You are currently viewing Ζωή Κατσιαμπούρα: Τασούλα Καραγεωργίου, Ανύτη η Τεγεάτις, Τα ποιήματα. Εκδόσεις Νίκας

Ζωή Κατσιαμπούρα: Τασούλα Καραγεωργίου, Ανύτη η Τεγεάτις, Τα ποιήματα. Εκδόσεις Νίκας

Η Ανύτη που θρηνεί και χαίρεται

 

Διατρέχω καθισμένη μπρος στο παράθυρό μου, καλοκαίρι στο χωριό, το βιβλίο στο οποίο η Τασούλα Καραγεωργίου παρουσιάζει, μεταφράζει και σχολιάζει την ποίηση της Ανύτης, και το βλέμμα μου δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στις σελίδες. Έξω στον κήπο, στο χωράφι δηλαδή, μια λευκοσουσουράδα τιτιβίζει τσιμπολογώντας στα κλαδιά της κυδωνίτσας και ένας  σκίουρος βολτάρει με τα μόνιμα τρομαγμένα του πηδηματάκια από την αμυγδαλιά στο καλώδιο της ΔΕΗ και πίσω πάλι. Κίσσες, χελιδόνια και δεκοχτούρες, να κι ο πελαργός του καμπαναριού, σκίζουν τον αέρα (που έλεγε και το παράδειγμα για τη μεταφορά στη γραμματική, αν θυμάμαι καλά…), και η γειτόνισσα βγάζει βόλτα τη σκυλίτσα της την Αλίκη, που τρέχει πίσω μπρος σαν αλαλιασμένη. Γύρω στο πηγάδι τα σπουργίτια χαλούν τον κόσμο τσιριτίρι τσιριτρό, ή κάπως έτσι, σίγουρα το ρο δεν το τραγουδούν, αλλά δεν έχω την ικανότητα να καταγράψω με ακρίβεια τον ήχο τους και δανείζομαι την αποτύπωσή του από το κάποτε σχολικό μου βιβλίο.

Δεν συγκεντρώνομαι και το ίδιο το βιβλίο φταίει που δεν συγκεντρώνομαι. Όταν το πρωτοδιάβασα  έμεινε ο νους μου σε κείνα τα ποιήματα-επιγράμματα που μιλούν για την ακρίδα και τον τζίτζικα, για το δελφίνι, το άλογο, το σκυλάκι… Έχουμε διαβάσει πάρα πολλά ποιήματα για ζώα και πουλιά, από τη χαρά με τον «Πετεινό μες στην αυλή»  και το «Σε μια ρώγα από σταφύλι» των κάποτε βιβλίων του δημοτικού ως τον στοχασμό με το «Άλμπατρος» των Μπωντλαίρ-Σημηριώτη, και (για να αναφέρω όσα τυχαία μου έρχονται στον νου – που δεν συγκεντρώνεται στο βιβλίο…) τις ζωηρές εικόνες από τα «Πουλιά της δυστυχίας» του Σαββόπουλου, από το «Σκάστε πουλιά» του Πάνου Θεοδωρίδη, τη «Σερενάτα» της Μαριανίνας Κριεζή, την «Αλφαβήτα» της Παυλίνας Παμπούδη και από τόσα άλλα, ποιήματα και τραγούδια. Στο κάτω κάτω η λυρική ποίηση με τι θα ασχοληθεί, αν όχι και με τα καθημερινά που προκαλούν το βλέμμα και γεννούν τρυφερά αισθήματα;

Όμως  τα επιγράμματα της Ανύτης με έχουν εντυπωσιάσει κι αντί να τα διαβάζω καλύτερα κοιτάζω έξω τα πουλιά.

Ναι. Εξ άλλου, αυτό είναι έτσι κι αλλιώς κι ο βασικός στόχος των επιγραμμάτων! Που ουσιαστικά το είδος τους το γραμματολογικό άρχισε ως επί-γραμμα, γραφή πάνω στο μνήμα ή το μνημείο ή το άγαλμα και επεκτάθηκε θεματολογικά, κρατώντας ωστόσο την πολύ κατεργασμένη μορφή που πρέπει να αποδώσει ό,τι είναι να αποδώσει σε δυο στίχους, αρχικά, αλλά με πολλή συντομία πάντα, όσο γράφονταν επιγράμματα.

