Η αντάρα
—Καιρός να φύγω, είπε.
—Μα, εγώ μια ζωή σε έβλεπα να φεύγεις, παρατήρησα.
—Λάθος με έβλεπες. Έμπαινα μέσα στους στίχους μου και στη δεύτερη στροφή γύριζα πάλι. Τα ποιήματα, διαγράφουν κυκλικές τροχιές, τα ποιήματα. Φεύγεις, πηγαίνεις και όλο έρχεσαι. Κι εκεί που έσκαψες, σκάβεις ξανά. Κι εκεί π’ αγάπησες σκαλίζεις πέτρες. Κι εκεί που έγραψες γράφεις ξανά. Ώσπου μπερδεύονται τα γράμματα και βλέπεις πάλι τις σελίδες λευκές, τον δρόμο απάτητο.
—Και τώρα πώς; Πού θα ΄βρεις δρόμο που δε θα ΄χει επιστροφή; Πού θα ‘βρεις τόπο να σε γαληνέψει;
—Εκεί, μου έδειξε και είδα μια αντάρα λευκή.
Και κοίταζα, κοίταζα να δω ποιο φως θα τη σκορπίσει. Μα όσο δυνάμωνε το φως τόσο κι αυτή γινόταν πιο λευκή, αδιαπέραστα λευκή, όπως στα παραμύθια.
Γύρισα να του ειπώ, μα είχε φύγει. Και στον γνωστό τον κύκλο είδα τη πένα μόνη της να γράφει. Και καθώς διάβαζα τη μία λέξη, ερχόταν μια άλλη πάνω της για να τη σβήσει. Και επειδή πίστευα πως ήταν αυτός ο αποχαιρετισμός του ποιητή, διάβαζα γρήγορα για να προλάβω. Όμως όσο γρήγορα έτρεχαν τα μάτια μου, άλλο τόσο γοργά έσβηναν και οι λέξεις.
Κι ένιωσα τότε μεγάλη απόγνωση και ταραχή, ώσπου θυμήθηκα εκείνο τον παλιό χρησμό που έμοιαζε με ποίημα και ησύχασα:
—Το άγραφο, το άγραφο, θα με ελευθερώσει!
Και τότε την είδα. Ήταν κι αυτή εκεί. Κουνούσε το κεντημένο μαντήλι για αποχαιρετισμό. Την άφησα μονάχη της να κλάψει.
Έβγαλα τον σουγιά και στο κορμί του δέντρου σκάλισα το τέλος.
