Μερικές σκέψεις
Η αίσθηση, πως ο κόσμος δεν είναι πια ο ίδιος, είναι μάλλον οικουμενική. Και αυτό όχι μόνο για λόγους γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών εξελίξεων, οι οποίες είναι καταιγιστικές και εν πολλοίς οδυνηρές, αλλά και για μεταβολές πολιτειακές, πολιτικές και πολιτισμικές, που αφορούν κυρίως μεν τις δυτικές κοινωνίες και την Ευρώπη, τον λεγόμενο “πρώτο” κόσμο και την καθημερινότητά του, αλλά εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και τον πλανήτη ολόκληρο, κυρίως αν μιλάμε για την τεχνολογία, την ψηφιακή επανάσταση, την σπατάλη πρώτων υλών, τις πανδημίες και την κλιματική κρίση.
Προεισαγωγικά πρέπει να τονίσω, πως ιδανικές δημοκρατίες δεν υπάρχουν. Το πιο δύσκολο και δαπανηρό, σύνθετο και ευάλωτο, αλλά και πιο δίκαιο και πιο “ανθρώπινο” πολίτευμα, που βγήκε από τα σπλάχνα της αιματηρής Γαλλικής Επανάστασης και το κίνημα του Διαφωτισμού, και με τον οποίο τελειώνει, κατά ορισμένους θεωρητικούς της ιστορίας, η παρατεταμένη μεσαιωνική εποχή του θεοκρατισμού και απολυταρχισμού (με εξαίρεση ίσως την Αναγέννηση και τον Ουμανισμό), είναι ένα ιδανικό, το οποίο, στην πιο καθαρή και απόλυτή του μορφή, ίσως δεν είναι καν πραγματοποιήσιμο, – αλλά αλίμονο αν δεν υπήρχε ως ιδέα και ως προσπάθεια. Ούτε στην αρχαία Αθήνα της κλασικής εποχής δεν ήταν (αν σκεφτούμε για μια στιγμή το θεσμό της δουλείας, το τέλος του Σωκράτη, την κυριαρχία ορισμένων “δυνατών” προσωπικοτήτων, όπως τον Περικλή κτλ.), και το ίδιο ισχύει για σχεδόν όλες τις συνταγματικές δημοκρατίες που εξελίχθηκαν μετά τον Διαφωτισμό έως σήμερα.
Η αίσθηση μιας επαπειλούμενης συρρίκνωσης αυτής της ιδέας και της εμπράγματης εφαρμογής της είναι σχεδόν οικουμενική, εντούτοις δεν φαίνεται να οφείλεται μόνο σε εξελίξεις και δεδομένα της παγκόσμιας πολιτικής σκακιέρας, όπως ήταν η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η εμφάνιση του μαχητικού, ισλαμικού φονταμενταλισμού και εξτρεμισμού (twin towers), η ανάδυση της Κίνας ως υπερδύναμης, η οικτρή διάψευση της γερμανικής Ostpolitik και ο νέος “ψυχρός” και ένθερμος πόλεμος με τη Ρωσία, η ανάδειξη απολυταρχικών ηγετών, ο νεο-οθωμανικός επεκτατισμός και η επάνοδος ενός απρόβλεπτου πλανητάρχη στην πρώτη δύναμη του κόσμου, η οποία αμφισβητείται πλέον· επίσης η άνοδος της ακροδεξιάς και καθαρά φασιστικών μορφωμάτων και του απλουστευτικού λαϊκισμού ως πολιτικά κόμματα στα κράτη της ευρωπαϊκής ένωσης κτλ. Η αίσθηση, πως η συνθετότητα των προβλημάτων ξεπερνά πλέον τις δυνατότητες διαχείρισής τους, είναι διάχυτη, και η νοσταλγία για το απλό, άμεσο και κατανοητό για όλους είναι έκδηλη. Και αυτό είναι ένα φαινόμενο όχι μόνο πολιτικό αλλά και πολιτισμικό. Η όποια λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών εξαρτάται εν τέλει και από την ποιότητα, την ωριμότητα και την νηφάλια κρίση των πολιτών.
