You are currently viewing Βαγγέλης Φίλος: Στο παλιό ξέφωτο

Βαγγέλης Φίλος: Στο παλιό ξέφωτο

Στο παλιό ξέφωτο

 

  1. I. Μια νύχτα Δεκεμβρίου

 

Ήταν μια νύχτα Δεκεμβρίου. Θέριζε παντού. Κρύο ή θάνατο, δε θυμάμαι. Η ζωή εκτυλίσσεται σε πολλές εκδοχές. Η μία, πρωτότυπη, δημιουργεί τις άλλες, ως ανάμνηση. Αλλά και η ανάμνηση παράγει κι αυτή εκδοχές. Και τότε είναι αδύνατο να συγκροτήσεις ένα σύνολο αυστηρώς δομημένο.

Αλλά τι είναι το αυστηρώς  δομημένο; Αυτό που υπακούει στην αλληλουχία του τόπου και του χρόνου; Όμως καθώς την ζωή σου τη σκέφτεσαι ή την ιστορείς, η μνήμη κινείται απροσδιόριστα, οι τόποι χάνονται σε μια εικόνα που γίνεται εσωτερική πραγματικότητα, ο χρόνος πηγαινοέρχεται αστραπιαία και είναι όλα αυτή η μόνη αληθής εκδοχή, αυτή που τροφοδοτεί την συνεχή της αναίρεση και την μετάπλαση.

Ήταν μια νύχτα Δεκεμβρίου. Εσύ είχες φύγει. Ή μήπως ποτέ δεν ήρθες; Και τότε, μια σχεδόν δεκαετία αναμνήσεων την έζησε κανείς άλλος; Κάποιος που με κατοίκησε από σφοδρή επιθυμία και καθώς αιφνιδίως τα πράγματα στράβωσαν, πήρε το καπελάκι του και απήλθε και με άφησε εμένα στο Καπανδρίτι με τον χιονιά; Κι αν είχα υπάρξει σε εκείνα τα κρύα χειρουργεία, εγώ, θα ήταν σκληρή η ανάμνηση, αλλά θα είχα αποφύγει εκείνη την καταβύθιση που άφησε μια μεγάλη τρύπα στη ζωή μου. Ποιος θα τη ζήσει αυτή και πότε;

Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν ξεχνούν, πεθαίνουν και όταν δεν μπορούν να ξεχάσουν. Κι έρχεται τότε ο καλός Θεός και πριονίζει τα χρόνια σου, να χαθούν. Ω τι αποκοτιά κι αυτή. Πώς να λησμονηθεί αυτή η οπή που όσο περνάει ο καιρός, βγάζει λευκούς καπνούς και σου θολώνει την ύπαρξη;

Ήταν μια νύχτα Δεκεμβρίου. Θέριζε η ξαστεριά κι ο φόβος. Και καθώς περνούσα από το νεκροταφείο, άχνιζαν οι πεθαμένοι ελπίδα. Και μου ζητούσαν παιδί εγώ να τους ζεστάνω. Μα δεν ήθελα γιατί τότε δεν ήξερα πως θα ‘ρθει κάποτε ο καιρός που θα γυρεύω χώμα να με λυτρώσει.

 

  1. II. Το λερωμένο ποίημα

 

Πιάνεις τη λέξη, της λες, “κάτσε εσύ, θα βγω μια βόλτα στο τετράγωνο, να βρω μια άλλη να σε ζευγαρώσω”, πας εκεί που τρέχουν τα νερά από τις σπασμένες αποχετεύσεις, διαλέγεις την πιο μουτζουρωμένη και τη φέρνεις πίσω, ξινίζει τα μούτρα της η πρώτη, την παίρνει όμως αγκαλιά -τι άλλο να κάνει που δεν αντέχεται η μοναξιά;

Πετάς κι ένα σύνδεσμο πρόχειρο, να ενωθούν, να γίνουν φράση κι ύστερα, ακούς μια λύρα μυστική να παίζει, βλέπεις όλες τις λέξεις της γειτονιάς να έρχονται από παντού, πλέκουν τα χέρια τους, χορεύουν στην αυλή σου, “θεέ μου!” φωνάζεις, “δε θέλω εγώ χαρές, πασκίζω ένα λερωμένο ποίημα να συνθέσω”, πηδούν στον ουρανό οι χορεύτριες, εισβάλει το παιδικό τσούρμο στη σκηνή, κλοτσούν το παλιό τόπι, ψάχνω τις πρώτες άπλυτες λέξεις, βλέπω τη μητέρα μου να τις νίβει και τις γειτονοπούλες να τις στεφανώνουν, πού βρέθηκε αυτή η άνοιξη; Όταν ξεκίνησα εγώ ήτανε άγριος Φεβρουάριος, φυσούσε μόνο κακά μαντάτα, πού βρέθηκε αυτή η ελπίδα;

 

III. Η προσευχή

 

Γύρισα πίσω στο παλιό μου ξέφωτο. Βρήκα το δέντρο μου, ορθό και περήφανο. Έκλινα ευλαβικά το γόνυ στη ρίζα του, «ήρθα για να προσευχηθώ» του είπα. «Κι εμένα με τσάκισαν οι κεραυνοί» αποκρίθηκε και μου ‘δειξε το μισό κορμί σκισμένο. «Δος μου τη δύναμη να σιωπήσω» συνέχισα και αυτό χαμογέλασε:

«Μείνε εδώ να γίνεις δέντρο» μου είπε· και καθώς κοίταξε απέναντι το φαλακρό βουνό, «μη γίνεις πέτρα» με ικέτεψε και χαμήλωσε τα κλαδιά του να με δροσίσει στον ίσκιο του.

 

 

 

Βαγγέλης Φίλος

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.