You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Αντώνης Φωστιέρης – Γιάννης Ψυχοπαίδης, Ζωγραφική Συνομιλία με την Ποίηση, Εκδ. Καστανιώτη, 2019   

Ανθούλα Δανιήλ: Αντώνης Φωστιέρης – Γιάννης Ψυχοπαίδης, Ζωγραφική Συνομιλία με την Ποίηση, Εκδ. Καστανιώτη, 2019  

 Έγραφε ο Τέλλος Άγρας για το περιοδικό  «Παναθήναια»:
«Τα ‘‘Παναθήναια’’, τα μεγαλόσχημα και πάντα κομψά, τ’ αριστοκρατικά, τα νεωτεριστικά, τα πατριωτικά και προ παντός τα ωραία» ( Κριτικά, τόμ. 2ος σελ. 97). Το περιοδικό κυκλοφόρησε από το 1900-1913, είχε σπουδαίους συνεργάτες και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή. 

 Αυτή η κριτική μού ήρθε στο νου μόλις πήρα στα χέρια μου το κομψό, αριστοκρατικό, νεωτεριστικό, μεγαλόσχημο, έγχρωμο βιβλίο,  σελίδα και κείμενο, σελίδα και ζωγραφική, αντικρυστά ο ποιητής με τον ζωγράφο.

Είναι γνωστό από τα αρχαία χρόνια το  ρηθέν από τον Σιμωνίδη τον Κείο ότι η ζωγραφική είναι ποίηση σιωπώσα και η ποίηση ζωγραφική ομιλούσα. ”Ut Pictura Poesis” – σαν ζωγραφιά είναι η ποίηση, μάς λέει ο Οράτιος στο έργο του Ars poetica, και αυτή τη σχέση έρχονται να επανεπιβεβαιώσουν οι δύο καταξιωμένοι –στο χώρο του ο καθένας– δημιουργοί, ο Αντώνης Φωστιέρης και ο Γιάννης Ψυχοπαίδης.

 Ο ένας αναπαράγει πάνω στο χαρτί τον χώρο της ψυχής και του νου με λέξεις. Ο άλλος αναπλάθει το ποίημα και το μεταμορφώνει σε χώρο της πραγματικότητας, με αναγνωρίσιμα σχήματα και χρώματα. Και οι δύο δίνουν το απείκασμα εκείνου που δεν περιγράφεται, που το λέμε Χρόνο, που δεν ξέρουμε πότε ξεκίνησε και πού τελειώνει, αν ξεκίνησε και αν τελειώνει, που το νιώθουμε πάνω στο ευάλωτο δέρμα που μας κρύβει τι υπάρχει από κάτω και από μέσα. Σ’ αυτό μόνο, το πεπερασμένο και ελάχιστο της επιφάνειας,  έναντι του άλλου του μεγάλου, του άπειρου και απέραντου, γίνεται η αντίδοση της  εικόνας στον λόγο.  

Φωστιέρης και Ψυχοπαίδης μοιράζονται ακριβοδίκαια τις σελίδες και συνδιαλέγονται,. Ο καθείς με τον τρόπο του προσπαθεί να λύσει το «Αίνιγμα». Δεν θα το λύσει, όπως δεν το έλυσε ποτέ κανείς. Θα προβληματιστεί όμως. Και το «Αίνιγμα» είναι ο «Χρόνος», το «Αρχητέλος», όπως το αποκαλεί ο Ψυχοπαίδης στον Πρόλογο του βιβλίου, θυμίζοντάς  μας ότι ”το τέλος μου βρίσκεται στην αρχή μου”, ”in my beginning is my end ” (East Cocer), όπως έλεγε ο Τ. Σ. Έλιοτ.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Μπορεί  ο αναγνώστης να «διαβάσει» τον ένα με τα όπλα της τέχνης του άλλου;

Ναι… Όχι …Ίσως. Η ποίηση έχει επιμελημένη τη σειρά των λόγων της. Έχει τάξη στους στίχους της, έχει το επιμελημένο, επιλεγμένο λεξιλόγιό της για να πει τα λόγια τα μεγάλα και τα δύσκολα. Όμως η ταραχή τού νου και της ψυχής ενεδρεύει σαν το φίδι του χρόνου ή σαν την αράχνη ή σαν τον λύκο στην αυλή ή σαν τον τίγρη στον καναπέ  ή σαν τις σαύρες  και τα  σαμιαμίδια στο ταβάνι. Πολιορκημένος ο χώρος από τις ευφυείς παραλλαγές του ενός, του έρποντος και κατατρώγοντος τη διορία του κάθε όντος. Πολλά τα παραπλανητικά της καθημερινότητας που  κρύβουν «Πατικωμένο βιαστικά το αιώνιο». Και το καθένα, άλλοτε ως φωνή της φύσης, άλλοτε ως λαμπρό απομεινάρι του μύθου παλεύει «με νύχια και με δόντια» «την καθυστέρηση μονάχα να κερδίσει», επειδή γνωρίζει πως «Κάθε λεπτό είναι από μόνο του μια νίκη».

