Το όνειρο είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου. Δεν υπάρχει ειδική παράγραφος στο Σύνταγμα, αλλά ανήκει στις φυσιολογικές εγκεφαλικές λειτουργίες του έλλογου όντος. Πρόκειται, στη βάση και στις προεκτάσεις του, στην εμβέλεια και το εμβαδόν του, για έναν ανασχεδιασμό της πραγματικότητας, σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες του κάθε ατόμου, αν και υπάρχουν και σημαντικά και μεγάλα συλλογικά όνειρα. Η ίδια η γλώσσα μας προσφέρει σχετικές εκφράσεις και συνώνυμα για όλο το εύρος της αντιμετώπισης του φαινομένου, από την εκτίμηση έως την περιφρόνηση αυτής της μη υπαρκτής αλλά ταυτόχρονα σχεδόν υπερυπαρκτής κατάστασης (με την έννοια ότι μας απασχολεί συνεχώς σε όλα τα επίπεδα της υπόστασής μας ως οργανισμούς, ορμέμφυτου, ψυχοσύνθεσης, αισθημάτων και σχεδιασμών του ορθολογισμού): όραμα, επιθυμία, ουτοπία, ονειροπολήματα, φαντασίωση, φάτα μοργκάνα κι άλλα μεταξύ αποδείξιμων δεδομένων της αντικειμενικής πραγματικότητας και ψυχονοητικών κατασκευών, όπως προσωπικοί διυποκειμενικοί ή και συλλογικοί μύθοι, θρησκευτικές ή quasi-θρησκευτικές αντιλήψεις, ιδεολογίες πάσης φύσεως ή και οπτασίες ατομικού διαλογισμού.
Ο επικρατών ορθολογισμός στο συρμό του Διαφωτισμού και η πρυτανεύουσα επιστημοκρατική κοσμοθεωρία με την ακριβολογία των μετρήσεων της τεχνολογίας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για μια τέτοια ενορατική ερμηνεία του επιστητού, αν και η υφέρπουσα κουλτούρα του υπερλογικού υποβόσκει στα δημιουργικά υπόγεια του συστημικού ορθολογισμού, της αιτιοκρατίας των εξηγήσεων και της τεχνοκρατίας του ψηφιακού πολιτισμού (ωροσκόπια, μαγικές πρακτικές, μέντιουμ, ψυχολογίζουσες συμβουλές του ευ ζην, εναλλακτικές ψυχοθεραπείες, ομαδικές και ατομικές κτλ.). Και ασφαλώς μια τέτοια “μάγευση” του κόσμου υπάρχει στις τέχνες, που δημιουργεί με δράσεις και καλλιτεχνήματα (artefacts) νέες πραγματικότητες.
Οι σύγχρονες νευροεπιστήμες τείνουν στο να αναγνωρίζουν τα όνειρα κατά τη διάρκεια του ύπνου ως μια παράλληλη υπαρκτή πραγματικότητα, η οποία (όπως και οι τέχνες) δεν υπόκειται στις συμβατικές νοητικές σχέσεις αιτίας/αιτιατού και η ερμηνευσιμότητά της δεν είναι εξασφαλισμένη με σταθερά κριτήρια και αμετάκλητα συμπεράσματα. Οι ονειροκρίτες από την αιγυπτιακή αρχαιότητα έως σήμερα κινούνται σε εκείνη την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει όλες τις μαγικές πράξεις και πρακτικές, όπου η ασφαλής επιβεβαίωση των λεγομένων ή δρωμένων θεωρείται μεν δεδομένη, αλλά η επαλήθευση της αποτελεσματικότητας των μέσων δεν είναι εξασφαλισμένη. Όπως στις (συνήθως καταστροφικές) προφητείες της παραθρησκευτικής παράδοσης (ή και στα μαντεία της αρχαιότητας), η διάψευση των προρρήσεων από τα ίδια τα γεγονότα, έρχεται συνήθως σε μια στιγμή όπου η προφητεία έχει ήδη ξεχαστεί – ολοκλήρωσε τη λειτουργία της, μιας ανακούφισης από το αβάστακτο του μη προβλέψιμου και του απροόπτου – και ανακαλείται στη μνήμη μόνο όταν η πρόρρηση (ή το προμάντεμα) αποδεικνύεται επιτυχημένη[1].
Όπως το παιχνίδι δημιουργεί – κατά Ηράκλειτο – έναν νέο κόσμο, διαφορετικό από τον «υπαρκτό», έτσι και το πάσης φύσεως όνειρο δημιουργεί μια φανταστική σφαίρα του επιστητού, ανύπαρκτη, αλλά ήδη με την εμφάνιση, τη βίωση και επεξεργασία της στο ύπνο ή στον ξύπνο, γίνεται υπαρκτή πραγματικότητα, άυλη, ρευστή και φευγαλέα. Οι συλλογικές φαντασιώσεις ξεπερνούν καμιά φορά, σε ισχύ και διάρκεια, την πραγματική ιστορική και ένυλη reality. Σε προνεωτερικές φάσεις η ιδέα του la vida es sueño έγινε και λογοτεχνικός «τόπος», ο οποίος έγινε γνωστός στην οικουμένη με το δράμα του Calderon de la Barca (1635), όπως και η ιδέα, ότι όλος ο κοσμος είναι ένα «θέατρο»[2].