Στα απλά, πολύ απλά, αλλά και πολύ κατεργασμένα για να επιτευχθεί αυτή η απλότητα, τετράστιχα κυρίως επιγράμματα που διέσωσε η Παλατίνη Ανθολογία επιγραμμάτων η Ανύτη κατόρθωσε (Ανύω=κατορθώνω, επιτελώ, λένε τα λεξικά και πάντοτε αναρωτιόμουν τι στο καλό κατόρθωσε ο άθλιος εκείνος Άνυτος, ο κατήγορος του Σωκράτη…), η Ανύτη, λοιπόν,  κατόρθωσε, όπως λέει το όνομά της, να εκφράσει το αρχέτυπο, να εκφράσει αυτό που νιώθει, ή που μπορεί να νιώσει,  κάθε ανθρώπινη ψυχή, προσέχοντας τη γύρω φύση, να δημιουργήσει μοντέλο για την ποίηση!

Ας γυρίσω, όμως, πρέπει να γυρίσω, κλείνοντας έξω από το παντζούρι τα ζώα και τα πουλιά, στο ίδιο το βιβλίο.

Η Τασούλα Καραγεωργίου, ποιήτρια, με δέκα βιβλία δική της ποιητική παραγωγή, τιμημένη από την Ακαδημία Αθηνών δυο φορές και με σημαντικό φιλολογικό και εκπαιδευτικό έργο, έχει καταγίνει και με τη μετάφραση της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Στις 96 σελίδες του ωραίου τομιδίου (Ανύτη η Τεγεάτις-Τα ποιήματα, Με πρόλογο, μετάφραση και σημειώσεις της Τασούλας Καραγεωργίου, Αθήνα 2024) των εκδόσεων ΝΙΚΑΣ  περιλαμβάνεται το αρχαίο κείμενο και αντικρυστά η μετάφραση 22 επιγραμμάτων της Ανύτης, κατατοπιστικός πρόλογος, σημειώσεις, Βιβλιογραφία και Βιογραφικό κείμενο της μεταφράστριας. Πλήρες βιβλίο.

Η Ανύτη από την Τεγέα, της οποίας σώθηκαν 24 επιγράμματα (τα δύο αμφισβητούνται), έζησε τον 3ο προχριστιανικό αιώνα. Ο Παυσανίας την αναφέρει ως ιέρεια του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, με κάπως «μαγικές» ικανότητες, αλλά η Καραγεωργίου συμπεραίνει ότι ήταν γενικά μια σημαντική διανοούμενη με συμμετοχή στην κοινωνική ζωή του τόπου της. Τα επιγράμματά της, τα θαυμασθέντα από την αρχαιότητα και διασωθέντα, μιλούν για τα ζώα, που είπαμε, για τη φύση (πηγές, βρύσες), για τόπους λατρείας και καλλιτεχνικά έργα, αλλά και για πολεμιστές και για κακότυχες γυναίκες. Δεν είναι ερωτικά. Δεν είναι, παρά έμμεσα, υμνητικά ανδρείας. (Αυτά τουλάχιστον σώθηκαν, επειδή αξιολογήθηκαν ως καλύτερα. Ή ίσως και εντελώς τυχαία, ποιος μπορεί να ξέρει;…).  Είναι επιγράμματα, θα μπορούσαμε να πούμε, από την εμπειρία της γυναίκας, την κοινωνική της εμπειρία.  Αλλά ειδικά τα επιγράμματα για τα ζώα και τη φύση με νοιάζουν, μου άρεσαν πολύ!

Στην ακρίδα, τ’ αηδόνι του αγρού,

 και στον τζίτζικα, ψάλτη των δέντρων,

κοινό τάφο η μικρούλα Μυρώ είχε στήσει

 παρθένιο δάκρυ σταλάζοντας

γιατί ο άπονος Άδης

τα δυο της παιχνίδια τα πήρε και πάνε. (σελ. 32-33)

 

Έχουμε εδώ ένα ποίημα που στηρίζεται στην παιδική ανάμνηση του πόνου για την απώλεια αυτών που οι μεγάλοι βλέπουν, αν όχι με θυμηδία, με συγκατάβαση, αλλά για τα παιδιά είναι η είσοδος στο πένθος. Όλα σχεδόν έχουμε συγκλονιστεί από τον θάνατο του κουταβακιού, του μικρού γατιού, του τζίτζικα, του πασχαλινού παπιού  ή και του αρνιού που εκτρεφόταν στο σπίτι για να σφαχτεί το Πάσχα. Η Μυρώ κλαίει γιατί τα ζωντανά παιγνιδάκια της, πάει, τα πήρε  ο Άδης και τα έχασε.  Κι η Ανύτη, όπως όλοι οι ενήλικες, βλέπουν με τρυφερότητα την είσοδο του παιδιού στο πεδίο του πόνου, του  πόνου της γνώσης του θανάτου …

Στη σελίδα 35 το επίγραμμα είναι αφιερωμένο στον πετεινό!