Οι διάφορες κρίσεις που μαστίζουν τον πλανήτη απαιτούν γρήγορες αποφάσεις και αποτελεσματική εφαρμογή, και μέσα σε αυτό το κλίμα “της συνεχούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης” (και ψυχολογικά και ψυχοσωματικά του συνεχούς στρες), το δημοκρατικό πολίτευμα δεν έχει καλά χαρτιά: είναι συνήθως αργοκίνητο, πολύ σύνθετο και δαπανηρό. Και συχνά και αναποτελεσματικό. Too late, too little. Η φωνή για δυνατούς ηγέτες ακούγεται. Αλλά αυτοί οι “δυνατοί ηγέτες” δεν είναι πια παντοδύναμοι (σχεδόν ποτέ δεν ήταν πράγματι), γιατί υπάρχουν δύο δυνάμεις που υπερβαίνουν την όποια κρατική εξουσία: η τεχνολογία με την ψηφιοποίηση και τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις που αλλάζουν τα πάντα, και η παντοδύναμη κεφαλαιοκρατία και οικονομική σκέψη (το δόγμα της αειφόρας ανάπτυξης), που με τη δύναμη των αγορών επηρεάζει και διαβρώνει θεσμούς, πολιτικές, προγράμματα, ηθικούς φραγμούς κτλ. Και μια δύναμη, που αρχίζει να δείχνει ήδη τα δόντια της, αλλά δεν μας έχει προϊδεάσει ακόμα για τις καταστροφές που θα έρθουν, η κλιματική αλλαγή.
Ο Παναγιώτης Ροϊλός, καθηγητής ελληνικής και συγκριτικής φιλολογίας στο Harvard και πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Δελφών (παρεμπιπτόντως και φοιτητής μου στο φιλολογικό του ΕΚΠΑ), χαρακτηρίζει αυτή την νέα εποχή μας ως “νεομεσαιωνικό μετακαπιταλισμό” (το μετα- όχι με την έννοια τη χρονική, αλλά την υπερβατική χρήση, όπως φύση και μεταφυσική)[1]: το πρώτο ως προς την διάψευση των ιδεών του Διαφωτισμού για ορθολογισμό, ισότητα, πρόοδο και δημοκρατικότητα, και το δεύτερο ως μια εν τέλει μεταφυσική της κεφαλαιοκρατίας, όπου η κερδοφορία έχει διαβρώσει πλέον όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δράσης και όλους τους τομείς του επιστητού και έχει γίνει μια quasi-θεϊκή δύναμη και αρχή που ρυθμίζει και ελέγχει τα πάντα. Ο τελεολογικός και τελετουργικός οικονομολογικός ορθολογισμός είναι πλέον ένας υπερλογικός μεταφυσικός στόχος, ο οποίος καλύπτει το κενό αξιών και δίνει “νόημα” στην ανθρώπινη ύπαρξη. Και υπηρέτριά του, εργαλείο και οδοστρωτήρας είναι η τεχνολογία στις πιο προηγμένες εκφάνσεις της και η πάνδημη εφαρμογή της. Από την αρχή ήταν (π.χ. στη βιομηχανική επανάσταση). Και η πολιτιστική έννοια της “προόδου” δείχνει την χρηστικότητά της κυρίως στα τεχνολογικά επιτεύγματα, τα οποία είναι καταιγιστικά και καθοριστικά[2].
