You are currently viewing Στρατής Ρήγας: Σὲ ξένα χώματα

Στρατής Ρήγας: Σὲ ξένα χώματα

Ἦτὰν ἀληθῶς μιὰ ταραγμένη ἐποχή. Μόλις εἴχαμε φτάσει μετανάστες μετὰ τὸν ξεριζωμὸ σ’ ἕνα βόρειο λιμάνι. Οἱ ντόπιοι μᾶς φέρθηκαν σὰν σκουπίδια. Χειρότερα, σὰν ζῶα. Μέναμε σε μιὰ βρώμικη σκηνὴ ἐπὶ βδομάδες. Τρώγαμε ἀποφάγια καὶ μπαγιάτικο ψωμί. Ἡ κατάσταση σου χειροτέρεψε.

Ἡ ἀρρώστια εἶχε ἐπιστρέψει καὶ οἱ κακουχίες τὴν ἐπιτάχυναν. Ὅτὰν δὲν ἄντεχες ἄλλο, σὲ πῆρα μὲ τὸ ζόρι καὶ σὲ κουβάλησα στὸ δημόσιο νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροὶ σου ἔδωσαν λίγες ἡμέρες. Μᾶς εἶπαν καλλίτερα νὰ πᾶμε στὸ σπίτι. Τὸ μυαλὸ μου δὲν μποροῦσε νὰ ἐπεξεργασθεῖ αὐτὲς τὶς πληροφορίες. Τὴν παραίτηση. Ἐσὺ χαμογέλασες. Προσπάθησες νὰ πεῖς κάτι ἀστεῖο. Δὲν γέλασα. Σὲ κοιτοῦσα. Ἀπλὰ σὲ κοιτοῦσα. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ πονούσες. Σὲ γύρισα ἀπαλὰ στὸ πλάϊ καὶ κουλουριάστηκες σὰν ἔμβρυο προσπαθῶντας νὰ ἀνακουφίσεις τὸ ἀσταμάτητο κάψιμο τῆς κοιλίας σου. Σου χαιδέψα μὲ τρυφερότητα τὸν λαὶμὸ καὶ τὰ μαλλιὰ στὸν σβέρκο, σ’ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ὅπου ἡ λεία καμπύλη γίνεται χνουδωτὴ σὰν τοῦ μωροῦ μὲ μικροσκοπικὲς ἀτίθασες καὶ ἀνυπότακτες φύτρες, σὰν μικροσκοπικὲς βλεφαρῖδες, φύλακες τῆς ὑπέροχης θηλυκῆς ὀσμῆς ποὺ συντροφεύει τὴν γυναῖκα ὡς τὰ γηρατειά.

Τὸ ξημέρωμα ἔφυγες. Πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ σὲ θάψω σ’ ἐκεῖνον τὸν ὄμορφο λόφο. Μοῦ τὸ εἶχες ζητήσει. «Κανεὶς δὲ θὰ δώσει σημασία», εἶχες πεῖ. «Πὲς ὅτι ἔφυγα. Δὲ μᾶς ξέρουν.»

