Η έννοια του χρέους έχει μια χαρακτηριστική αμφισημία, η οποία στην εποχή της μονοδιάστατης οικονομολογικής σκέψης και της χρησιμοθηρίας έχει γίνει σχεδόν μονοσήμαντη, όπως εκφράζεται και στο ρήμα χρωστώ: η ηθική πλευρά της οφειλής, της υποχρέωσης έχει υποχωρήσει στην καθημερινή χρήση σε τέτοιο βαθμό, που περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε μονόπλευρες οικονομικές συναλλαγές, οι οποίες ακόμα δεν έχουν ισοσκελίσει. Χαρακτηριστικά η χαριτωμένη απόφανση ενός εστιάτορα σε μικρή επαρχιακή πόλη, στην συμβατική ερώτηση: τι κάνετε, απαντάει: δόξα σοι ο θεός, είμαι υγιής και δεν χρωστάω. Σχεδόν όλος ο κόσμος έχει χρέη, γιατί δεν είναι σε θέση αντεπεξέλθει στα έξοδα της ύπαρξής του, ή έχει πάρει δάνεια που δυσκολεύεται να εξοφλήσει.
Όλος ο πλανήτης έχει χρέη, και είναι υπερχρεωμένος ως προς τη φύση και την κληρονομιά της, που την διαχειρίζεται με τόση ανευθυνότητα. Και η υπόσταση των έλλογων όρθιων, που όλα τα παρατηρούν κι όλα τα χρησιμοποιούν κατά τα υποτιθέμενα συμφέροντά τους – το περιβάλλουν δεν περιβάλλει πια τον άνθρωπο, αλλά ο ίδιος περιβάλλει το περιβάλλον – η παραμονή του στη στρογγυλή γαλάζια πατρίδα χρεώνεται, και πληρώνει ενοίκια για την παραμονή στου σ’ ένα σώμα που δεν διάλεξε αλλά του επιβλήθηκε. Αλλά ας αρχίσουμε πρώτα με το ηθικό χρέος και το κλέος.
Το θαύμα του οργανισμού, που το οφείλουμε στη φύση, και το ασύλληπτο θαύμα του εγκεφάλου, που το οφείλουμε επίσης στη φύση. Και το υποτιμούμε και το περιφρονούμε ακόμα τώρα, στο αποκορύφωμα της εξέλιξης. Κατά την επικρατούσα επιστημονική άποψη μόνο ένα 10% περίπου των δυνατοτήτων του αξιοποιούμε πραγματικά. Σε συνθετότητα δεν συγκρίνεται με την ΤΝ, η οποία στηρίζεται σ’ έναν απλό αλγόριθμο, έχει όμως πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα επεξεργασίας σχεδόν άπειρων δεδομένων μέσα σε μια στιγμή, εντούτοις στερείται από τη δημιουργική σκέψη, την ενσυναίσθηση, την κατανόηση, την ηθική κρίση και αξιολόγηση, είναι χωρίς αισθήματα, χωρίς όνειρα και ουτοπίες, και στις εκδοχές που κυκλοφορούν είναι και χωρίς μνήμη των όσων έχει πει ήδη σε άλλη συνεδρίαση. Και το χειρότερο: δεν ξέρει τι λέει. Αυτή την πολύσημη φράση θα την εξηγήσω όμως άλλη φορά. Ενώ ο εγκέφαλος είναι όλος ο κόσμος του εσωτερικού βίου, της συναίσθησης και κατανόησης, της φαντασίας και των φαντασιώσεων, των συνειρμών, της τέχνης και της ποίησης. Αντιγράφει κι αυτός και συνδυάζει, αλλά κάνει πολλαπλώς περισσότερα και πιο σύνθετα πράγματα. Είναι το κέντρο του ψυχικού και νοητικού βίου ενός τόσο εξελιγμένου είδους, που δεν έχει ξαναϋπάρξει στον πλανήτη.
