You are currently viewing Στρατής Ρήγας: «Νυκτερινό Βρεφικό Πρελούδιο»

Στρατής Ρήγας: «Νυκτερινό Βρεφικό Πρελούδιο»

Νυκτερινό Βρεφικό Πρελούδιο

Έχω συνηθίσει τις νύχτες να βυθίζομαι μέσα στον δικό μου ήσυχο κόσμο. Δεν βλέπω τηλεόραση. Κάθομαι στην πολυθρόνα, κλείνω τα μάτια και αφήνομαι σε όποιες σκέψεις προβάλει το μυαλό, συνήθως είναι αμέτρητες. Το βλέπω σαν αντανάκλαση της ψυχικής μου διάθεσης, σαν εκτόνωση και αποσυμπίεση από την καθημερινότητα. Ο μονός ήχος που συνοδεύει τις σκέψεις μου είναι η ρυθμική αναπνοή μου. Κάθε βράδυ, όσο οι γείτονες κοιτούν αποχαυνωμένοι μια κρεμασμένη γυάλινη επιφάνεια στον τοίχο, στα κλειστά μου μάτια προβάλλεται μια πληθώρα από ονειρικά σενάρια. Τα περισσότερα δεν τα κατανοώ, ενώ άλλα με εκπλήσσουν και όχι πάντοτε ευχάριστα. Η αλήθειά είναι πως σαν και εκείνους έτσι κι εγώ εχω κλειδαμπαρωθεί σε μια ασφαλή ρουτίνα, όπου αλληλεπιδρώ μονάχα με τον εαυτό μου. Κι όμως, δεν είμαι εντελώς μόνος.

Πρόσφατα, ενώ είχα ξεκινήσει τη γνωστή μου προβολή σκέψεων, άκουσα κάτι να διαταράσσει την σιωπή. Ένα απαλό όμως επίμονο κλάμα μωρού από το διπλανό διαμέρισμα. Με αποσυντόνισε. Οι σκέψεις σταμάτησαν και τα μάτια μου άνοιξαν χωρίς να το θέλω. Προσπάθησα να το αγνοήσω και να συνεχίσω ό,τι έκανα μα μάταια. Στο μυαλό μου επανερχόταν συνέχεια το μωρό. Στην αρχή δυσανασχέτησα και σφίχτηκε το στομάχι μου, μα πριν ξεθωριάσει, η αναστάτωση επικαλύφθηκε από ένα αίσθημα συμπόνιας προς τον μικρό μου γείτονα. Σιγουρά κάτι τον ενοχλούσε αφόρητα.

Η επόμενη νύχτα δεν άργησε να έρθει. Όταν άκουσα ξανά το γάργαρο ουρλιαχτό του μωρού, σηκώθηκα από την πολυθρόνα και βγήκα στην βεράντα. Η γειτονιά ήταν ήσυχη, τα φωτά χαμηλά, η πόλη ανάσαινε αργά. Μόνο το κλάμα ακουγόταν. Το φως στο παράθυρο του διπλανού διαμερίσματος, αχνόφεγγε. Πίσω από τις κουρτίνες μια σκιά κινούταν. Κάποιος ταχτάριζε το βρέφος. Ανεπιτυχώς. Το δύστυχο είχε πλαντάξει. Φαντάστηκα μέσα μια γυναίκα κουρασμένη, μια άγνωστη να μεγαλώνει μόνη της το μωρό. Δεν ήξερα το όνομά της κι εκείνη δεν γνώριζε το δικό μου, κι όμως την αισθάνθηκα οικεία. Μπήκα μέσα και κάθισα πάλι στην πολυθρόνα. Έκλεισα τα μάτια. Οι σκέψεις μου πλέον αφορούσαν μόνο το υποτιθέμενο δράμα του διπλανού διαμερίσματος που είχα φανταστεί. Δεν είχα ιδέα αν έχουν έστω κι ένα ψήγμα αλήθειας. Δεν με ενδιέφερε. Για μένα εκείνη τη στιγμή ήταν η πραγματικότητα. Μια ιστορία γεμάτη αδιέξοδα και πόνο. Ένα βραδύ πόθου, ένα λάθος, η άρνηση του άντρα, μια δύσκολη απόφαση, η απόρριψη των γονέων, το πείσμα της γυναίκας, η γέννα, το κλάμα, η ανησυχία, η μοναξιά, οι λιγοστές στιγμές απελπισίας που λύγισε και μετάνιωσε την πράξη, το βλέμμα του νεογέννητου, η ωκυτοκίνη να αυξάνεται μέσα της, οι κόρες της να διαστέλλονται, ναι το ξέρει πια, είναι μονόδρομος, η θυσία του εαυτού της, η επιμονή. Ένα δράμα εν εξελίξει. Θα τα καταφέρει; Δεν ξέρει. Όμως θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί.

