Κι ήρθε ένα βράδυ το Φθινόπωρο,
αθόρυβα κι αλαφροπάτητα,
αργά τη νύχτα που όλοι κοιμούνταν
και ζωγράφισε
την απέναντι την άχαρη τη μάντρα .
Όλη τη νύχτα ζωγράφιζε .
Και το πρωί ,
την ώρα που ‘σκαγε ο ήλιος,
μάζεψε τα σύνεργά του
και πήγε κι αυτό να κοιμηθεί .
Πρόλαβα να δω μόνο
την άκρη
από την κόκκινη κάπα του .
Φαέθων
