Φυκιόεις, -εσσα, -εν: ένα ωραίο, εύηχο με τα πολλά φωνήεντά του επίθετο, το οποίο έπλασε η αρχαία ελληνική γλώσσα από το ουσιαστικό φῦκος- εος (τό), το όνομα του ταπεινού [ … ]
Φυκιόεις, -εσσα, -εν: ένα ωραίο, εύηχο με τα πολλά φωνήεντά του επίθετο, το οποίο έπλασε η αρχαία ελληνική γλώσσα από το ουσιαστικό φῦκος- εος (τό), το όνομα του ταπεινού [ … ]