Αυτές οι ραγδαίες εξελίξεις οδηγούν στην γρήγορη “απανθρώπιση” (dehumanization) της ανθρωποκαίνου. Αλλά ας μην προτρέχουμε. Ας αρχίσουμε με τις κάθετες εφαρμογές της ψηφιοποίησης και αυτοματοποίησης των συναλλαγών με το δημόσιο, τράπεζες, εφορίες, τη συρρίκνωση των κρατικών υπηρεσιών (ΕΛΤΑ), έκδοση ή ανανέωση άδειας οδηγήσεως, διαβατηρίου, κτηματολόγιο, φορολογική δήλωση κτλ., όπου καλείται ο πολίτης να βρει το δρόμο του σε ένα τελείως αυτοματοποιημένο σύστημα, και εάν η ηλεκτρονική πλατφόρμα δεν προβλέπει την περίπτωσή του ή ο ίδιος κάνει ένα λάθος, τότε ξαφνικά βρίσκεται στο πουθενά και θα πληρώσει και πρόστιμο. Αυτό αφορά κυρίως ηλικιωμένους ανθρώπους, αλλά όχι μόνο. Σε κάθε λογαριασμό που πληρώνει του ανεβαίνει η πίεση και δημιουργείται άγχος, και φορολογική δήλωση χωρίς λογιστή δεν είναι πια πραγματοποιήσιμη. Βεβαίως η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών γλιτώνει τον πολίτη από πολλά τρεχάματα και αναμονές στην ουρά, αλλά έχει ως συνέπεια, πως στις όποιες συναλλαγές του δεν συμμετέχουν πια άνθρωποι αλλά πλατφόρμες. Η στελέχωση των κρατικών υπηρεσιών έχει συρρικνωθεί, τα γκισέ των τραπεζών είναι άδεια (λόγω ΑΤΜ), υποκαταστήματα κλείνουν, και η ανθρώπινη επαφή γίνεται μόνο με κλείσιμο ραντεβού. Στην εποχή του covid με τους εμβολιασμούς, το σύστημα αυτό ήταν βεβαίως ιδιαίτερα ευεργετικό.
Στην έλλειψη ανθρώπινης επαφής και πραγματικών συνομιλιών σε μια face-to-face-situation (όπως λένε οι επικοινωνιολόγοι) έχει συμβάλει ταυτόχρονα και το κινητό της νιοστής σειράς, που είναι πλέον ένα ολόκληρο mini computer που συνδέεται στη στιγμή με τα πάντα και κατεβάζει χίλιες διαφορετικές εφαρμογές (π. χ. GPS) και επιτρέπει και οπτικές συνομιλίες (viber, watch up κτλ.). Το παράδοξο είναι, ότι ενώ αναμενόταν ότι θα εντείνει τις διανθρώπινες επικοινωνίες (τη συχνότητα, όχι όμως την ποιότητα), έχει αυξηθεί η μοναχικότητα και η μοναξιά των ανθρώπων: βλέπεις ολόκληρες οικογένειες που κάθονται στο ίδιο τραπέζι και ο καθένας κοιτάει το κινητό του· δεν ανταλλάσσουν ούτε μια λέξη[3]. Με τα emoj και SMS, που προσφέρουν έτοιμες συντομευμένες φράσεις ή κωδικοποιημένα μηνύματα, συρρικνώνεται η χρήση της γλώσσας εν γένει.