Δὲν ξέρω ἂν ἔχεις σκάψει ποτὲ μὲ τὰ χέρια στὸ χῶμα. Εἶναι πῖὸ δύσκολο ἀπ’ ὅσο φανταζόμουν. Μετὰ τὰ πρῶτα πέντε δέκα ἐκατοστὰ ἀφράτης γῆς ἀρχίζει καὶ γίνεται σκλὴρὸ τὸ χῶμα· πέτρα θὰρρείς. Δὲν γίνεται νὰ προχωρήσεις παραπάνω ἀν δὲ χρησιμοποιήσεις κάτι σὰν ἐργαλεῖο, ὥστε νὰ σπὰσῃς τὴ συνοχὴ τῆς χωμάτινης μάζας πὸὺ πεισματικὰ ἀρνεῖται κάθε διείσδυση. Λίγο νὲρὸ ἴσως νὰ διευκόλυνε τὰ πράγματα, ἀλλὰ ποῦ νὰ βρῇς νὲρὸ σ’ αὐτὸν τὸν ξερότοπο; Ἀφοῦ μάτωσα καὶ τὰ δέκα δάχτυλά μου καὶ προσγείωσα τὴν περηφάνειά μου παραδεχόμενος πὼς δὲν θὰ τὰ καταφέρω χὼρὶς ἐργαλεῖο, ἔψαξα τριγύρω. Πῆρα μὶὰ πέτρα, ποὺ βρῆκα, τὴν ἔσπασα, νὰ κὰνῃ αἰχμὴ καὶ βάλθηκα νὰ σκάβω, ἴδιος πρωτόγονος τροφοσυλλέκτης ποὺ ψάχνει καμιὰ ρίζα νὰ χορτὰσῃ τὴν πεῖνα του. Μόνο ποὺ ἐγὼ δὲν ἔψαχνα ρίζες. Ἀγωνιοῦσα νὰ φτάσω στὸ σὼστὸ βάθος, νὰ κάνω τὸ χρέος. Ξέρεις, ἐκεῖνη τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ χέρι καταπιάνεται μὲ μανία νὰ κὰνῃ τὴν ἐργασία σωστά, συμβαίνει τὸ ἐξῆς καταπληκτικὸ: δὲν σκέφτεσαι, ή καλλίτερα, δὲν σκέφτεσαι ἔντονα· δὲν πνίγεσαι στὸν βὺθὸ τῶν συναισθημάτων. Μόλις ἔφτασα ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε καὶ σταμάτησα, ὅλα ἦρθαν ξανὰ ἔντονα. Φράγμα ποταμοῦ ποὺ σπᾷ, ξεχύθηκαν νὰ πλημμυρίσουν τὰ πάντα, νὰ πνίξουν κάθε αὐτοσυγκράτηση, νὰ ἐξαγνίσουν τὸν κόπο μὲ βρὸχὴ δακρύων.

Ὅτὰν στέρεψα, σηκώθηκα μηχανικὰ καὶ πῆρα τὸ νὲκρὸ σῶμα σου στὴν ἀγκαλιά μου. Φίλησα τὸ ἀγαπημένο μάγουλο μιὰ τελευταῖα σπαρακτικὴ στγμὴ καὶ μὲ θὸλὴ ὄραση σὲ ἀπέθεσα. Σὲ σκέπασα μὲ φροντίδα καὶ εὐλάβεια, ραντίζοντας τὴν ἐπιφάνεια μὲ ἂἷμα ἀπὸ τὰ δάχτυλά μου. Στάθηκα όρθιός μετὰ, τὸ χέρι πῆγε στὴν καρδιὰ καὶ προσπάθησα νὰ πῶ κάτι· κάτι ποὺ δὲν ἔβγαινε μὲ τίποτα. Δὲν ἄρθρωσα λέξη. Ἔκαμα τὸ σταὺρὸ μου βιαστικὰ καὶ ψέλλισα: «Ἀγαπημένη μου, τὰ λέμε σύντομα…» Ξάπλωσα παραδίπλα στὸ χῶμα καὶ κοιμήθηκα ἕναν βαθύ, βασανιστικὸ ὕπνο, χὼρὶς ὄνειρα, χὼρὶς μηνύματα οὔτε σημασία. Ξυπνῶντας μέσα στὴ νύχτα, μὲ τὸ στόμα μου ξὲρὸ καὶ τὸ κεφάλι μου ἑτοιμο νὰ ἐκραγεῖ, σηκώθηκα καὶ περπάτησα μουδιασμένος ως τὸ σπίτι. Δὲν ξαναπῆγα πὸτὲ ἐκεῖ καλή μου μανούλα.

 

 

Στρατής Ρήγας

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.