Τώρα πια, δεν θα με ξυπνάς,

με το χάραμα πάντα λαλώντας

και χτυπώντας σαν να’ταν κουπιά

τις πυκνές σου φτερούγες⸱

μες στον ύπνο σου ήρθε κρυφά ο πανούργος ληστής

και σε σκότωσε μπήγοντας

στον λαιμό το γαμψό του το νύχι.

 

Από τη χαρούμενη εικόνα του κόκορα που λαλεί τινάζοντας τα φτερά του, στα άγρια νύχια της αλεπούς που τον πνίγει.  Τόσο απλό, τόσο δυνατό, τόσο ωραίο! Υποθέτω, βέβαια, πως τα κοκόρια τα έσφαζαν και τα έτρωγαν και στον καιρό της Ανύτης, αλλά, όπως και τώρα ακόμα στα μέρη όπου εκτρέφονται πουλερικά στις αυλές, αν το πνίξει η αλεπού ένα πουλί, και μάλιστα ένα ωραίο πουλί, σαν τον κόκορα του κοτετσιού,  είναι μεγάλη λύπη και σκάσιμο. Και δεν έρχεται μόνο στον νου των ανθρώπων η ανάμνηση της χαμένης τροφής, αλλά κυρίως  της ομορφιάς και της αξίας του απωλεσθέντος! Και της φρίκης του θανάτου του από τα αιχμηρά, γαμψά νύχια της αλεπούς…

Και το άλογο το καημένο;

Το μνημείο αυτό ο Δάμις το έστησε

για τ’ αγέρωχο άτι του

που τον θάνατο βρήκε καθώς

ο αιματόβρεκτος Άρης στο στέρνο το χτύπησε⸱

Κι από δέρμα τραχύ τιναζόταν ζεστό το κατάμαυρο αίμα

και την έρημη πότιζε γη με την άγρια σφαγή.

Ο Δάμις γλύτωσε τον θάνατο στη μάχη, αλλά ο  Άρης, η μάχη, ο πόλεμος γενικά, χτύπησε κατάστηθα το άλογό του. Το αίμα του σκοτωμένου αλόγου χύθηκε και πότισε το χώμα, μα η αγάπη του αφεντικού του οδήγησε και στο μνημείο που στήθηκε για αυτό και στο επίγραμμα της Ανύτης. Πέρασε στην αθανασία μέσω της τρυφερότητας των ανθρώπων, κυρίως όμως μέσω της  τέχνης …

Το σκυλί;

Εσύ χάθηκες κάποτε, Μαίρα, αστέρι μου,

η πιο γρήγορη απ’ όλες τις άγριες σκυλίτσες,

 στη Λοκρίδα εκεί, στον πολύρριζο θάμνο κοντά,

όταν έχυσε

στο ποδάρι που ανέμελα σήκωνες

ποικιλόδερμη έχιδνα

το πικρό της φαρμάκι.

Η Μαίρα έτρεχε και γαύγιζε πολύ, η ζωηρούλα. Αλλά τη δάγκωσε οχιά, δίπλα σε ένα θάμνο. Και η Μαίρα είναι ωραία, ζωηρή (και αγαπημένη, αφού της παραγγέλουν ─ ή της συνθέτει η Ανύτη που την είχε στο σπίτι της και της έδωσε το μυθικό όνομα της σκυλίτσας του Ικάριου, μπορεί και αυτό─ επίγραμμα), αλλά και η οχιά με τον κακό ρόλο, είναι κι αυτή όμορφη, όμορφο φυσικό ον, «ποικιλόδειρος» στη γλώσσα της Ανύτης.