Αυτός ο “κυβερνοχώρος” της τεχνητής επικοινωνίας, παρά τις αναμφισβήτητες διευκολύνσεις του, περιορίζει δραστικά τις επιλογές του πολίτη, κωδικοποιεί με βάναυσο τρόπο τη γλωσσική έκφραση και ακόμα και την ενεργό συμμετοχικότητα των πολιτών στις αποφάσεις που παίρνονται “για το καλό τους”. Χωρίς κινητό δεν μπορείς να πληρώσεις το λογαριασμό σου ή δεν ειδοποιείσαι με το 112 για την κακοκαιρία (με τα φανταστικά ονόματα που τους δίνει η μετεωρολογία) που έρχεται και ενδέχεται να κινδυνεύσεις. Η τεχνική και τεχνητή πρόοδος επιβάλλεται καθέτως και οριζοντίως. Και αυτό βέβαια εντείνει ακόμα περισσότερο την καχυποψία των πολιτών προς την οργανωμένη πολιτεία εν γένει, ξεκινώντας από τον τρόπο με τον οποίο ασκεί την εξουσία και καθορίζει τις ζωές των πολιτών. Αυτή η αντίσταση ενάντια στην κεντρική εξουσία είναι κοινή σε όλους τους βαλκανικούς λαούς από την εποχή των αυτοκρατοριών και έχει σεβαστή παράδοση η οποία συνεχίζεται. Είναι γενικόλογη και αγγίζει μερικές φορές τις θεωρίες συνωμοσίας. Στο βάθος όμως κρύβει μια εγγενή δυσφορία για την έλλειψη ανθρώπινων επαφών με την εξουσία και για τη δημιουργία ενός νέου φετίχ, τη μεταφυσικοποιημένη ψηφιακή υπερπραγματικότητα, που ισχύει κάθετα και οριζόντια, επιβάλλεται παντού και αντικαθιστά το απτό πραγματικό με κάτι εικονικό, μη ανθρώπινο. Και αυτό συνδέεται άμεσα με το οικονομικό, γιατί το κράτος και οι τράπεζες γλιτώνουν θέσεις εργασίας, αναθέτοντας στους πολίτες την εκμάθηση και την πραγματοποίηση περίπλοκων ηλεκτρονικών διαδικασιών χωρίς επαρκή στήριξη. Και το σύνταγμα δεν λέει πουθενά πως πρέπει οπωσδήποτε να έχεις υπολογιστή ή κινητό.
Η επικράτηση του εικονικού σε βάρος του απτού πραγματικού και ο τρόπος με τον οποίο επιβλήθηκε σχετίζεται με την έννοια της δημοκρατικότητας (μείωση της ελευθερίας των επιλογών), τη δικτατορία της οικονομολογικής σκέψης, που έχει μετατραπεί σε σχεδόν υπερβατική αρχή, και με τη σταδιακή συρρίκνωση των ανθρωπιστικών σπουδών και επιστημών. Το ανθρώπινο στοιχείο της κοινωνικότητας και της επικοινωνίας μειώνεται σταδιακά ολοένα και περισσότερο και η ωφελιμιστική σκέψη και η γενικότερη στοχοθεσία, που έχει επικρατήσει και στην παιδαγωγική πολιτική και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση (σύνδεση των σπουδών εξαρχής με τις αγορές και το χώρο εργασίας) αντιβαίνει άμεσα στην μορφωτική παράδοση του ευρωπαϊκού στοχασμού και στην γενικότερη αξία της γνώσης, η οποία αφορά τον άνθρωπο ως σύνολο κι όχι μόνο ως καταναλωτή ή παραγωγό. Η basic science δεν κάνει έρευνες με στόχο την άμεση εφαρμογή και την οικονομική εκμετάλλευση της ανακάλυψης ή εφεύρεσης, αλλά την διεύρυνση της γνώσης για τον άνθρωπο και τον κόσμο εν γένει και το μέρος όπου δημιουργήθηκε και ζει. Για να μειωθεί, έστω για κάτι λίγο, το άγνωστο, το οποίο είναι πάντα πιο μεγάλο από το γνωστό.
Αυτή η τεχνολογική και ωφελιμιστική εικονολατρία στενεύει ασφυκτικά και περιορίζει δραστικά την εμβέλεια και το εκτόπισμα της ανθρώπινης σκέψης. Και από αυτό το γεγονός απορρέει και η κατ’ αρχήν αντίθεση των ανθρωποκεντρικών επιστημών (και φυσικά και της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας) στην παράδοση του ευρωπαϊκού Ουμανισμού προς την ακήρυχτη δικτατορία των αποκλειστικά χρηματοοικονομικών στρατηγικών και στοχοθεσιών, οι οποίες τείνουν να αντικαταστήσουν την πολιτική σκέψη και το ιδεολογικό όραμα. Είναι χαρακτηριστικό πως η εποχή μας δεν έχει καμία συγκροτημένη ουτοπία για το μέλλον, αλλά παλεύει αποκλειστικά με τη διαχείριση κρίσεων, που έχει δημιουργήσει η ίδια.
