You are currently viewing  Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα

 Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα

  ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ

     Περνώντας το απόγευμα από το δρόμο της γειτονιάς του αισθάνθηκε μια ασυνήθιστη κίνηση έξω από αυτό το σπίτι• ήταν διώροφο με πέτρα κτισμένο και μπροστά του έβλεπες τον κήπο του, να το στολίζουν και να το κρύβουν πορτοκαλιές.

     Η γυναίκα, μια μεγαλοκοπέλα που έμενε εκεί, φορούσε μαύρο φόρεμα και συνομιλούσε με κάποια άλλη που κι αυτή ήταν ντυμένη στα μαύρα. Σαν τις μοίρες του φάνηκαν που μεταξύ τους διαφωνούσαν. Αυτές, γρήγορα χάθηκαν στο βάθος του σπιτιού, αδιαφορώντας για την κίνηση του δρόμου.  

  Στο ισόγειο αυτού του σπιτιού ήξερε ότι κατοικούσαν δυο γυναίκες, μια ηλικιωμένη και η κόρη της. Δεν ήξερε τα ονόματά τους, αλλά και ποτέ δεν ζήτησε να τα μάθει, από την κόρη, που συχνά συναντούσε στο δρόμο του.

   Όταν πρωτοήλθε σ΄ αυτή τη γειτονιά, η ηλικιωμένη τον σταμάτησε και του ζήτησε να της ανοίξει το κλειδωμένο πορτόνι του σπιτιού. Αυτή είχε μια αγωνία  που εκφραζόταν στα γαλανά της μάτια. Αισθάνθηκε τότε αμήχανος, για το αν έπρεπε να την βοηθήσει με κάποιον τρόπο. Όμως στο τέλος απομακρύνθηκε σιωπηλά και με ένα αίσθημα λύπης. Μετά έμαθε ότι αυτή η γυναίκα έπασχε από γεροντική άνοια.     

    Το φετινό καλοκαίρι, είναι μερικές φορές που την βλέπει μόνη της, ξαπλωμένη στην πολυθρόνα στην βεράντα, μέσα στην πυκνή πρασινάδα του κήπου, ακίνητη και με το βλέμμα απλανές, δείχνει σαν να μην έχει επαφή με το γύρω περιβάλλον.

   Πολλές φορές τυχαία συναντήθηκε στη γειτονιά με την κόρη της ηλικιωμένης αυτής γυναίκας. Και την ρωτούσε συχνά για την υγεία της μητέρας της. Είχε μάθει ότι στο παρελθόν ήταν πολύ δραστήρια γυναίκα. Μα τα τελευταία χρόνια είναι ανίκανη να κάνει κάτι μόνη της και δεν μπορεί να την αφήνουν στο σπίτι χωρίς διαρκή επίβλεψη.     

   Κείνο το απόγευμα που πέρασε έξω από αυτό το σπίτι, αναρωτήθηκε τι μπορούσε να συμβαίνει. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί αυτές τις λεπτομέρειες, σκεφτόταν, αλλά και περισσότερο αυτό που σκοτεινά  διαισθάνονταν. Ήταν η συνηθισμένη ώρα που περνούσε από το σημείο αυτό και  ασύνειδα είχε καταγράψει όλες τις εικόνες γύρω του.

   Ήταν εικόνες που τον έφερναν στο μακρινό παρελθόν και σε γεγονότα προσωπικά που παλιότερα έζησε.

   Άφησε τον εαυτό του να φανταστεί αυτό που θα έβλεπε αν είχε μπει μέσα στο σπίτι. Σίγουρα, ήταν εκεί  οι δυο γυναίκες που συνομιλούσαν χαμηλόφωνα και μπορεί ακόμη να διαφωνούσαν.

    Στην πολυθρόνα ξαπλωμένη θα βρισκόταν η γριά μητέρα. Τη φαντάστηκε να είναι  με το κεφάλι της υψωμένο και με τα μάτια κλειστά. Το στόμα ανοιχτό, σαν να μιλούσε ή εκστασιασμένη να άκουγε κάτι υπερκόσμιο και μακρινό. Βαριά μυρωδιά αποφοράς και οινοπνεύματος θα κυριαρχούσε στον κλειστό χώρο.