Άνοιξα τα μάτια και ανακάθισα στην πολυθρόνα, το κεφάλι μου έχει αλλάξει ήχο, ακούγεται σαν ρολόι που χτυπά στο ρυθμό του κλάματος. Συγκρίσεις ξεπηδούν σε εικόνες παράλληλες, ακίνητες, αποσβολωμένες, σπάζουν αστραπιαία σε θρύψαλα μπροστά στα ανοιχτά μάτια μου. Η ζωή μου όλη μοιάζει με εκείνο το κλάμα, ένα κενό ουρλιαχτό που αποζητά λόγο ύπαρξης, που αγωνιά να το φροντίσουν ώστε να επιβιώσει. Δεν ξέρει τι είναι η ζωή, κι όμως θέλει απελπισμένα να την ζήσει. Τέντωσα τα αυτιά μου. Ησυχία. Το μωρό είχε σταματήσει. Σκούπισα ανήσυχος τις ιδρωμένες παλάμες μου καθώς ένιωσα κραδασμούς να πηγαινοέρχονται στο σώμα μου. Σφύριγμα στα αυτιά μου. Κατάλαβα. Σηκώθηκα αμέσως. Έχω ξαναβιώσει αστρική προβολή. Δεν ήταν η ώρα τώρα. Δεν ήμουν ψυχικά ήρεμος για να μπω σε τέτοια κατάσταση. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο και βγήκα πάλι στο μπαλκόνι. Ένα αθόρυβο αεράκι με ξύπνησε για τα καλά. Η μπαλκονόπορτα από το δίπλα διαμέρισμα άνοιξε. Ξαφνιάστηκα. Η άγνωστη γυναίκα βγήκε. Ήταν περίπου όπως την είχα φανταστεί. Μελαχρινή με βλέμμα κουρασμένο και μάτια μεγάλα. Δεν με είδε κατευθείαν. Αναστέναξε και κάθισε στην καρεκλά. Ανέβασε τα πόδια της στο κάγκελο. Άναψε τσιγάρο. Το βλέμμα της ταξίδεψε μια γύρα στον ορίζοντα και έπεσε πάνω μου. «Καλησπέρα», μου έκανε καλοσυνάτα. «Σας έχουμε αναστατώσει και σας με το μωράκι, ε; Να μας συγχωρείτε». Χαμογέλασα αμήχανα. «Όχι, όχι μην ανησυχείτε, ίσα που ακούγεται», ψέλλισα. «Καλά, αυτό είναι ψέμα και σεις πολύ ευγενικός!», είπε με νόημα. Δεν είπα τίποτα, απλά χαμογέλασα. Το μωρό από μέσα ακούστηκε. «Με συγχωρείτε, χάρηκα για την γνωριμία», είπε ευγενικά και μπήκε βιαστικά να το προλάβει πριν ξυπνήσει για τα καλά.