Σε αυτή την απολυταρχική μονοκρατορία του οικονομολογικού κοσμοείδωλου (αειφόρα ανάπτυξη, κερδοφόρα επένδυση, win-win-situation) η τεχνολογία της αυτοματοποίησης των πάντων παίζει σημαντικό ρόλο στην αντιδημοκρατική επιβολή της, δημιουργώντας μια πιο άνετη ζωή για τον πολίτη, αφαιρεί όμως ταυτόχρονα τεχνηέντως ένα μέρος της ενεργού συμμετοχής του στις αποφάσεις. Συνοπτικά: το οικονομικό τείνει να αντικαταστήσει το πολιτικό, το εικονικό το πραγματικό. Το πραγματικό όμως, στην εποχή της ανθρωποκαίνου εποχής, είναι το ανθρώπινο. Η επιφυλακτικότητα των ανθρωπιστικών επιστημών προς την αλόγιστη χρήση και εφαρμογή, επιβολή καλύτερα, της τεχνολογίας, μάλιστα με οικονομικά κριτήρια, σε όλα τα επίπεδα, είναι εν γένει δικαιολογημένη. Η ΤΝ είναι ένα καλό παράδειγμα: η συγκέντρωση όλων των δεδομένων του επιστητού, μαζί με τέχνες, επιστήμες κτλ., και μάλιστα με την προοπτική του κέρδους του παρόχου, χωρίς ψυχή και αίσθημα, δίχως ενσυναίσθηση κι έμπνευση, αλτρουισμό και ηθική, δεν θα δημιουργήσει ένα καλύτερο αύριο με νέες ιδέες (η περίφημη καινοτομία, που τόσο διαφημίζεται, ενώ κατά βάση δεν υπάρχουν τελείως καινούριες ιδέες), αλλά αποχαυνωμένους νόες χωρίς κριτική σκέψη (ούτε καν για τον εαυτό τους) μέσα σε μια άνετη ατμόσφαιρα τεχνητού διαλόγου χωρίς αντίλογο κι ευρύτερους προβληματισμούς (πέρα από τους οικονομικούς και προσωπικούς), που ικανοποιούνται με γενικόλογες απαντήσεις στη στιγμή (η ποιότητα των οποίων εξαρτάται από το πόσα πληρώνεις), οι οποίοι ζουν μια ζωή μακριά από το υπαρξιακό βάθος και την οντολογική έκθεση της συνείδησης προς τις τόσες μορφές και εκφάνσεις του άγνωστου.
Οι ανθρωποκεντρικές επιστήμες μοιάζουν σαν ίσως και η τελευταία αντίσταση προς τη δικτατορία του χρήματος και του τεχνητού, κι ας είναι αυτά επιτεύγματα του ίδιου του ανθρώπου. Και το πληρώνουν με τη σταδιακή συρρίκνωσή τους: ένα είδος δαπανηρής πολυτέλειας σε μια εποχή ταγμένη προς τα μαθηματικά και τους αριθμούς. Ποσότητα, όχι ποιότητα. Ο άνθρωπος γλιστρά σιγά-σιγά προς μια εικονική πραγματικότητα, και μάλιστα μια κυρίαρχη υπερπραγματικότητα· ο cyborg, μια υβριδική οντότητα ανθρώπου με τεχνητά εξαρτήματα, που τον βοηθούν και τον ενισχύουν, είναι το μοντέλο του μέλλοντος human being. Tα γεωλογικά και μετεωρολογικά δεδομένα του πλανήτη όμως μας αγνοούν, εμάς αυτά τα πλάσματα με τις περίεργες φαντασιώσεις, αλλά εμείς δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε. Και το τίμημα θα το πληρώσουμε. Ο λογαριασμός είναι έτοιμος. Το τελικό χρέος δεν το υποψιαζόμαστε καν.








