You are currently viewing Βάλτερ Πούχνερ: Η πραγματικότητα των αισθήσεων

Βάλτερ Πούχνερ: Η πραγματικότητα των αισθήσεων

Όλοι οι οργανισμοί αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσω των αισθήσεων με τις οποίες είναι εξοπλισμένο το σώμα τους. Με αυτές προσανατολίζονται, με αυτές οργανώνουν και βιώνουν την ύπαρξη τους, με αυτές επιβιώνουν. Είναι αξιοπρόσεκτη η ποικιλία στις ικανότητες αντίληψης των βασικών αισθήσεων, και σ’ αυτό το σημείο το είδος των έλλογων όρθιων φιγουράρει μάλλον στην κατηγορία των περιορισμένων επιδόσεων: το γεράκι βλέπει πιο καλά και πιο μακριά από τους ανθρώπους, ο σκύλος μυρίζει κι ακούει πιο καλά, κτλ. Άπειρα τα παραδείγματα. Οι human beings επιβίωναν εξαιτίας του εγκεφάλου τους και επιβάλλονταν λόγω των εργαλείων που εφηύραν. Αλλά ακόμα τα βασικά ένστικτα και αισθήματα είναι άμεσα συνδεδεμένα με τις αισθήσεις. Το λέει άλλωστε και η ίδια η γλώσσα.

 

Στον πυρήνα της φιλοσοφικής σκέψης της γηραιάς ηπείρου βρίσκεται, από τους προσωκρατικούς ώς τον Heidegger και τον Αξελό, ο θάνατος ως το τέλος της ζωής, και κατά τη διάρκεια της ζωής, το τι είναι το πραγματικό και το τι είναι το αληθινό. Με τη δυνατότητα του αυτοστοχασμού και της αυτοπαρατήρησης το ζήτημα της αντίληψης του κόσμου έγινε πιο περίπλοκο, γιατί τώρα δεν είναι πια ζήτημα του εξοπλισμού των οργανισμών με αισθήσεις και αισθητήρια, αλλά με τη συνειδητή σκέψη και μέσα στον καθρέφτη του αναστοχασμού έγινε ένα γνωσιολογικό ζήτημα. Στο μεγάλο ρεπερτόριο οργάνων αντίληψης του περιβάλλοντος που διαθέτει η φύση, σε χλωρίδα και πανίδα, προστέθηκε ο νους και η συνείδηση, που είναι σε θέση να αποστασιοποιηθούν από το σώμα και τις αισθήσεις του. Κι έτσι η βάση του συναισθηματικού βίου πολλαπλασιάζεται, στο βαθμό που τώρα υπάρχουν διάφορες πραγματικότητες με διαφορετικό βαθμό και διαφορετική ποιότητα του “πραγματικού”. Λέω συναισθηματικού βίου γιατί και οι στοχασμοί, ακόμα και η καθαρά αφηρημένη σκέψη, συνοδεύονται σχεδόν πάντα από αισθήματα.

Ήδη με την καλλιέργεια της αισθητικής (αρχικά πάντα με λατρευτικό χαρακτήρα ή ως ελεύθερο παιχνίδι) η ετυμολογική τριάδα αίσθηση – αίσθημα – αισθητική αναπτύσσει τον εννοιολογικό δυναμισμό της. Η τέχνη είναι μια άλλη πραγματικότητα, επινοημένη (fictum αντί factum), έργο της φαντασίας και του ταλέντου, έργο της έμπνευσης και του σχεδιασμού, της παρατήρησης και της εκτέλεσης, μια παράλληλη πραγματικότητα, στην οποία συμμετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος, νόηση, ψυχή και σώμα. Στη φυσιολογική πρόσληψη του πραγματικού προστίθεται μια δημιουργική διάσταση, που φιλοτεχνεί μια νέα πραγματικότητα, ανύπαρκτη κι όμως υπαρκτή, πέρα από το πληροφοριακό παιχνίδι απεικόνισης του επιστητού μέσω της διέγερσης των αισθήσεων, αν και, και αυτή δημιουργείται με τη βοήθεια των αισθήσεων. Στη μελέτη ενός πίνακα ή στο άκουσμα μιας απαγγελίας ποίησης οι αισθήσεις διεγείρονται με τον ίδιο τρόπο, όπως και στην πραγματικότητα. Ίσως και πιο έντονα.