Η αμφισβήτηση της πραγματικότητας του κόσμου, όπως μας τη μεταφέρουν οι αισθήσεις, αμφισβητήθηκε μετά τον Διαφωτισμό: στον Ρομαντισμό, τον Εξπρεσιονισμό, οι νεοθετιστικές την περιορίζουν στη γλώσσα ή τα μαθηματικά, επιστημοσύνη και τεχνοκρατία περιορίζονται σ’ αυτά που μπορείς να περιγράψεις και να μετρήσεις. Όλα τα ανορθολογιστικά κινήματα του μοντερνισμού επέμειναν στην αμφισβήτηση αυτή, και οι θεωρίες της κβαντικής «μηχανικής» και της αστροφυσικής μάς μεταφέρουν σ’ έναν κόσμο τόσο ξένο και ασύλληπτο για τις αισθήσεις, που μοιάζει σχεδον «μεταφυσικός» ή τουλάχιστον «υπερλογικός». Η κβαντική κατ’ αρχήν τυχαιότητα («συστημική») καταλύει κάθε αιτιοκρατία. Ήδη ο Kant είπε πως για την μεταφυσική δεν μπορούμε να μιλήσουμε, και ο Wittgenstein ότι τα όρια του κόσμου είναι τα όρια της γλώσσας μας. Το άρρητο δεν είναι προσβάσιμο. Ακριβώς αυτό όμως προσπαθούν οι τέχνες και, με το γλωσσικό υλικό, η ποίηση.
Στο κόσμο της ΤΝ το άυλο όνειρο είναι άγνωστο. Αυτό που έκανε εφικτό ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ο οποίος λειτουργεί με «φτηνή» ύλη (αίμα, οξυγόνο και τροφή), τη δημιουργική σκέψη, δεν το μπορούν οι αλγόριθμοι και τα διανύσματα, που παίζουν με μύρια δεδομένα, συνδυάζουν και συγκρίνουν, ζουν από τα έτοιμα και τα προσβάσιμα· τις πληροφορίες που έχουν καταβροχθίσει. Η απογοήτευση της χρήσης της ΤΝ στις τέχνες, και οι υψηλές προσδοκίες είναι προδιαγεγραμμένες (όπως και οι σχετικοί φόβοι). Το ίδιο συμβαίνει και στη βιομηχανική παραγωγή, αν πρόκειται για σχεδιασμό, σύνθετο προγραμματισμό κτλ., και στον επενδυτικό κόσμο έχει εξαπλωθεί η ερώτηση, μήπως ο υπερβολικός ενθουσιασμός θα οδηγήσει τελικά σε μια χρηματοοικονομική «φούσκα», όπως έγινε στο παρελθόν και με άλλες τεχνολογίες, οι οποίες έκαναν δεκαετίες ώσπου να εξαπλωθούν και να εφαρμοστούν παντού και τελικά έμειναν απλώς «τεχνολογίες», δηλ. βοηθητικά μέσα αντί του θαυματουργού παντοδύναμου οργάνου που θα έλυναν τα προβλήματα του μελλοντος, όπως έγινε με το computer, το διαδίκτυο, το κινητό, την ψηφιοποίηση κτλ. Σε αυτό τον κόσμο το όνειρο δεν έχει θέση.
Η υπέρβαση του πραγματικού όμως – το οποίο εξελίσσεται ραγδαία σε δυστοπικά σενάρια – χρειάζεται εκείνη την ονειροπόληση, τη ρέμβη, τον χρόνο περισυλλογής και απραξίας (διαφυγόντα κέρδη!), την αργή σκέψη, το δισταγμό, το ζύγισμα, το συναίσθημα, τον ενθουσιασμό – για μία νέα ουτοπία, που να συμπεριλαμβάνει και τη φύση και την προστασία της (κι εμείς φύση είμαστε), κι όχι απλώς την «καινοτομία» η οποία απλώς εισάγει νέες ιδέες και μεθόδους στα ήδη υπάρχοντα, χωρίς να τα αλλάζει στη δομή τους (π.χ. η κυκλική οικονομία). Οι πρωτοποριακές ιδέες και μέθοδοι δε θα αλλάξουν τον κόσμο, απλώς θα εδραιώσουν περισσότερο ακόμα τον υπάρχοντα· οι νεωτερισμοί στην επιφάνεια της εφαρμογής δε θα φέρουν τον ριζικό αναπροσανατολισμό που χρειάζεται για το όποιο μέλλον· οι νέες τεχνολογίες δε θα φωτίσουν τα μυαλά για την οικονομολογική τρέλα που εξελίσσεται μπροστά από τα μάτια μας· η περιθωριοποίηση και καταλήστευση της φύσης έξω και μέσα μας αφορά και τον ίδιο τον άνθρωπο, κτλ. Αυτή η περισυλλογή, το σταμάτημα, ο ήρεμος στοχασμός για το τι στην ευχή κάνουμε, θέλει το χρόνο του. Και χρόνος δεν υπάρχει. Αλλά αυτά τα έχουμε πει πολλές φορές.
