«Σκοτάδι και φως· η κοινή πορεία των κεντρικών προσώπων του έργου Στη σοφίτα θα έχει πάντα φως του Στρατή Λημνιού»
Σύμφωνα με τον Γάλλο διανοούμενο και συγγραφέα του 20ου αιώνα Albert Camus, η ύπαρξη του παραλόγου χαρακτηρίζει κάθε πτυχή της ανθρώπινης πορείας. Για τον ίδιο, ο θάνατος –και μάλιστα αυτός ενός παιδιού ή ο αιφνίδιος, απροσδόκητος θάνατος– αντικατοπτρίζει το απόλυτο παράλογο. Είναι ο πανίσχυρος τιτάνας που διακόπτει απότομα τον κύκλο της ζωής, τη φυσική εξέλιξη του ατόμου. Η σύγχρονη δυτική κοινωνία στιγματίζεται –και αυτή– από το παράλογο, δεδομένου ότι ο άνθρωπος αναλώνεται σε ανούσιες κομφορμιστικές νόρμες και επιταγές.
Ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα μονότονων, συνεχώς επαναλαμβανόμενων-ταυτόσημων πράξεων και ρόλων του ατόμου, υπάρχει η δυνατότητα ανεύρεσης αληθινού νοήματος στη ζωή, σύμφωνα με τον Camus. Ο άνθρωπος οφείλει να αποδεχθεί το γεγονός του προδιαγεγραμμένου-περιορισμένου κύκλου της επίγειας διαδρομής και απορρίπτοντας την επιλογή της αυτοκτονίας, να αντιδράσει ενεργά. Μέσα από την αναγνώριση ύπαρξης του παραλόγου, χωρίς παραίτηση από τη ζωή, καλείται να επιλέξει τη λύση της εξέγερσης· παρεμβαίνοντας έτσι, καταλυτικά κατά της αδράνειας και της αρνητικής μοίρας, κινούμενος σύμφωνα με τις βασικές αρχές της φύσης: (ειλικρίνεια, ευαισθησία και αλληλεγγύη απέναντι στους άλλους). Όπως ο ακούραστος Σίσυφος[1], που μολονότι αντιλαμβάνεται το ανέφικτο του εγχειρήματός του (να ανεβάσει τον βράχο στην κορυφή του βουνού), ωστόσο προσπαθεί να φανεί δυνατός απέναντι στους θεούς και να επιτύχει τον στόχο του. Με τον τρόπο αυτό, κατακτά τελικά την ελευθερία του. Η ελπίδα συνιστά την πιο αποτελεσματική διέξοδο του ατόμου και την καταλληλότερη μέθοδο για την αποφυγή του παραλόγου.
Στο έργο του Στρατή Λημνιού με τίτλο Στη σοφίτα θα έχει πάντα φως[2], μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις των συγγενών θυμάτων της ανθρώπινης αναλγησίας, της εγκληματικής αμέλειας και ορισμένων αλυσιδωτών, τραγικών συμπτώσεων, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος επιχειρεί να αποτυπώσει με ακρίβεια τη δομή της ανθρώπινης ζωής· μέσα από τη σύζευξη παραλόγου και στιγμών ευτυχίας, σκότους και φωτός, θανάτου και ελπίδας. Με τον υπότιτλο, ο αναγνώστης γνωρίζει ήδη ότι –κατά κάποιον τρόπο– θα μετατραπεί σε αυτήκοο και αυτόπτη μάρτυρα αληθινών ιστοριών, που αφορούν στα θύματα της «τραγωδίας των Τεμπών» και της «τραγωδίας της ασφάλτου».
