως. Ο Χριστός είναι η οδός που άγει στον Θεό και Πατέρα. Εν Χριστώ, ελεύθερα και από αγάπη ο άνθρωπος έγινε υιός του Θεού. Ο άνθρωπος έγινε επιτέλους κτήση του Θεού, όπως επιθυμούσε και προφήτευσε η αποκαλυπτική παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης. «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, κτῆσαι ἡμᾶς» (Ησ. 26,13). Για τον Νικόλαο Καβάσιλα ο σκοπός της οικονομίας είναι κάτι ολότελα καινοτόμο, ο άνθρωπος κληρονομεί τον Θεό, δηλαδή γίνεται θεός, κατορθώνει αυτό για το οποίο πλάστηκε εξαρχής. Ο Χριστός παρέχει όλα τα υπάρχοντά του στους ανθρώπους. «Καὶ τοῦτο πέρας τῆς καινοτομίας ἁπάσης. Θεοῦ κληρονομῆσαι τὸν ἄνθρωπον». Η πραγματικότητα αυτή θα αναφανεί στα έσχατα, όταν με τη θέα του ένδοξου σώματος του Χριστού θα συνδοξαστούν και θα συμβασιλεύσουν οι άγιοι, διότι το ανθρώπινο σώμα και δι’ αυτού η κτίση ολόκληρη εισέρχεται στη Βασιλεία του Θεού και η Βασιλεία και η δύναμη του Θεού θα είναι ακριβώς αυτή η περιβολή της σάρκας. Η ενσάρκωση του Χριστού θα αναδείξει πλέον τις κοσμικές και συμπαντικές διαστάσεις της σωτηρίας και δόξας του ανθρώπου.
Ο Χριστός, στον οποίο «ἅπαν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Ρωμ. 8,17), θα έλθει στα έσχατα πάνω στις νεφέλες «μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς», λάμποντας «ὑπὲρ πᾶν παράδειγμα» ως άνθρωπος και ως Θεός. Έτσι και ο κάθε πιστός μπορεί να λάμψει πραγματικά περισσότερο από τον ήλιο, να ανυψωθεί πάνω στις νεφέλες, να αντικρύσει το σώμα «ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ», να πετάξει προς αυτόν, να τον πλησιάσει, να φανεί ήμερος. Ο Νικόλαος Καβάσιλας εκφράζει με απαράμιλλο τρόπο την εσχατολογική φανέρωση του Χριστού. Σε μια συμπαντική διάσταση, όπου συγκαλείται και συμμετέχει εν χορώ ολόκληρη κτίση σε μια κοσμική λειτουργία, όλοι όσοι νοιάστηκαν έμπρακτα για τον συνάνθρωπο και μιμήθηκαν τα πάθη του Χριστού, θα λάμπουν γύρω από τον Θεάνθρωπο. Οι άνθρωποι ως αναρίθμητο πλήθος φωστήρων πάνω στις νεφέλες, θα ανυψώνονται και πετούν περί τον Χριστό: «οἷον τὸ θέαμα… δῆμον θεῶν περὶ τὸν θεόν, καλοὺς περὶ τὸν ὡραῖον, οἰκέτας περὶ τὸν Δεσπότην». Τίποτε δεν είναι τόσο τερπνό, ώστε να συναγωνισθεί με τη θέα εκείνη. «Χορὸς μακαρίων, δῆμος χαιρόντων!». Ο Χριστός κατεβαίνει αστραποβόλος από τον ουρανό στη γη, ενώ η γη ανεβάζει άλλους ήλιους στον ήλιο της δικαιοσύνης «καὶ πάντα γέμει φωτός». «Θεός ἐν μέσῳ θεῷν, ὡραῖος ὡραίου κορυφαῖος χοροῦ», ο Χριστός έλκει στον εαυτό του όλα τα δημιουργήματα και τους ανθρώπους, που σχηματίζουν ένα στέμμα γύρω από την υπέρτατη ωραιότητα.
Σταύρος Γιαγκάζογλου
