Το προηγούμενο βιβλίο της Κουτρουμπάκη «Το Τρίτο Πόδι» ήταν ένας ύμνος στη Γυναίκα και την Αριστερά. Στο καινούριο της βουτάει στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ελληνικής επαρχίας, σέρνεται στα κράσπεδα του περιθωρίου, αποτυπώνει την ενδημική βία, τους μοναχικούς λούζερς. Αλλεπάλληλες διαψεύσεις, το ανθρωπογενές περιβάλλον που βουλιάζει παρασύροντας τους ανθρώπους κάτω από λάσπες υποκρισίας κι απέραντης δυστυχίας. To βιβλίο είναι ο διαρκής πνιγμός, η βύθιση στην αναπότρεπτη μοίρα με ζοφερό πολλές φορές ακραίο νατουραλισμό με χαρακτήρες, τόπους πρώτες ύλες βγαλμένα από τα αποθετήρια της τραγωδίας, της ανθρώπινης κωμωδίας, του φίλμ νουάρ. Στη σκηνή του βιβλίου και στην οθόνη που στήνει η συγγραφέας παρελαύνουν οι διάφοροι χαρακτήρες προκαλώντας άλλοτε χείμαρρο δακρύων, άλλοτε ποταμούς γέλιου στους αναγνώστες.
Μαστόρισσα του λόγου η Κουτρουμπάκη, χρησιμοποιώντας με μαεστρία την ποντιακή διάλεκτο ξεκινά με μια μεγάλη αντίθεση στους χαρακτήρες. Από την μια ο Δομήνικος ο αγωνιστής, ο μπλεγμένος με τα πολιτικά, ο ιδεολόγος που έπεσε στον Εμφύλιο για να ριζώσει η ισότητα κι η δικαιοσύνη σε τούτον τον έρμο τον τόπο, ο Αριστερός που σφράγισε με τον θάνατο του, την πίστη του για διαρκή πάλη κι αγώνα. Κι από την άλλη ο βασικός ήρωας, ο έτερος Δομήνικος, χαρακτηριστικό κάθαρμα, άνθρωπος τομάρι με ένα υπερτροφικό εγώ, σαν αποτέλεσμα της λανθασμένης ανατροφής που πήρε από την γιαγιά του την Κερεκή. Συνεχώς περιμένει να πιάσει την καλή, τρομάζει βλέποντας τους άντρες του χωριού,να σηκώνονται αχάραγα να πάνε στα καπνά, ονειρεύεται συνεχώς τις γκόμενες και πιστεύει πως με τον τζόγο θα πιάσει την καλή. Στην Αμερική που ξενιτεύεται η κακή του μοίρα τον κυνηγάει ανελέητα ή για να είμαστε πιο ακριβείς τα κάνει πάλι μαντάρα κι αναγκάζεται να γυρίσει κακήν κακώς πιο φτωχός και πιο κακομοίρης από πριν. Το πάθος του με τα τυχερά παιχνίδια εκτοξεύει την αδρεναλίνη του στα ύψη και τον οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή. Μας θυμίζει τον Παίκτη του Ντοστογιέφσκι, όπου ο ήρωας του βρίσκει την ένταση ,την τελεσίδικη απόφαση, την χασούρα ή το κέρδος συμπυκνωμένα στα δευτερόλεπτα εκείνα που η τράπουλα γυρίζει, η αστραπή του πόνου ή της απόλαυσης, όπως την λαχταράει η ιδιοσυγκρασία του. Κι εκεί που πάμε να αντιπαθήσουμε και να σιχαθούμε τον Ντέμη έρχεται ο έρωτας με την μορφή της Βέρας της Βουλγάρας για να νιώσουμε μια ελάχιστη συμπόνια για το «σαίνι» τον Ντέμη που πιάνεται στα δίχτυα της ανήθικης Βέρας που του πουλάει φούμαρα, τον μπλέκει στα δίχτυα της, τον στραγγίζει απ΄όλες τις οικονομίες του και τον παρατάει σύξυλο να τρέχει πίσω από τις αναμνήσεις του κλαίγοντας κι οδυρόμενος για την απώλεια του έρωτά του. «Προσεχώς Βουλγάρες» τραγουδούσε ο Τζίμης Πανούσης την δεκαετία του 90, μετά την πτώση των σοβιετικών καθεστώτων και την επέλαση των νεαρών κοριτσιών τους στα ελληνικά χαμαιτυπεία και τα φτηνιάρικα ξενοδοχεία. Και στην ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα «Βαλκανιζατέρ» διαγράφεται η καπατσοσύνη και η πονηριά δυο νεαρών ανδρών που προσδοκάνε κέρδη από την άθλια θέση που βρέθηκαν οι λαοί των Βαλκανίων μετά την κατάρρευση του σοβιετικού σοσιαλισμού Γύρω και παράλληλα με τον Ντέμη κινούνται δεκάδες πρόσωπα και δημιουργούνται δεκάδες καταστάσεις. Ο Νίικον, ο συμπαίκτης του, τα καθάρματα οι φίλοι του στη διαμονή του στην Αμερική, ο Ντίνος, οι καλόγεροι στο Αγιο Ορος ,ο Λεφτέρ. Και φυσικά οι Πόντιες γυναίκες. Η συγγραφέας φυλάγει μια άκρως τιμητική θέση στις ηρωίδες από τον Πόντο. Η Κερεκή, η γιαγια του Ντέμη, αυτή που τον μεγάλωσε, τον κακόμαθε, τον κανάκεψε και ό,τι και να της έκανε είχε έτοιμη τη συγχώρεση στα χείλη της Η Μυροφόρα, η γυναίκα του, που σιχαίνεται τον άντρα της γιατί ποτέ του δεν κατάφερε να της χαρίσει μια στάλα ευτυχίας, οι γυναίκες του χωριού που μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της επαρχίας προσπαθούν να βοηθήσουν την οικογένεια τους ,να παλέψουν καλλιεργώντας τη γη και να κρατήσουν τους άντρες τους σώους κι αβλαβείς από τις ιέρειες του φτηνού έρωτα που κατακλύζουν το χωριό κι απειλούν να ξεριζώσουν συθέμελα όλες τις αξίες και τα νάματα που μ΄ αυτά είναι μεγαλωμένες. Το μέρος του βιβλίου που είναι αφιερωμένο στην παραμονή του Δομήνικου στο Άγιο Όρος είναι από τα πιο συγκλονιστικά τόσο στην περιγραφή, όσο και στο συμβολισμό. Μια ευκαιρία στο Δομήνικο να γνωρίσει την καλοσύνη, την προσφορά, την αλληλεγγύη,τη φιλανθρωπία, την έντιμη δουλειά,τον μόχθο. Αυτός όμως δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Χαρτιά να πιάνει στα χέρια του, να νιώθει την ηδονή του κέρδους και τη συντριβή από την χασούρα, να ανεβάζει την αδρεναλίνη του στα ύψη ,να ποδοπατά ανθρώπους, να ταυτίζεται με το εύκολο κέρδος… Θα μπορούσες να μιλάς με τις ώρες για αυτό το εξαιρετικό βιβλίο . Θερμές ευχαριστίες για την ηδονή του διαβάσματος και ειλικρινείς ευχές για μια καλοτάξιδη πορεία…
Βάλια Ζαπώνη