Το χρέος της συνείδησης προς τη φύση είναι αναπόσπαστο μέρος του ηθικού κώδικα του ανθρώπου, στο βαθμό που ο ίδιος φύση είναι. Το χρέος προς τη ζωή των οργανισμών, χλωρίδα και πανίδα, τα γεωλογικά και μετεωρολογικά δεδομένα που επέτρεπαν την ανάπτυξή του. Κι επειδή είναι ευάλωτος και αδύναμος, δεν μπορεί χωρίς το υπερβατικό, χωρίς κάποια εξήγηση για το δυσεξήγητο, και κάποια καθοδήγηση για να αντέξει το απρόοπτο, το άρρητο και το άγνωστο, που τον περιβάλλει. Αυτό εκδηλώνεται είτε στη λατρεία των φυσικών δυνάμεων είτε σε θεσμοθετημένες και οργανωμένες θρησκείες με μονοθεϊστικό ή πολυθεϊστικό χαρακτήρα, συνοδεύονται παράλληλα και με μυθολογίες και μαγείες, οι οποίες είναι και οι πρώτες επιστήμες των ανθρώπων. Κι εδώ υπάρχει ηθικό και μεταφυσικό χρέος, που απορρέει από την πίστη, πως αυτές οι δυνάμεις είναι που κυβερνούν τον κόσμο.
Το ηθικό χρέος όμως υπάρχει και προς την οικογένεια, τους προγόνους και την κοινωνία στο σύνολο της· με όμοια μορφή υπάρχει και η loyalty προς τον μονάρχη, προς τη δημοκρατία, προς την πατρίδα, προς το εκάστοτε συγκεκριμένο θρήσκευμα, αλλά και προς ιδεολογίες και κοινωνικά οράματα, προς τους συνανθρώπους (αλτρουϊσμός), προς τους αδύναμους, τους άρρωστους και τους φτωχούς (ανθρωπισμός, φιλανθρωπία, ελεημοσύνες). Ακόμα και προς τη μητρική γλώσσα και τις ντοπιολαλιές. Στις διάφορες φάσεις της γνωστής και τεκηριώσιμης ιστορίας αυτά τα ηθικά χρέη ποικίλλουν σε έκταση και ένταση, ώσπου να εκβάλλουν, σαν να είναι σε ένα χωνί ή κλεψύδρα, στη σημερινή καταστασιακότητα μιας μονοδιάστατης οικονομοκρατίας, όπου το χρέος τείνει να είναι μόνο ένα πια: για τον ιδιώτη προς κάποια τράπεζα, για την επιχείρηση να αποσβέσει τα δάνεια που πήρε για νέες επενδύσεις, για κράτη ολόκληρα που έχουν τεράστια χρέη σε άλλα κράτη, γιατί ξοδεύουν περισσότερο απ’ ό,τι παράγουν. Τώρα ούτε η Ευρώπη, που είχε έναν μηχανισμό συγκράτησης των χρεών (το κατάλαβε πολύ καλά η Ελλάδα στα χρόνια της επιτήρησης από την κομισιόν), δεν τηρεί πια τον κώδικα αυτό, σήκωσε το δεξί πόδι από το φρένο και πάτησε γκάζι· και ο πακτωλός αυτός δεν πάει στο απατηλό όνειρο της αειφόρας ανάπτυξης αλλά σε εξοπλισμούς για νέους πολέμους.
Και έτσι όπως το πραγματικό της πραγματικότητας γίνεται όλο πιο ευάλωτο και θολό, εικονικό και εικαστικό, φανταστικό και φαντασιακό, και η αξία των χρημάτων που ξοδεύονται αντιστοιχούν σε κάτι πραγματικό όλο λιγότερο. Σε ένα κόσμο που όλοι χρωστούν σε όλους, χωρίς δυνατότητα τα χρέη αυτά να εξοφληθούν ποτέ, μιλάμε για χρήματα ανύπαρκτα, αναντίστοιχα σε κάτι σταθερό. Κατά τη δημιουργία της χρηματικής οικονομίας στην ιταλική Αναγέννηση, στην αρχή τα νομίσματα αντιστοιχούσαν στην αξία του μεταλλικού υλικού τους· με τα χαρτονομίσματα η σχέση αυτή έχει διαταραχθεί, γιατί το τυπωμένο χαρτί με τις συμβολικές απεικονίσεις έχει ελάχιστο κόστος, και το ότι αξίζουν κάτι βασίζεται σε μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στα κράτη, σε μια συμφωνία ότι όντως αξίζουν αυτό που γράφει πάνω τους· και η τιμή τους παίζεται στα χρηματιστήρια κάθε μέρα. Αυτή η εμπιστοσύνη έχει αρχίσει να ταράζεται οριστικά· το τελευταίο οχυρό, το κοινό νόμισμα των συναλλαγών του παγκόσμιου εμπορίου, το δολάριο, μπορεί να μην είναι πια το κυρίαρχο νόμισμα στις διεθνείς συναλλαγές.
