Παραμυθία το παραμύθι. Για τους φτωχούς, τα παιδιά, τους περιφρονημένους. Αυτά τα παλαιότερα κείμενα της ανθρωπότητας είναι μαγικά. Τουτέστιν μη ρεαλιστικά. Ψυχογενή. Κι έχουν πάντα αίσια έκβαση. Ο πιο χαζός και ο πιο κοντός, ο πιο αλαφροΐσκιωτος κι ονειροπαρμένος, με τη βοήθεια καλών πράξεων και την ευγνωμοσύνη των ευεργετηθέντων (συχνά ζώων) προσπερνάει όλα τα εμπόδια, κερδίζει τη βασιλοπούλα και ανεβαίνει στο θρόνο. Τουτέστιν ιδρύει οικογένεια και αποκτά κοινωνική αναγνώριση. Η πιο απαξιωμένη και φτωχή κόρη, η πιο άσχημη από τις αδελφές (Σταχτοπούτα) παντρεύεται τον όμορφο πρίγκιπα, γίνεται βασίλισσα και μητέρα. Το περιεχόμενο του παραμυθιού, παρά τα απίθανα θαύματα και τις υπερβάσεις της λογικής και της ζωής, είναι παρηγορητικό. Υπάρχει δικαιοσύνη. Και το ταξίδι είναι μυητικό. Τα όρια του κόσμου ρευστά, ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, μεταξύ ζώου και ανθρώπου. Μια ψυχική ολική πραγματικότητα στην αρχή της νόησης. Το πρώτο μάθημα. Ιερή αφήγηση.
Παρηγορητικός είναι και ο μύθος. Διδακτικός και μαγικός ταυτόχρονα. Και επεξηγηματικός. Στη μετάβαση του Μύθου προς τον Λόγο, στην ελληνική αρχαιότητα, “εξηγεί” με προ-λογική εικονικότητα τα φαινόμενα του κόσμου. Στους Μύθους του Αισώπου αυτές οι ιστορίες αποκτούν και παιδαγωγικό και ηθικό χαρακτήρα. Βασίζονται πλέον στην κοινωνική νόηση, αλλά η παραβολική τους λειτουργικότητα χρησιμοποιεί ακόμα τη μαγική εικονολογία των μύθων.
Αυτή η εξηγητική και ερμηνευτική διάσταση των μύθων είναι φανερή και στους λαϊκούς αιτιολογικούς μύθους: δίνει υποθετικές και φανταστικές “εξηγήσεις” για την ύπαρξη διαφόρων φαινομένων της ζωής και του κόσμου: ιστορίες για την ίδρυση πόλεων, κάστρων, εκκλησιών, πώς ήρθε η ρακή στον κόσμο, πως δημιουργήθηκε ο βοριάς, η αστραπή, ο λύκος, η κουκουβάγια, οι ψύλλοι, τα εθνοστερεότυπα, πώς έμαθαν οι απόστολοι να φτιάχνουν νερόμυλο και χίλια δύο άλλα[1].
Οι μύθοι αρχικά ήταν προφορικοί πριν περάσουν στη λογοτεχνία και τα μυθολογικά λεξικά, τα οποία υπάρχουν ήδη από την εποχή του Μπαρόκ. Με τον Ουμανισμό η ελληνική μυθολογία πέρασε σε όλους τους λαούς της Ευρώπης. Π. χ. για 150 χρόνια οι υποθέσεις της όπερας (από το 1594 και πέρα) ήταν όλες παρμένες από την ελληνική μυθολογία (γιατί θεωρήθηκε πως με αυτόν τον τρόπο παριστάνονταν οι τραγωδίες στην αρχαιότητα). Στο βιεννέζικο λαϊκό θέατρο οι παρωδίες όπερας είχαν υποθέσεις που διαδραματίζονται στον Όλυμπο, με λεπτομέρειες που σήμερα δεν είναι πια κοινό κτήμα του μορφωτικού ορίζοντα του λαού[2]. Ασφαλώς αυτές οι γνώσεις έχουν υποχωρήσει σημαντικά, μαζί με την γενική περιθωριοποίηση της ανθρωπιστικής παράδοσης.