 

Αλλά πριν καταπιαστούμε με τις τεχνητές (της τέχνης και της τεχνολογίας) πραγματικότητες πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στις «μαύρες τρύπες» της φυσιολογικής αντίληψης του κόσμου διά των δοσμένων από τη φύση αισθήσεων. Μόλις μεταφέρουμε το ζήτημα από το ατομικό σε ένα συλλογικό επίπεδο και κάνουμε μια σύγκριση διαφόρων εποχών του πολιτισμού, θα συνειδητοποιήσουμε πως οι συλλογικές αντιλήψεις του πραγματικού είναι κοινωνικά κωδικοποιημένα «κατασκευάσματα», που ορίζονται από θρησκείες, πολιτικά συστήματα, ιδεολογίες, θεσμούς, ήθη κι έθιμα, νόρμες, αξίες, συμπεριφορές κτλ. (δηλ. οι εντυπώσεις των αισθήσεων υφίστανται μια νοητική επεξεργασία)[1]. Αυτό γίνεται φανερό όταν συγκρίνουμε την κοσμοαντίληψη του παιδιού με αυτή των ενηλίκων· η όλη παιδαγωγική διαδικασία, η ένταξη στην κοινωνία (socialisation), η μύηση στον κόσμο των μεγάλων, μπορεί να εκληφθούν και ως μια διαδικασία τιθάσευσης της έμφυτης φαντασίας των ρευστών κοσμοαντιλήψεων, και μια νοητική ευθυγράμμιση προς τις ισχύουσες αντιλήψεις περί πραγματικότητας μιας κοινωνίας σε μιαν ορισμένη εποχή.

 

Μολοντούτο αυτή η ενιαία ισχύουσα πραγματικότητα (του καθημερινού και εορταστικού βίου των μεγάλων), όχι μόνο δεν είναι ενιαία πια στα μεταμεσαιωνικά χρόνια αλλά μπορεί να είναι αντικείμενο συγκρουόμενων απόψεων, ιδεολογικών διαμαχών, ακόμα και πολέμων, αλλά είναι και διαβρωμένη από «νησίδες» άλλων πραγματικοτήτων, που δεν συνάδουν με τις ομογενοποιημένες απόψεις της πλειονότητας μιας κοινωνίας. Τέτοιες «νησίδες» είναι το όνειρο, οι φαντασιώσεις, οι  ονειροπολήσεις, ο διαλογισμός, ο «ένθεη» κατάσταση της έμπνευσης και του στοχασμού, το παιχνίδι (Huizinga), η κατάνυξη, το δέος, αλλά και τα ναρκωτικά. Eκεί δημιουργούνται, εν δυνάμει μακριά από τις προδιαγραφές των επικρατούντων αντιλήψεων περί πραγματικότητας, ελεύθερες και ρευστές πραγματικότητες, οι οποίες βιώνονται προσωπικά και ξεχνιούνται εύκολα μέσα στην τύρβη της  καθημερινότητας. Ειδικά για το πολυμελετημένο όνειρο, έχει αποφανθεί νεώτερη έρευνα, πως πρόκειται για ολοκληρωμένες ξεχωριστές πραγματικότητες, παράλληλες προς την κοινωνικά κατοχυρωμένη. Μια ιδιαίτερη περίπτωση είναι το θέατρο, όπου μέσα σε κοινωνικά αποδεκτά πλαίσια δημιουργείται ομαδικά μια απόδραση από την υπαρκτή πραγματικότητα και οργανώνεται μια παράλληλη άλλη· ουσιαστικά μια δημόσια απάτη (fake), εφόσον απαιτεί από τους θεατές, για δύο ώρες να εκλάβουν αυτή τη σκηνική πραγματικότητα ως πραγματική[2].

 

Ήδη με την παραδοσιακή έννοια της τέχνης ανοίγει μια τελείως νέα δυνατότητα ύπαρξης μιας οργανωμένης πραγματικότητας, που γίνεται κοινωνικά αποδεκτή ως ένα επιτρεπτό πείραμα με διαφορετικές εκδοχές του πραγματικού, εφόσον και το artefact  είναι μια reality.