Στο έργο εμπεριέχονται 6 αληθινές ιστορίες τις οποίες αφηγούνται συγγενείς των θυμάτων και τις οποίες περιγράφει με τον δικό του τρόπο ο συγγραφέας, σε μια ατμόσφαιρα άκρως συγκινησιακή και εμπλουτισμένη με το ιδιαίτερο δημοσιογραφικό του στυλ. Κοινό κομβικό σημείο, συνεκτικός κρίκος αυτών των αφηγήσεων αποτελεί ο αιφνίδιος, απροσδόκητος θάνατος νέων ανθρώπων, οι οποίοι έχασαν πρόωρα τη ζωή τους λόγω τραγικών συγκυριών-μοιραίων παιχνιδιών της μοίρας και κυρίως, λόγω εγκληματικών ενεργειών άλλων προσώπων. Ανυποψίαστα θύματα στον βωμό των «Τεμπών», της ασφάλτου, θύματα ιατρικών λαθών ή ύπουλων ασθενειών συναντιούνται νοερά στις σελίδες του παρόντος βιβλίου, σε μια πλήρη ανατροπή των νεανικών τους ονείρων για το μέλλον· επιβεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά ότι στη ζωή τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο και ότι όλα είναι φθαρτά. Διαπίστωση που επιβεβαιώνει πλήρως όλες τις πτυχές της θεωρίας του παραλόγου του A. Camus, ο οποίος –κατά τραγική ειρωνεία– απέδειξε εμπράκτως με τον αιφνίδιο δικό του θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα.
Στο τελευταίο, 5ο βιβλίο του Στρατή Λημνιού εκτυλίσσονται οι ιστορίες της Κέλλυς και της Αθηνάς – θυμάτων της τραγωδίας των «Τεμπών», του Γιώργου και του Θανάση – θυμάτων της ασφάλτου, της Χριστίνας-Μαρίας – θύματος ιατρικής αμέλειας και του Γιώργου – θύματος μιας σπάνιας μορφής αρρώστιας. Όλοι τους νεαρά άτομα, γεμάτα αισιοδοξία, προσδοκίες για το μέλλον, ορμή και βεβαιότητα για την πραγματοποίηση των στόχων τους, αδύναμα –ωστόσο– να προβλέψουν το ύπουλο άγγιγμα της μοίρας. Ανήμπορα να αντιδράσουν στο δηλητηριώδες βέλος του θανάτου, που δεν πτοείται ούτε απέναντι στη νεανική ομορφιά, ούτε στην αθωότητα και καθαρότητα της ψυχής. Έχοντας βιώσει ανέμελες οικογενειακές και προσωπικές στιγμές, αλλά και δυσκολίες, εμφανίζονται ανυπόμονα να γευτούν κάθε πλευρά της επίγειας διαδρομής, να απελευθερωθούν μέσα από την υλοποίηση των σχεδίων τους: «Πάγωσαν όλα ξαφνικά και εσύ ήσουν μόλις δεκαεπτά χρόνων. Εκεί που όλα αρχίζουν, εκεί που η ζωή έχει ξυπνήσει όλες τις αισθήσεις σου, εκεί που αρχίζεις και πατάς γκάζι στη ζωή, εκεί που φαίνονται όλα ένα ωραίο παιχνίδι, εκεί που δε φοβάσαι τον θάνατο, εκεί που όλα νιώθεις ότι είναι δικά σου, εκεί που είναι η ζωή, εκεί ξαφνικά ο χρόνος σταματά. Σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου όλα έσβησαν. […] ‘’Γιώργο μου, βάλε κράνος αγάπη μου, μη λέμε τα ίδια, ναι ψυχή μου;»[3].