Μύθοι όμως είναι και εκείνη η “φιλολογία” και φημολογία που περιβάλλει σημαντικές προσωπικότητες του πνευματικού βίου ή της κοινωνικής ζωής, τους influencers, τις celebrities και πάσης φύσεως προσωπικότητες που προβάλλονται στα social media ή σε ειδικά εικονογραφημένα περιοδικά που τρέφονται από το κουτσομπολιό και τις διαδόσεις γύρω από «σημαίνουσες» υπάρξεις. Και αυτό το φαινόμενο δεν είναι κάτι καινούριο: η εξαιρετική μονογραφία του Δημήτριου Γιατρομανωλάκη, Sappho in the Making. The early reception, Harvard 2007, εξετάζει τη δημιουργία των «μύθων» γύρω από τα τραγούδια της Σαπφούς σε παπύρους και την αγγειογραφία στην αρχαϊκή, κλασική και πρώιμη ελληνιστική εποχή της αρχαιότητας. Kαι σε άλλες μονογραφίες του εξετάζει την επιβίωση και αναγέννηση της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας στον γαλλικό και ελληνικό σουρεαλισμό [3], καθώς και την δημιουργική πρόσληψη της προσωκρατικής φιλοσοφίας (που μόλις έχει ξεκόψει από της καθαρά μυθολογικές εξηγήσεις) στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία και σκέψη[4]. Aυτές οι μελέτες εκβάλλουν σε ένα γενικότερο concept, το της «μυθογένεσης», που συμπεριλαμβάνει ως κάπoιον βαθμό όλες τις εποχές, αλλά με ιδιαίτερη έμφαση τα μη ορθολογικά ρεύματα όπως τον υπερεαλισμό (Mythogenesis and Greek Mythology: Antiquity and Surrealism, de Gruyter 2026). Δεν εννοεί μόνο τη χρήση ή την διασκευή του μύθου, αλλά και τη δημιουργία νέων μυθολογικών συνθέσεων.
Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να μη θυμηθεί κανείς τον Luigi Pirandello (1867-1936), τον μεγάλο «Έλληνα» της Σικελίας, που ήταν ο κατεξοχήν εικονοκλαστης των μυθών του 20ού αιώνα (επιστήμη, θρησκειά, πραγματικότητα, αντικειμενικότητα κτλ.) και ταυτόχρονα δημιουργός μιας νέας μυθολογίας (βλ. π. χ. το τελευταίο δραματικό του έργο, χαρακτηριστικά ανολοκλήρωτο, «Οι γίγαντες του βουνού», το τρίτο έργο της Τριλογίας των Μύθων, μαζί με τον «Λάζαρο» και την «Καινή παροικία»)[5]. Aλλά και τον ρομαντικό «Κάιν» του Λόρδου Βύρωνα, που ασφαλώς στηρίζεται στον μύθο της Παλαιάς Διαθήκης για τους προπάτορες, αλλά στο δραματικό έργο του, που γράφηκε το 1821, ο επαναστάτης ενάντια στην θεϊκή εξουσία ξεναγείται από τον Εωσφόρο στο διάστημα.
Ίσως στο σημείο αυτό πρέπει να ξεχωρίσουμε μεταξύ της χρήσης της μυθολογίας, εδώ της εβραϊκής, και τη διασκευή ή και ανατροπή της. Ή ακόμα πιο προχωρημένο: τη δημιουργία μιας νέας μυθολογίας με αφορμή μια παλιά γνωστή. Υπάρχουν πολλές δυνατότητες και αποχρώσεις: στο «Μαγικό Βουνό» του Τhomas Mann (1924) το σανατόριο επάνω στο βουνό, όπου ισχύουν άλλοι νόμοι, αποτελεί μια παραβολική αντίστιξη σε αυτά που γίνονται κάτω στον κάμπο (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, άνοδος του φασισμού κτλ.).