Παρεμπιπτόντως να λεχθεί στο σημείο αυτό, πως κάθε νοητική δραστηριότητα είναι και μια “πραγματικότητα” σε ατομικό επίπεδο: κάθε σκέψη, κάθε επιθυμία, ο νόστος, τα ίδια τα αισθήματα, κάθε φαντασίωση, κάθε ανάμνηση, κάθε αγωνία, ο φόβος, η λαχτάρα κτλ. Το κάθε τι είναι “πραγματικό” και επικοινωνήσιμο, και συχνά και πιο έντονα και επιδραστικά από τη “μεγάλη” συλλογική πραγματικότητα. Ατομικά βέβαια είναι η σωματική πραγματικότητα, του πόνου, της ευεξίας, του οίστρου κτλ.

 

Αυτό το αξεδιάλυτο πλέγμα πραγματικοτήτων, με την τεχνολογία έχει πάρει ακόμα και μιαν άλλη διάσταση: ήδη με τα τεχνητά επαναλαμβανόμενα έργα τέχνης (Walter Benjamin, Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνητής του αναπαραγωγιμότητας, 1935) κατά το πρότυπο της βιομηχανίας, αλλά κυρίως με την ψηφιακή εικονικότητα και τα εικαστικά και κειμενικά έργα της ΤΝ. Η τεχνητή μίμηση της πραγματικότητας ως ιδέα δεν είναι τελείως άγνωστη και στον αρχαίο κόσμο: η Ελένη του Ευριπίδη, εκείνη η μοιραία γυναίκα που προκάλεσε τον Τρωικό Πόλεμο, είναι ένα φάντασμα, ένα είδωλο, μια οφθαλμαπάτη, που απλώς εκλαμβάνεται ως πραγματική (το «πουκάμισο της Ελένης» κατά Σεφέρη). Με τις απομιμητικές ικανότητες της σύγχρονης τεχνολογίας η σύγχυση γύρω από το θέμα, τι είναι το πραγματικά πραγματικό, έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Οι αισθήσεις συστηματικά ξεγελιούνται και οι απομιμήσεις του αυθεντικού αρχίζουν να κυριαρχούν στον κόσμο. Η ψηφιακή εικονικότητα είναι μια fake πραγματικότητα, μια κοινωνική απάτη που μας απομακρύνει ακόμα περισσότερο από την αυθεντικότητα της φύσης και του εαυτού μας. Και φύση είναι το σώμα μας και ο εγκέφαλός μας. Ώσπου να μάθουν οι αισθήσεις να ξεχωρίζουν τις απομιμήσεις αυτές από το φυσιολογικό, όλη η γνωσιολογία του ανθρώπου ζει σε μια  εν δυνάμει πλάνη, ικανοποιείται με το δήθεν και το ersatz, με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν πλέον οι γνωσιολογικές του ικανότητες.

 

Η ψηφιακή εικονικότητα και η τεχνητή νοημοσύνη είναι φαινόμενα, τα οποία τοποθετούνται, από την άποψη της οντολογικής υπόστασης, κάπου ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, ανάλογα με την οπτική γωνία με την οποία βλέπουμε τη φύση και ξεχωριστά τα έργα του ανθρώπου. Ο προβληματισμός αφορά ουσιαστικά και τα έργα τέχνης, ως μη «φυσιολογικά» προϊόντα της ανθρώπινης δράσης. Η αντίφαση διαδραματίζεται στο εσωτερικό του σύγχρονου ανθρώπου: ως φυσιολογικός οργανισμός τοποθετεί τον εαυτό του ολοένα περισσότερο σ’ έναν κόσμο, που είναι ξένος για τη σωματική του μνήμη, έναν κόσμο όλο πιο αφηρημένο, τον οποίο δεν μπορούν να προσλαμβάνουν και να αποκρυπτογραφούν οι αισθήσεις, οι οποίες ξέρουν να αντιδρούν κατ’ αρχήν μόνο σε φυσικά φαινόμενα. Και αυτή  η γνώση κι εμπειρία είναι εγγεγραμμένη στο DNA μας, στα σώματά μας και στο υποσυνείδητό μας. Σε αυτή την κατάσταση παραπέμπει και η φροϋδική «ανοικειότητα» του πολιτισμού. Με τις αλλεπάλληλες τεχνολογικές επαναστάσεις αυτός ο «πολιτισμός» απομακρύνεται συνεχώς και σταθερά από το συγκεκριμένο, το γνήσιο, το επαληθεύσιμο από τη σωματική μνήμη, και αυτή η αφηρηματοποίηση / αφαιρικότητα (abstractness) μεγάλων τμημάτων της ζωής δημιουργεί εκέινη την χαρακτηριστική βαθύτερη εσωτερική ανικανοποίηση και «δυστυχία» του δυτικού πολιτισμού καθώς και την ψυχική μοναξιά μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού παρά τα τόσα social media. Αυτό το ψυχοσωματικό «βάρος» φεύγει, μόλις κάνουμε έναν περίπατο στο δάσος ή κοιτάξουμε τη θάλασσα χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτε.