Οι αφηγήσεις των οικείων είναι συγκλονιστικές, καταδεικνύοντας το μέγεθος της συμφοράς και των αλυσιδωτών τραγικών συμπτώσεων, της μοίρας που –από την αρχή– είχε στοχοποιήσει τα ανυποψίαστα θύματά της. Συχνά, γίνεται μνεία στη διαίσθηση των συγγενών που προσπαθούν μάταια να ξορκίσουν το κακό· άλλοτε, σε αυτή των ίδιων των θυμάτων –που με έναν τρόπο ανεξήγητο– προβλέπουν σιωπηλά το τέλος τους: «Στο σπίτι είχε έρθει ένα δέμα με ρούχα που είχε παραγγείλει και μας είχε πει να μην το ανοίξει κανείς. Θα το άνοιγε η ίδια, μόλις γυρνούσε από το νοσοκομείο. Δεν το άνοιξε ποτέ. […] υπήρχε μια άσπρη μπλούζα με δύο τεράστια μωβ φτερά αγγέλου στην πλάτη. […] Βρήκα κάτι που είχε γράψει λίγες μέρες νωρίτερα, στο νοσοκομείο. ‘’Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ, κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι ότι είμαι σε ένα καταπράσινο τοπίο. Πιο πολύ από όλα, αυτό που μπορεί να με τσακίσει, είναι να στενοχωρήσω τους γονείς μου και τον αδελφό μου’’»[4]. Παράλληλα, τραγικές συμπτώσεις, ανήθικα παιχνίδια της μοίρας, εγκληματικές ενέργειες άλλων ατόμων οδηγούν στο τραγικό τέλος: «28 Φεβρουαρίου 2023. Το βράδυ που με στοιχειώνει και θα με στοιχειώνει όσο ζω. Η Κέλλυ είχε πάει για τρεις μέρες στην Αθήνα, στον Νικήτα το αγόρι της, ήταν πυροσβέστης εκεί. Θα επέστρεφαν μαζί. […] Ειρωνεία μεγάλη; Θα ταξίδευαν με το δρομολόγιο του τρένου στις πέντε. Ήθελαν όμως και άλλο. Νιάτα. Τελικά μπήκαν στο βραδινό δρομολόγιο»[5].
Στο βιβλίο Στη σοφίτα θα έχει πάντα φως ο συγγραφέας επιδιώκει να αποδώσει φόρο τιμής στα κεντρικά πρόσωπα των ιστοριών· κατά βάση στα τραγικά θύματα, αλλά και στους οικείους τους που αντιστάθηκαν σε αυτή την ολοσχερή ανατροπή της μοίρας και υιοθέτησαν μια στωική στάση για την αντιμετώπιση του οικογενειακού δράματος: «Είναι άνθρωποι που συνάντησα δημοσιογραφικά, στην τηλεόραση και θέλησα να τους συναντήσω ξανά μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Άνθρωποι που δεν μας ένωνε αρχικά τίποτα, όμως μετά μας ένωσε η ίδια η ζωή. Άνθρωποι που βίωσαν τον πιο φρικτό εφιάλτη. Την απώλεια και μάλιστα τη βίαιη απώλεια των δικών τους ανθρώπων»[6]. Είναι οι οικείοι των προσφιλών νεκρών, οι οποίοι αντιστέκονται σθεναρά απέναντι στον θάνατο, προτάσσοντας τη βούληση για ζωή· παραμένοντας συνεπείς στις υποσχέσεις τους απέναντι στα αδικοχαμένα θύματα, αλλά και στα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας που οφείλουν να προστατεύσουν. Η πράξη της αυτοκτονίας δεν συνιστά μια συνετή λύση γι’ αυτούς. Στην πραγματικότητα, είναι μια φυγή από την αντιμετώπιση του προβλήματος και ως εκ τούτου, απορρίπτεται. Η καλύτερη επιλογή είναι η διατήρηση της ελπίδας, ο αγώνας για επιβίωση, η διατήρηση της μνήμης των όμορφων, αλλά και δύσκολων στιγμών που μοιράστηκαν με τους αγαπημένους τους· αυτή η κινητήρια δύναμη που συμβάλλει στην επιβίωσή τους, αλλά και στη διαρκή, νοερή παρουσία των προσφιλών νεκρών. Αυτό το μέσον διαφυγής, αυτό το «φως» που ξεπροβάλλει προκλητικά, επιβλητικά από το παράθυρο της σκοτεινής σοφίτας και προσπαθεί να φωτίσει την παγερή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Για τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Στρατή Λημνιό, η σοφίτα είναι ένας χώρος ιερός, ένα μέρος απομόνωσης, ενδοσκόπησης, προβληματισμού, συνομιλίας με τον εαυτό και τον αδικοχαμένο νεκρό, ένα καταφύγιο ελπίδας.
