Ελπίδες, τρελοί κορυδαλλοί
Κι αν κάποτε με ψεύτικο χαμόγελο
τα πρόσωπα της θλίψης ζωγραφίζουν
-μην τάχα κάποιοι τους ξεγελαστούν-,
κι αν πάνω τους απατηλά λακκάκια,
σε πετρωμένα, ρημαγμένα μάγουλα
με ξεραμένο το μπαγιάτικο κιννάβαρι
συχνά τα σημαδεύουν ή με μπογιές φτηνές,
τίποτε το καλό, ακόμη, δεν κερνάνε.
Κι αν πια κανέναν τους δεν πείθουν,
αφού η θλίψη πιο πανούργα μοιάζει
ρωγμές που βρίσκει απόκρυφές τους,
δηλώνοντας πάντα την παρουσία της,
κεφάλι, χέρια, πόδια της κουνώντας,
τα χίλια δυο σινιάλα κάνοντας,
αδίστακτα τη γλώσσα της τους βγάζει
κι αδιάκριτα τους περιπαίζει, όμως:
παρά τις συμβουλές πολλών πως όλα
μάταια είναι κι ίσως κι αυτοί καλά το ξέρουν,
οι ελπίδες να πετούν γύρω τους επιμένουν,
τρελοί κορυδαλλοί το κάθε χάραμα!
Την κάθε νέα αυγή την περιμένουν,
από κλαδί σ’ άλλο κλαδί να φτερουγίζουν.
Δροσιά και σκόρπιους σπόρους να τσιμπο-
λογούν· κι ας μην τους δίνουν ψίχουλο ως τώρα.
Κιόλας ο ήλιος, ναι, δυο μπόγια ύψος πήρε
κι απ’ των σπιτιών πάνω τα κεραμίδια βγήκε.
Η νέα μέρα πια τα βήματά της ρίχνει, προχωράει,
πάλι μ’ ελπίδες στο καλάθι φορτωμένη.
Ίσως και φρούδες, μα κρυφές ελπίδες πάντα,
κορυδαλλοί τρελοί, και φτερουγίζουν!
****
Τρία μικρά ποιήματα με τον τρόπο του GIUSEPPE UNGARETTI
ΘΑΛΠΩΡΗ
Έτσι σαν
την ανάμνηση
στο τζάκι
φωτιάς
ΑΠΟΣΥΝΑΓΩΓΟΙ
Έτσι σαν
του Δεκέμβρη τα φύλλα
ανάκατα σκόρπια
στο χώμα
ΦΛΟΓΕΣ
Έτσι, σαν
τη μικρή του Λιούις Κάρολ
πίσω απ’ τον καθρέφτη
Αλίκη