Αυτή η μικρή νίκη μάς εξασφαλίζεται ως άρτος επιούσιος, μια και η αύριον είναι αόρατη και αμάντευτη, όσο και αν ο Ποιητής αγωνιά να την αλώσει. Αυτά είναι τα λόγια, και παίρνω το πρώτο ποίημα και τον πρώτο πίνακα. Προσπαθώ να ανιχνεύσω τη σύγκλιση, την επίδραση, υποθέτω ως αρχή τον Λόγο και ως εικαστική του αναπαράσταση τη ζωγραφική:

 Εγώ είμ’ εγώ

Εσύ είσ’ εσύ μπορεί και να ’σαι ο άλλος

Ο χρόνος η βαθιά στοά το διαμπερές μου τραύμα

Ζωή το φίδι που άγρυπνο δαγκώνει την ουρά του

Το ποίημα ένας θόρυβος μια σφήκα στο κεφάλι μου

Ο κόσμος ο αράγιστος

Κι ο άγρια ρημαγμένος.

 Το ποίημα αναπτύσσεται σε επτά βήματα. Το Εγώ προβάλλεταιˑ  όχι ως σπουδαιότητα ή μοναδικότητα, αλλά ως οντότητα απέναντι σε ένα Εσύ που εμπλουτίζεται με το «ο άλλος», και τότε νιώθεις ότι κάτι υπεισέρχεται στον περιφραγμένο χώρο σου και δημιουργεί το ρήγμα. Παίρνει όνομα και γίνεται ο απόμακρος «χρόνος», και μετά απομυθοποιείται σε ψυχρή «στοά» και έπειτα υλικοποιείται σε «διαμπερές τραύμα».

Στον τέταρτο στίχο γίνεται «Ζωή», λέξη όμορφη, γεμάτη φως και αισιοδοξία, που δεν προλαβαίνει όμως να ανθίσει γιατί μεταμορφώνεται σε «φίδι» που έρπει, σέρνεται και κουλουριάζεται για να δαγκώσει την ουρά του, όπως ήδη μας είπε ο Έλιοτ, και ο κύκλος ξαναρχίζει.  Ξαφνικά το Εγώ εμπλουτίζεται με την ποιητική του ιδιότητα. «Το ποίημα ένας θόρυβος μια σφήκα στο κεφάλι μου», σφήκα με κεντρί, ο οίστρος  του Σωκράτη, η έμμονη ιδέα του καβαφικού ποιητή Φερνάζη. 

Οι δύο τελευταίοι στίχοι σε αντινομία. «Ο κόσμος ο αράγιστος /Κι ο άγρια ρημαγμένος». Ο ένας, ο μεγάλος κύκλος, ο  περιέχων, και ο άλλος ο μικρός μέσα στον μεγάλο. Ο  περιέχων αδιαφορεί για τον περιεχόμενο που αγωνιά περίκλειστος. Εν ολίγοις, το Εγώ βρίσκεται απέναντι στο Εσύ, στον Άλλο, στον χρόνο, στη  ζωή, στο φίδι. Όλα είναι τέλεια και χωρίς ρωγμή σε μακροσκοπικό επίπεδο.

Όμως στον πίνακα του Ψυχοπαίδη όλα είναι σε αναστάτωσηˑ γεωμετρικά σχήματα, χέρια πλεγμένα σε ικεσία, λέξεις από το ποίημα, μια εφιαλτική φιγούρα ανδρός και μια ημερομηνίαˑ «Κυριακή 16 Οκτωβρίου». Ακόμα, μπογιές, άτσαλες πινελιές, με κυρίαρχες τις μαύρες χαρακιές στα πράγματα και τις κόκκινες πιτσίλες σαν αίμα σκορπισμένο, σαν θάνατος φρέσκος. Βέλη προς τα πάνω και προς τα κάτω, οδός μία. Να είναι άραγε η διαταραγμένη γεωμετρία του πίνακα ο χρόνος του άνδρα  που σταμάτησε στην προαναφερθείσα ημερομηνία; Πάντως, μόνο μιαν αναστατωμένη ψυχή θα μπορούσε να αποδώσει αυτός ο πίνακας. Το προσωπικό στοιχείο, το υποκειμενικό εσωτερικό σχόλιο, ανανίχνευτο. Ο θεατής εικασίες μόνο.

 Και το ερώτημα επανέρχεται τροποποιημένο. Με την εικόνα του Ψυχοπαίδη συνθέτει το ποίημα έτσι όπως το συνέθεσε ο Φωστιέρης; Το ερώτημα παραμένει ένα ζητούμενο.

Το θέμα πάντως είναι σαφές. Ο χρόνος. Ο χρόνος που αδιάφορος γυρίζει και παρασύρει πρόσωπα και πράγματα. «Η άνοιξη υπόθεση ρουτίνας», για τη φύση όμως, όχι για τον άνθρωπο που  χάνεται ή τους άλλους που μένουν για να τον θρηνούν.