Στην εικόνα του εξωφύλλου, σε πρώτο πλάνο, απεικονίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας-παρατηρητής του ανθρώπινου δράματος, σιωπηλός, σε μια σκοτεινή σοφίτα, που στο βάθος της προβάλλει ένα φωτεινό παράθυρο· είναι η ελπίδα που αναδύεται ανέλπιστα μέσα από το σκοτάδι, την καταιγίδα, την πλήρη καταστροφή.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι συμβολικός, παραπέμποντας στην ελπίδα που διατηρούν οι συγγενείς των θυμάτων, αναπολώντας τις όμορφες στιγμές με τους αγαπημένους τους νεκρούς· διαφυλάσσοντας ευλαβικά στο χρονοντούλαπο της μνήμης αγωνίες, λύπες, εκπλήξεις, αλλά και χαρούμενα instantanés. Η οδύνη, η μελαγχολία, η ψυχική κατάρρευση παραχωρούν τη θέση τους στη μνήμη και στην αίσθηση ολοκλήρωσης ενός κύκλου, έστω και πολύ σύντομου, με τα αγαπημένα πρόσωπα. Έστω και εάν η απρόβλεπτη μοίρα ανέκοψε αιφνίδια και με παράλογο τρόπο τη ροή των πραγμάτων. Το «φως», στο βάθος της «σοφίτας», θα διατηρεί για πάντα ζωντανή τη μνήμη των τραγικών προσώπων και θα λειτουργεί ως αρωγός στη συνέχιση της ζωής των οικείων τους.
Οι τίτλοι των επιμέρους κεφαλαίων-ιστοριών του βιβλίου είναι σχεδόν ταυτόσημοι, διαφοροποιούμενοι μόνον ως προς το όνομα του θύματος και την αιτία αιφνίδιας απώλειας της ζωής του.
Ο Χρόνος, αυτός ο αόρατος συνοδοιπόρος και καθοδηγητής του ανθρώπου, εμφανίζεται άλλοτε φιλικός απέναντί του κι άλλοτε, απολύτως εχθρικός, ύπουλος, καταχθόνιος. Παρευρίσκεται ανελλιπώς σε κάθε στάδιο της πορείας του (στη γέννηση, ωρίμανση, φθορά, θάνατο), προκαλώντας σημαντικές εμφανείς-εξωτερικές αλλοιώσεις, αλλά και εσωτερικές σε αυτόν. Κατά την ελληνική μυθολογία, ο «Χρόνος» ή «Κρόνος» ήταν μια ασώματη αρχέγονη θεότητα, που είχε τη μορφή αποκρουστικού τέρατος με σώμα τρικέφαλου φιδιού, ταύρου ή λιονταριού. Το θέμα του χρόνου απασχόλησε πάντοτε τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες, οι οποίοι τον εμφάνιζαν συχνά ως μια υπερδύναμη ικανή να αλλοιώσει στο πέρασμά της έμψυχα όντα και άψυχα αντικείμενα (βλ. π.χ. την ελαιογραφία του Ισπανού ζωγράφου Salvador Dali, με τίτλο Η εμμονή της Μνήμης).