Ο θάνατος του ονείρου είναι το σβήσιμο του μυαλού. Η καινοτομία τέμνει κομμάτια από το νέο και τα προσθέτει στο παλιό. Δεν ανανεώνει το παλιό. Το κατοχυρώνει ακόμα περισσότερο. Προσθέτει άλλες ψηφίδες στο ίδιο μωσαϊκό. Οι νοοτροπίες δεν αλλάζουν εύκολα, θέλεις δύο με τρεις γενεές. Και τα κεκτημένα συμφέροντα ακόμα περισσότερο. Η κακή στράτα που άρχισε με την αλόγιστη εφαρμογή των εφευρέσεων κατά τη βάρβαρη πρώτη βιομηχανική επανάσταση μας έφερε 150 χρόνια μετά στον γκρεμό, αλλάζοντας πλέον τη φύση του γαλάζιου πλανήτη, σπιτιού μας. Την εκλογίκευση της παραγωγής, τόσων πραγμάτων που ουσιαστικά δεν χρειάζονται, με μόνο βαθύτερο κριτήριο το κέρδος, δε θα τη φέρει η τεχνολογία· είναι ένα ουδέτερο μέσον. Στα χέρια της επικρατούσας οικονομολογικής μεταφυσικής εργάζεται για την αντίθετη κατεύθυνση. Η κλιματική καταστροφή είναι ο καθρέφτης των εξελίξεων και η κλεψύδρα η στάθμη του χρόνου που μένει.
Το όνειρο είναι ζωτική λειτουργία του εγκεφάλου. Αναδιάταξη εν ηρεμία. Η τεχνολογία δεν ονειρεύεται. Αυτό θα είναι έργο των ζωντανών οργανισμών. Και η λελογισμένη χρήση της από τους έλλογους οργανισμούς. Νηφάλια προνοητικότητα αντί για τη μέθη των κερδών και την απόλυτη εξουσία, που υπόσχεται το νέο υπερ-μέσο.
Πρόνοια και όραμα για να μειωθούν ίσως κάπως οι συνέπειες αυτών που έρχονται. Αυτό το όνειρο, ενός καλύτερου κόσμου, ίσως λιγότερο άνετου αλλά ευτυχέστερου, δεν είναι δικαίωμα αλλά ηθικό καθήκον. Οι μεθυσμένοι από τη νίκη πάνω στη φύση, ξέχασαν πως και οι ίδιοι φύση είναι, και στο λήθαργο της δήθεν προόδου με τον αυτόματο πιλότο, έχουν άλλο όνειρο, το οποίο μετατρέπεται σχεδόν ακαριαία σε εφιάλτη. Ποιος θα τους ξυπνήσει, πριν πέσει το σπίτι άμεσα πάνω τους;
Οι άνθρωποι μαθαίνουν μόνο από καταστροφές. Για λίγο. Το δέος των καταστροφών του Μεγάλου Πολέμου, που μας κόστισε εκατομμύρια νεκρούς και μας απέφερε την ατομική βόμβα, έχει εξατμιστεί. Η τεχνολογία, όπως φαίνεται, δεν μας χαρίζει γαλήνη αλλά κάνει τη βία ακόμα βιαιότερη. Στη μεγάλη εικόνα· και τις μικρές, τις σπιτικές. Τα δώρα της τεχνολογικής προόδου δεν ήταν και δεν είναι αθώα αλλά αγγίζουν την ποιότητα της ουσίας της υπόστασής μας. Δεν γίναμε πιο σοφοί, αλλά πιο τεμπέληδες της σκέψης, αντί για συνεργασία μιλάμε για ανταγωνιστικότητα, αντί για ψυχική ευημερία υπάρχουν τραυματικοί πόλεμοι, αντί για ζωή με πληρότητα και περιεχόμενο μια φρενήρης κατανάλωση, αντί για ευτυχία, κερδοφορία και σπατάλη.
Αντί να αφήσουμε τη φύση να μας δώσει δύναμη, να διαχειριστούμε με γνωστικότητα τις δυνατότητες της (αυτο)συνείδησής μας, την κλείνουμε σε εθνικούς δρυμούς. Αντί το όνειρο να μας γεμίζει τη ζωή, το βλέπουμε όταν δεν είμαστε εδώ, σαν αναπόφευκτη ενόχληση μέσα στον ύπνο.