Το θέμα της ευτυχίας, της ψυχικής ευεξίας και της εσωτερικής ισορροπίας, καθώς και της νοητικής και συναισθηματικής ικανοποίησης στο σημερινό κόσμο σχετίζεται με το βίωμα της φύσης, είτε πρόκειται για λουλούδια στο περβάζι και στον μικρό κήπο στο μπαλκόνι, είτε εστιάζει στα αγαπημένα κατοικίδια τετράποδα, σχετίζεται με τις εκδρομές και τις εξοχές. Σχετίζεται με το συγκεκριμένο και το αυθεντικό, το φυσικό και το πραγματικό. Η αφαιρετικότητα μεγάλων τμημάτων του τεχνολογικού μας πολιτισμού μάς στερεί αυτή την ψυχική και συναισθηματική αρμονία και τη χαρά να ζούμε σε ένα περιβάλλον, το οποίο το γνωρίζει το σώμα μας από την εξέλιξη. Και αυτή η αρμονία και η χαρά των αισθήσεων, η συμφιλίωση και η ισορρόπηση των διαφόρων σταδίων της εξέλιξης που συνυπάρχουν στον σημερινό άνθρωπο, έχουν άμεσα ψυχικές και έμμεσα πνευματικές συνέπειες· και η απουσία τους έχει αρνητικές επιπτώσεις. Πρέπει συνειδητά να φροντίσουμε το παιδί μέσα μας. Η ανθρώπινη δράση και δραστηριότητα τείνει στο να γίνεται ολοένα πιο «απάνθρωπη».

 

 

 

Βάλτερ Πούχνερ

 

 

 

[1] P. L. Berger/Th. Luckmann, The Social Construction of Reality: A Treatise in the Sociology of Knowledge, Νew Υοrk 1966.
[2] Για τις σχετικές θεωρίες του θεάτρου βλ. Β. Πούχνερ, Μία Εισαγωγή στην Επιστήμη του θεάτρου, Αθήνα 2011, 161-200, και του ίδιου, Η Επιστήμη του Θεάτρου στον 21ο αιώνα, Αθήνα 2014, 30-40 και 77-82.

Βάλτερ Πούχνερ

Ο Βάλτερ Πούχνερ γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στην Ελλάδα. Είναι επίτιµος και οµότιµος καθηγητής Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ (ιδρυτής του Τµήµατος Θεατρικών Σπουδών µαζί µε τον Σ. Α. Ευαγγελάτο) και παρασηµοφορηµένο µέλος της Ακαδηµίας Επιστηµών της Αυστρίας. Επίσης, έχει διδάξει πολλά χρόνια στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αµερικανικά Πανεπιστήµια.

Έγραψε πάνω από 120 βιβλία στα ελληνικά, αγγλικά και γερµανικά και δηµοσίευσε περί τα 500 µελετήµατα και περισσότερες από 1.000 βιβλιοκρισίες, για θέµατα της ιστορίας του ελληνικού και του βαλκανικού θεάτρου, καθώς και περί ελληνικής και συγκριτικής λαογραφίας και νεοελληνικών σπουδών και περί της θεωρίας του θεάτρου και του δράµατος. Από πολύ νέος γράφει ποίηση (κυρίως στα ελληνικά) αλλά µόνο πρόσφατα άρχισε να δηµοσιοποιεί τα έργα του.

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές. (Ολοκάρπωση, Τελευταίες ειδήσεις, Αστροδρόμια, Η ηλικία της πλάνης, Ο κηπουρός της ερήμου, Οι θησαυροί της σκόνης, Κοντσέρτο για στιγμές και διάρκεια, Δώδεκα πεύκα κι ένας ευκάλυπτος, Μηνολόγιο του άγνωστου αιώνα, Πεντάδες, Το αναπάντεχο, Συνομιλίες στη χλόη, Το χώμα των λέξεων, Τα σημάδια του περάσματος, Τα δώρα, Ο κάλυκας του κρόκου, Υπνογραφίες, Αλάτι στον άνεμο, Η επιφάνεια του μυστηρίου, ο φωτεινός ίσκιος, κ.ά.)

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.