    Το βράδυ επανήλθε στο μυαλό του το ζήτημα αυτό. Ένιωθε  ότι εκεί κοντά σαν να καιροφυλακτούσε η βαριά σκιά του θανάτου. Βγήκε αρκετές φορές να δει αν συνέβαινε κάτι. Μόνο οι ήχοι της νύκτας και η μυρωδιά γιασεμιού απλωνόταν στην ατμόσφαιρα.

  Μετά έφερε από την μνήμη του όσα από μικρός ακόμη είχε αισθανθεί. Κείνο το παιδάκι του σχολείου που ήταν ξαπλωμένο στο φέρετρο, με χλωμό πρόσωπο και λουλούδια γύρω του. Τις ψαλμωδίες και τα λιβάνια.

    Κανείς δεν φρόντισε τότε να του εξηγήσει τι είναι ο θάνατος και ποια μπορούσε να είναι η αιτία που τον είχε προκαλέσει. Ίσως γι’ αυτό αργότερα αναζητούσε, στα χρόνια της εφηβείας, την έννοια που είχε η αθανασία της ψυχής, έντονα αμφισβητώντας αυτά που του μάθαιναν στο γυμνάσιο.

  Αργά πολύ,  είδε τα μπλε φώτα του αυτοκινήτου του ΕΚΑΒ μες το σκοτάδι της νύχτας και κατάλαβε το έκτακτο του γεγονότος που το απόγευμα διαισθάνθηκε. Κανείς άλλος δεν παρακολουθούσε την κίνηση του δρόμου. Σε λίγο όλα ησύχασαν και μόνο τα ουράνια φώτα λάμπιζαν στο στερέωμα. Τότε, υπέθεσε ότι η γριά γυναίκα ήταν βαριά άρρωστη ή μπορεί και να έχει ήδη πεθάνει.

  Αλλά για την υπόθεση αυτή  δεν έτυχε να ακούσει κάποια συζήτηση τις επόμενες μέρες και κανείς γνωστός του δεν βρέθηκε να του μιλήσει  για κάποιο ασυνήθιστο ή έκτακτο γεγονός  που συνέβη στη γειτονιά του και όλα έδειχναν να κινούνται όπως και πρώτα, στον κανονικό τους ρυθμό.

  Μόνο όταν κάποτε συνάντησε την Γιώτα, έτσι έλεγαν την θυγατέρα της ηλικιωμένης, τον ενημέρωσε αυτή ότι η μητέρα της είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο από μια σοβαρή λοίμωξη και τελικά είχε επιστρέψει από το νοσοκομείο στο σπίτι.

 «Δεν είναι η μανούλα μου αυτή η γυναίκα έτσι που έγινε!»  είπε η κοπέλα και  συνέχισε λέγοντας ότι οι άλλοι συγγενείς της προτείνουν να την πάει στο γηροκομείο μα αυτή την φροντίζει τα τελευταία πέντε χρόνια εντελώς μόνη της. «Την φροντίζω καθημερινά, σαν να είναι παιδί μου, χωρίς να έχω κάποια άλλη δική μου προσωπική ζωή !» είπε  στο τέλος  η κοπέλα, σαν να μιλούσε στον εαυτό της και τα μάτια της σύνωρα βούρκωσαν.

    Κι ήταν σαν να διαμαρτυρόταν βουβά για την αναπότρεπτη πορεία του χρόνου, καθώς ολοένα  αισθανόταν να χάνεται η πιο ζωντανή από τις πιο προσωπικές της σχέσεις και ολοένα να παίρνει τη θέση του αγαπημένου της προσώπου, της μητέρας,  ανεπαίσθητα μια ανθρώπινη σκιά, χωρίς πια μνήμη και θέληση.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.