Αν όμως επιγράμματα, έκφραση συναισθημάτων  δηλαδή και αφορμή για γέννηση καλλιτεχνημάτων γεννούν τα ζώα του σπιτιού, τα αγαπημένα, το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τα σπανιότερα, τα ξεχωριστά και μακρινά. Ας πούμε με το δελφίνι:

Δεν θα χαίρομαι πια στα πλωτά τα πελάγη

ούτε πια τον αυχένα, ορμώντας από τον βυθό,

θα προβάλλω

ούτε πια στο καλόχτιστο πλάι καράβι

θα φυσώ με τα όμορφα χείλη

καμαρώνοντας την προτομή μου στην πλώρη.

Ερεβώδης νοτιάς στην ξηρά

απ’ τη θάλασσα μ’ έχει πετάξει

και νεκρό τώρα κείτομαι στην αμμώδη ακτή.

Έχει γράψει και για τους τράγους και για τις δαμαλίτσες επιγράμματα η Ανύτη. Και μάλιστα για τον τράγο που τα παιδάκια τον καπιστρώνουν για να τον κάνουν άλογο στα παιχνίδια τους. Έχει γράψει και για βρύσες και πηγές που ομορφαίνουν τον τόπο και ξεκουράζουν τον οδοιπόρο:

Να ξαπλώσεις στον ίσκιο που κάνουν

της όμορφης δάφνης τα εύρωστα φύλλα

και νεράκι γλυκό απ’ την κρύα πηγή να γεμίσεις⸱

κι ενώ το κορμί θ’ αναπαύεις

που απ’ τους κόπους ασθμαίνει του θέρους

του Ζεφύρου πνοή δροσερή θα σ’ αγγίζει.

 

Τι παράδεισος!  Όχι ότι δεν έκανε και για ηρωισμούς και για θυσίες επιγράμματα η ποιήτρια, αλλά τούτα τα δικά της μιλούν για τη ζωντανή ομορφιά της φύσης (κι ας θρηνεί ενίοτε τον χαμό της…), για τη χάρη του κόσμου, για τη χαρά της ζωής.

Είναι τόσο μακρινά στον χρόνο και μαζί τόσο κοντινά στο σημερινό (και στο παντοτινό) συναίσθημα! Βλέπω κι εγώ σήμερα τη σουσουραδίτσα να χαλά τα κυδώνια και να τρώει τα βύσσινα, αλλά και μαζί σαν ον που κινδυνεύει από τις καραδοκούσες γάτες, θυμώνω με τον κλέφτη των αμυγδάλων σκίουρο, αλλά κάτι πρέπει να φάει το ζωντανό, το νεκρό δελφίνι γίνεται ένας ξεβρασμένος κολυμβητής ή ναυαγός,  το άλογο αλλάζει μορφή, γίνεται ένα θύμα σφαγής. Η ανθρώπινη συνθήκη, η ζωή, πάντοτε,  και κυρίως μέσα στο φυσικό περιβάλλον…

Να, αυτό κατορθώνουν τα ποιήματα της Ανύτης, που έγραψε πρώτη,  και ποιήματα σαν της Ανύτης, που υπήρξαν αρκετά από εκείνη και μετά. Μας ξαναγυρνούν στο αρχέτυπο στη ζωή, το παντοτινό δηλαδή, αλλά στις γραπτές του ρίζες, τότε που η ποίηση απευθυνόταν σε όλους κι βοηθούσε τον αναγνώστη και τον ακροατή να εστιάσει στο θέμα, στα ίδια πάντα θέματά της, βασικά στην ομορφιά της ζωής και τη μαυρίλα του θανάτου, αλλά  και σε όλη την κλίμακα των μεταξύ τους συναισθημάτων… Μας βοηθούν να εκτιμήσουμε τη ζωή με το τιτίβισμα της σουσουράδας και τη χάρη του σκίουρου, να θεωρήσουμε και δική μας απώλεια ό,τι πεθαίνει άδικα, να προσέξουμε τη γύρω μας ομορφιά, αλλά και τον κίνδυνο, και τον πόνο από την άγρια σφαγή.

Η Τασούλα Καραγεωργίου μας πρόσφερε ένα ακόμα βιβλίο «ωραίο». Που, πέρα από τα άλλα, οξύνει λίγο τη ματιά μας για το περιβάλλον, για όσα μας περιβάλλουν…

 

 

 

Ζωή Κατσιαμπούρα

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.