Μπήκα μέσα και κάθισα στην πολυθρόνα. Μετα από λίγο ταξίδευα πάλι σε εναλλακτικές πραγματικότητες. Είμαι νοερά στο μπαλκόνι, λίγες στιγμές πριν, όμως όλα είναι διαφορετικά. Η γυναικά είναι εκεί. Κρατά το μωρό. Ξυπόλυτη. Έχει κάτι μυστηριώδες, αισθησιακό. Με κοιτά έντονα, αλλά δε μιλάμε. Τα χεριά της προεκτείνονται αφύσικα και με τραβούν προς το μέρος της. Το σώμα μου ανίσχυρο να αντιδράσει, αιωρείται διάφανο και μπαίνει στην αγκαλιά της μητέρας. Τοποθετείται στη θέση του βρέφους. Βουτάω μέσα στο κορμί του με κάθε του ανάσα. Με τη σιωπή μου παγώνω τον χρόνο, ενώ παράλληλα τον αφήνω να κυλά. Έντονες δονήσεις μας ταυτίζουν. Είμαστε ένα πια. Εγώ, το Βρέφος, η Μητέρα. Μια τριαδική οντότητα με κοινή υπόσταση. Ένα θεϊκό πλάσμα. Η μητέρα με κοιτά με αγάπη. Μέσω της βλεμματικής επαφής, αισθάνομαι έναν δεσμό, ένα κύμα ευφορίας, μια ανακούφιση. Το βλέμμα μου ενώνεται με το κλάμα σε ένα μπερδεμένο γαϊτανάκι προσπάθειας επικοινωνίας. Η μητέρα σηκώνει τη μπλούζα της. Το στήθος της ξεχύνεται, ολοστρόγγυλο και πρησμένο. Η ρόγα είναι σκληρή, σκούρη και μεγάλη. Την βάζω με λαχταρά στο στόμα. Ρουφώ λαίμαργα. Η μητέρα με κοιτά στα μάτια αδιάκοπα. Γεύομαι τον θησαυρό της ζωής. Όλο το κορμί μου ριγεί από ηδονή και ευχαρίστηση. Είμαι ευτυχισμένος.

Το επόμενο πρωί οι πρώτες ηλιαχτίδες με χτυπούν στο μάγουλο. Ξυπνώ στην πολυθρόνα ήρεμος. Αισθάνομαι μια παράξενη αναζωογόνηση. Η γραφομηχανή είναι πάνω στο γραφείο, απέναντι μου. Την κοιτώ. Σηκώνομαι και κάθομαι στην καρέκλα. Κι όμως, κάτι άλλο με μαγνήτισε ως εκεί τελικά. Μια μελωδία ηχεί σιωπηρά στα αυτιά μου. Παίρνω στα χέρια την κιθάρα, που για μήνες στέκει λησμονημένη στη γωνιά του τοίχου. Τα δάχτυλα μου ακουμπούν τις χορδές· ένα παράπονο ξεκινά, σαν το κλάμα που άκουγα, ένα νωχελικό κλαυθμύρισμα. Ο ρυθμός, αυτοσχεδιάζεται μονάχος του και κατευθύνει τα δάχτυλα μου. Κάθε νότα, ένα βήμα προς τη ζωή που ξαναγεννιέται μέσα μου. Ένα χαμόγελο διαγράφεται αργά στον καθρέφτη απέναντι μου· το πρώτο μου μετά από καιρό.

 

 

 

Στρατής Ρήγας

 

Ο Στρατής Ρήγας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Στρατή Στρουμπούλη), γεννήθηκε στη Καβάλα το 1982. Σπούδασε Διαχείριση Πληροφοριών και Οικονομικά και είναι τελειόφοιτος Πολιτισμολόγος. Αρθρογραφεί συστηματικά σε διαδικτυακά περιοδικά τέχνης και λογοτεχνίας. Ποιήματα του έχουν βραβευθεί σε εγχώριους και διεθνείς διαγωνισμούς, ενώ αρκετά από αυτά έχουν μελοποιηθεί.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.