Η Μνήμη συνδέεται στενά με τον χρόνο, αποτελώντας τον ισχυρότερο εχθρό της λήθης. Η επίκλησή της συντελείται μέσω των ανθρώπινων αισθήσεων, με τη συμβολή αντικειμένων, ήχων, μυρωδιών, σκέψεων, εικόνων, ονείρων. Είναι μια εσωτερική, πνευματική διεργασία του ατόμου υπέρ της διατήρησης της μορφής-παρουσίας του χαμένου προσώπου. Οι οικείοι των θυμάτων του αφηγηματικού έργου του Στρατή Λημνιού διατηρούν ζωντανή την παρουσία τους στη μνήμη, αναπολώντας στιγμές του παρελθόντος που βίωσαν μαζί τους, αγγίζοντας με λατρεία τα προσωπικά αντικείμενα των νεκρών, ακούγοντας ήχους, βλέποντας εικόνες, όνειρα, μυρίζοντας αρώματα που χρησιμοποιούσαν αυτοί, έχοντας ακόμη την αίσθηση επαφής μαζί τους. Αρνούμενοι τελικά να αποδεχθούν το παράλογο του θανάτου και την απουσία των αγαπημένων τους: «Δεν έχω δει ακόμα, χρόνια μετά, κανένα πιστοποιητικό θανάτου και ούτε θα το δω και ποτέ. Αρνούμαι»[7]. Με συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν και επαναφορά στο οδυνηρό αφηγηματικό παρόν (που στιγματίστηκε για πάντα από την τραγωδία και καθήλωσε τον χρόνο σε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή), οι οικείοι αναφέρονται με ιδιαίτερη συγκίνηση στο ευτυχές γεγονός της γέννησης των παιδιών τους (μητέρες), στη στιγμή της γνωριμίας και σύνδεσης μαζί τους (σύζυγος), στις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής τους, στους δεσμούς αγάπης και αφοσίωσης που είχαν ως οικογένεια και ως ζευγάρι, στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν τόσο οι ίδιοι, όσο και τα αγαπημένα νεκρά πρόσωπα· τέλος, στην εφιαλτική πραγματικότητα του απροσδόκητου θανάτου τους, που τίποτε δεν τον προανήγγειλε. Η συναισθηματική φόρτιση δεν τους επιτρέπει να ολοκληρώσουν τις συνθήκες θανάτου των δικών τους αγγέλων και –ως ψυχολογική άμυνα– διακόπτουν συχνά τη ροή της αφήγησης και ανατρέχουν εκ νέου σε ευχάριστες στιγμές του παρελθόντος.
Για τους συγγενείς των νεαρών θυμάτων, η οδύνη της ξαφνικής απώλειας αμβλύνεται μέσα από μηχανισμούς άρνησης της λήθης, υιοθέτησης μιας στωικής σιωπής, αποδοχής του θανάτου (του απόλυτου παραλόγου και μεγαλύτερου αινίγματος της ανθρώπινης φύσης) και της φυσικής απουσίας των αγαπημένων τους, αγώνα για επιβίωση προς στήριξη των υπολοίπων μελών της οικογένειας, ελπίδας για νοερή – ονειρική επανασύνδεση ή και μεταφυσική, σε μια μεταθανάτια πορεία (χάρη στη βαθειά θρησκευτική πίστη). Στη ζωή των οικείων και των τραγικών θυμάτων του έργου, το σκοτάδι αναμειγνύεται αναπόφευκτα με «φως», που αναδύεται θριαμβευτικά, προκλητικά από το παράθυρο της μαγικής, σκοτεινής «σοφίτας» και διεκδικεί δικαιωματικά τη θέση του.
[1] Βλ. έργο του Albert Camus με τίτλο Le mythe de Sisyphe, éd. “Folio”, Paris 1985.
[2] Βλ. έργο του Στρατή Λημνιού με τίτλο Στη σοφίτα θα έχει πάντα φως. Από την τραγωδία των Τεμπών μέχρι την τραγωδία της ασφάλτου, (επιμ. Στρ. Λημνιός), εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2025.
[3] Ό.π., βλ. «Η ιστορία του Γιώργου που έχασε τη ζωή του σε τροχαίο», σ.40.
[4] Ό.π., βλ. «Η ιστορία της Χριστίνας-Μαρίας που έχασε τη ζωή της από ιατρική αμέλεια», σ.72.
[5] Ό.π., βλ. «Η ιστορία της Κέλλυς που έχασε τη ζωή της στην τραγωδία των Τεμπών», σ.17.
[6] Ό.π., βλ. Προλόγισμα του ίδιου του συγγραφέα, σ. 9.
[7] Ό.π., βλ. «Η ιστορία του Γιώργου που έχασε τη ζωή του σε τροχαίο», σ.54.