Μεγάλο μέρος της νεολληνικής δραματουργίας του 19ου και 20ού αιώνα βασίζεται πάνω σε διασκευές αρχαίας δραματολογία ή μυθολογίας (βλ. την απογραφή και ανάλυση της Ευσεβίας Χασάπη-Χριστούλου, Η ελληνική μυθολογία στο νεοελληνικό δράμα, 2 τόμ. Θεσσαλονίκη 2002, που φτάνει από το κρητικό θέατρο έως το τέλος του 20ού αιώνα). Τα όρια ανάμεσα σε μετάφραση και διασκευή έχουν γίνει ρευστά, όπως και αυτά μεταξύ διασκευής και νεοπλασματικής συμπλήρωσης και ριζοσπαστικής προσαρμογής σε σύγχρονα δεδομένα (Μήδεια στο night club, Πηνελόπη ως νοικοκυρά που κρεμάει την μπουγάδα κτλ.). Νεομυθολογικές συνθέσεις δεν είναι και τόσο συχνές. Απλώς μερικά παραδείγματα: τραγωδίες και ποιήσεις του Σικελιανού, έργα του Βασίλη Ζιώγα (Ο γάμος, Το βουνό, Big bang, ίσως και ο Φιλοκτήτης), του Παύλου Μάτεσι (Ενοικιάζεται άγγελος, Προς Ελευσίνα, Η βουή), του Δημήτρη Δημητριάδη (Φαέθων κι άλλα). Κι εδώ τα όρια είναι ασαφή. Οι μύθοι μεταξύ τους έλκονται. Άλλωστε μετά από τις μελέτες της παγκόσμιας μυθολογίας της ψυχανάλυσης τύπου C. G. Jung οι μυθολογικές γνώσεις έχουν αυξηθεί πολύ, και μοτίβα ή ολόκληρα θέματα κυκλοφορούν ελεύθερα στη φαντασία των δημιουργών και στην παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί χωρίς τους μύθους. Σαν να είναι ένα αντίβαρο στον λογοκρατούμενο κόσμο και την άψυχη τεχνολογία, που δεν δίνει τροφή στη φαντασία και τον ψυχικό βίο. Οι στήλες για το ευ ζην και οι συμβουλές για την ευψυχία, ωροσκόπια και μέντιουμ, παραθρησκευτικές οργανώσεις και εξωτικοί γκουρού αυξάνονται γεωμετρικά, γιατί ο κόσμος, όπως έχει εξελιχθεί, δεν μπορεί να ικανοποιήσει ορισμένες ψυχικές ανάγκες. Το παράδοξο είναι, ότι στις άκρες της επιστημονικής γνώσης, στην κβαντική φυσική και τη θεωρητική αστρονομία εμφανίζονται φαινόμενα, που μοιάζουν πολύ με μυθολογίες, ακόμα και με παραμύθια: η κατάργηση του big bang και το θεωρητικό κενό που ανοίγει· και η superposition (υπέρθεση, επαλληλία), όπου ένα βασικό στοιχείο μπορεί να εμφανιστεί τη μια ως Α και την άλλη ως Β, σαν να εξαρτάται αυτό από το βλέμμα του πειραματιστή – αυτό δεν είναι σαν τη μεταμόρφωση στο παραμύθι και τη μυθολογία; Και το entanglement (η κβαντική διεμπλοκή ή ο κβαντικός εναγκαλισμός), όπου στη σύγκρουση δύο βασικών στοιχείων το περιεχόμενο μεταφέρεται από το ένα στο άλλο, αλλά όταν έχουν απομακρυνθεί, κάθε αλλαγή μεταφέρεται αυτόματα από το ένα στο άλλο, ανεξάρτητα από την απόσταση – αυτό δεν μοιάζει με τη λεγόμενη τηλεπάθεια; Στις άκρες της επιστημονικής γνώσης τα βασικά θεωρήματα του ευρωπαϊκού στοχαστικού οικοδομήματος, το πραγματικό και το αληθινό, η αιτιοκρατία, η λογική κτλ., γίνονται έννοιες πολύ ρευστές.