Η Αμερική είναι ο πρωταγωνιστής στα χρέη, και αν τα άλλα κράτη (σαν την Κίνα, την Ιαπωνία, τον Καναδά) που έχουν αγοράσει ένα μέρος των χρεών της USA, τα αποβάλλουν, η πρώτη δύναμη του κόσμου θα δανείζεται όλο και περισσότερο ακριβά, για να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της τρέχουσας οικονομίας. Σε έναν κόσμο, που όλοι χρωστούν σε όλους, η έννοια του χρέους έχει χρεοκοπήσει, εφόσον όλοι γνωρίζουν ότι το ηθικό χρέος της αποπληρωμής των χρεών δεν υπάρχει πια. Δηλαδή η κεφαλαιοκρατία, όπως την ξέραμε, θα καταρρεύσει εκ των ένδον. Κι αυτό δε θα γίνει με τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, αλλά από μια άλλη, που θα έχει τον τελευταίο λόγο: την κλιματική κρίση, που σταδιακά θα καταστρέψει τις παγκόσμιες οικονομίες όπως είναι, αλλά αυτά είναι μελλοντολογικά σενάρια. Ο τωρινός πλανητάρχης είναι απλώς επιταχυντής.
Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, θυμάμαι, το να πάρεις δάνειο ήταν, στην ψυχολογία του κόσμου, ένα είδος δώρου, γιατί κανείς δεν σκεφτόταν πραγματικά την αποπληρωμή. Λοιπόν: αυτή η χαλαρή (και τρόπον τινά υγιής, ψυχολογικά) αντιμετώπιση υπάρχει τώρα σε εθνική κλίμακα, όχι βέβαια στη μικροκλίμακα των κοινών οφειλετών, αλλά και διαχρονικά στους μεγαλοοφειλέτες προς την εφορία· να παραβιάσεις τον ηθικό κανόνα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την αποπληρωμή των δανείων, – ώσπου να δικαστείς και γίνει κάποιος διακανονισμός με την τράπεζα, τα βασικά τα έχεις ήδη κερδίσει και δεν επιστρέφονται. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης θα είναι όμως μακροπρόθεσμα και το τέλος της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας όπως την ξέρουμε. Όπως το εμπόριο στηρίζεται σε κάποια μορφή αμοιβαίας εμπιστοσύνης, έτσι και η δανειοδοσία και η δανειοληψία. Αλλιώς οι αριθμοί χάνουν τη σημασία τους και δεν αντιστοιχούν πια σε κάτι.
Το χρέος (με την έννοια της ηθικής οφειλής, της υποχρέωσης) δεν είναι λέξη αρεστή και θεωρείται παλαιομοδίτικη, γραφικό υπόλειμμα άλλων εποχών, πριν από την πανέξυπνη δική μας εποχή, την ωφελιμιστική και χρησιμοθηρική. Όλους μας πνίγουν τα χρέη, αλλά τελικά δεν μας νοιάζει και τόσο. Τα χρέη είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Οφείλεται στον καταναλωτισμό, τους πολέμους, τις φιλοδοξίες της προόδου και μια γενικευμένη απρονοησία, που δεν βλέπει πέρα από το σήμερα. Ο Franz Grillparzer, στα μέσα του 19ου αιώνα, έγραψε πως έρχεται από καλύτερη εποχή από αυτή και ελπίζει ότι θα πάει σε μια καλύτερη. Αυτό, δεν μπορούμε να μπούμε για τον εαυτό μας· τουλάχιστον ως προς το δεύτερο σκέλος.