*
Ο άνθρωπος δεν μπορεί με τους μύθους. Μακριά από τα τεχνάσματα και τη θεωρία πιθανοτήτων της ΤΝ ο έλλογος οργανισμός συνεχίζει να έχει αισθήματα και συγκινήσεις, φαντασίες και φαντασιώσεις, που τρέφουν τον ψυχικό του βίο, κι αν δεν υπάρχει τέτοια τροφή στην πραγματικότητα, τότε ο νους τη δημιουργεί και την εφευρίσκει. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα μιας λαϊκής “μυθογένεσης”, τα λεγόμενα urban legends: ιστορίες για παράξενα γεγονότα, που έχουν συμβεί στην πραγματικότητα (ή σε διακοπές κτλ.), όπου η αφήγηση παραμένει ανάμεσα σε πειστικότητα και επινόηση (fake), μεταξύ factum και fictum. Tέτοιες ιστορίες κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και σήμερα στο internet. Η δίψα για τέτοιες παράξενες ιστορίες[6] είναι έκδηλη και στις φήμες και διαδόσεις, οι οποίες δραματοποιούν και υπερβάλλουν πραγματικά γεγονότα ή και τελείως φανταστικά, που γίνονται πιστευτά, ώσπου να διαψευσθούν· τότε εξαφανίζονται ή συνεχίζουν την ύπαρξή τους συνωμοσιολογίες (που διατηρούνται και για διαφόρους άλλους σκοπούς)[7].
Σαν να είχε κάποιο δίκαιο ο Πιραντέλλο: η πραγματική πραγματικότητα μας αφορά μόνο ως ένα βαθμό, η αυτοκρατορία της επιστήμης· υπάρχουν και οι προσωπικές πραγματικότητες, που συχνά είναι πιο σημαντικές γιατί αποτελούν αναφαίρετη ανάγκη. Η αντικειμενικότητα είναι ένα ιδανικό, που πρέπει να υπάρχει, αλλά δεν την φτάνουμε ποτέ τελείως. Και ίσως είναι και καλύτερα έτσι: γιατί υφίστανται και εσωτερικές αδήριτες ανάγκες, των οποίων η ικανοποίηση είναι απαραίτητη, για να ισορροπήσουμε ανάμεσα στο αρχέγονο σώμα μας, τη μεσαιωνική ψυχή και τον νεωτερικό εγκέφαλο. Η τροφή του μύθου είναι στην τέχνη, την παιδική σκέψη και το παιχνίδι.
[1] Β. Πούχνερ, Η προφορική λογοτεχνία στους λαούς της Βαλκανικής (15ος – πρώιμος 20ός αιώνας), Θεσσαλονίκη 2023 (Συγκριτική Βαλκανολογία Β΄) 266-269.
[2] Β. Πούχνερ, “O Όλυμπος στον Γαλάζιο Δούναβη: Μυθολογικές παρωδίες στο λαϊκό θέατρο της Βιέννης (1750-1850)”, Λογείον. Περιοδικό για το αρχαίο θέατρο / Logeion. A Journal of Ancient Τheatre 1 (Πάτρας 2011), σσ. 233-250 (http://www.logeion.upatras.gr/). Η σάτιρα αυτή δείχνει τον Δία με τις παντόφλες και τις σκοτούρες του οικογενειάρχη κτλ.
[3] D. Yatromanolakis, Greek Mythologies: Antiquity and Surrealism 2012, ελλ. μτφρ. Πολιτικές μυθογένεσης: Τέχνη και διανόηση στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία, 2020.
[4] Archaic Ontological Past: Presocratic Philosophy and European Avant-garde Art and Thought, 2022.
[5] Μ. Roessler, Pirandello Mythenstürzer, Wien etc. 1980.
[6] Να θυμηθούμε μόνο τις αντιδράσεις στις Παράξενες και ακόμα πιο παράξενες ιστορίες της Παυλίνας Παμπούδη (2020), και τα σχόλια του Β. Πούχνερ, «Προσθήκη για το χιούμορ», Η λεπτουργός. Επιστήμη και μύηση στο ποιητικό έργο της Παυλίνας Παμπούδη, Αθήνα, Ροές 2021, 237-246.
[7] Βλ. π. χ. R. L. Rosnow/G. A. Fine, Rumor and Gossip.: The Social Psychology of Hearsay, New York 1976.