 Δεν υπάρχει  ακόμα η συνταγή/ Να φτιαχτεί μια στιγμή διαρκείας []

 Πώς σπαταλήσαμε τη λίγη αιωνιότητας που μας αναλογεί/  

Χαμένοι σε μια έρημο από λέξεις…

 «Τι νέοι που φτάσαμε ως εδώ», ή «παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία χάσαμε τη ζωή» σχολίαζε με τον δικό του τρόπο ο Καρυωτάκης  τον χρόνο φίδι που μας δαγκώνει καθημερινά και ανεπαισθήτως μας ωθεί έξω από τον κύκλο της ζωής. Κι όσο και αν κανείς ψάχνει, σε άγονη γραμμή θα καταλήγει. 

 «Ξεφλουδίζω το ξύλο και βρίσκω το κάρβουνο» λέει ο Φωστιέρης. «Το σύμπαν ξεφλουδίζεται σαν κρεμμύδι, κι ένα κρεμμύδι είναι μόνο  φλούδα» λέει ο Ουμπέρτο Έκο.   Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει τίποτα.

 Παιδί της θάλασσας ο Φωστιέρης, ο εκ θαλάσσης Αμοργού, της άγονης γραμμής, σαν τον αρχαίο Σημωνίδη. Θα υμνήσει το νησί του, τον βράχο που «δεν είναι τόπος. Χρόνος σου είναι»,  που «Κάτι αρμέγει μαύρο στ’ όνομά της/  Α μ ο ρ γ ό ς», που «Σφυρίζει αρόδου/ Το παπόρι αθέατο/ Με την καρίνα οργώνοντας/ Γραμμή/ Τη θάλασσα της νοσταλγίας».

 Το ποίημα με τον οξύμωρο τίτλο «Θηλειά από μετάξι» είναι ένα  ρυθμικό, ομοιοκατάληκτο, ιαμβικό, σαν  «χοροπηδηχτό βαρκάκι» (θα έλεγε ο Ελύτης), σαν παιχνιδιάρικο και ανάλαφρο παιδί του ανέμου και του  Ηράκλειτου, πικρόγλυκο σύνθεμα. «Σπαράζει ο κόσμος μες στου ήλιου τη θηλειά », συνεχίζει ο Φωστιέρης θυμίζοντας τους στίχους από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Αγιάναπα Α΄»: «το βλέπω εδώ το φως του ήλιουˑ το χρυσό δίχτυ/ όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια».

Παραδομένος στο άγνωστο «Επέκεινα» ο άνθρωπος, πασπαλισμένος με μια «χρυσόσκονη αφθαρσίας», όπως  ο Έρωταςˑ μια υπόθεση είναι όλα που «αφού τα υπέθεσες θα υπάρξουν», (αυτό άλλωστε υποστηρίζει και ο Δημόκριτος) και αφού ουδέν εν τω νω ό μη πρότερον εν τη αισθήσει, όπως έλεγαν οι εμπειρικοί, με το σώμα θα πληρώσεις την κάθε λέξη με την οποία θα προσπαθήσεις να περιγράψεις το απερίγραπτο.

 Η συλλογή κλείνει με το μικρό τετράστιχο «Το όρος  Αφροδίτη»:

 Κορίτσι το τσουρουφλισμένο χόρτο του έρωτα

Κι η σκοτεινή σχισμή για την αχερουσία.

Το απόκρημνο βουνάκι σου με ρόδινες μυρτιές

Κι ο χοίρος που βοσκάει τα βαλανίδια.

 Χωρίς τη θέλησή της η σκέψη απλώνεται να κολυμπήσει σε ξένα ύδατα. LOrigine du Monde ονόμασε το έργο του ο  Gustave Courbet, το 1866, όπου σημαδεύει ad hoc εκείνο που ο Φωστιέρης ονομάζει «σχισμή για την αχερουσία», ενώ ο Ελύτης μακρύ δρόμο «του ανθρώπου/ από το Δνοφερόν στο Αείφωτο ψαύοντας δάχτυλο δάχτυλο εωσότου ο κόλπος/ όλος ερευνηθεί και ανοίξει το αίνιγμα/ που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι γλουτοί» («Σπουδή γυμνού»). Ο ποιητής  αρχίζοντας, όπως ο ζωγράφος απέξω, και συνεχίζοντας όπως ο ερευνητής της πηγής της ζωής από μέσα, εκεί όπου δίνουν ραντεβού ο έρωτας με τον θάνατο,  θα καταλήξει, με τη σειρά του, να μη λύσει το αίνιγμα.

 Έτσι, με το παμπάλαιο αίτημα όλοι οι ποιητές μας πάλεψαν, συνεχίζοντας την δυναμική διηνεκή εσωτερική πάλη με το τέρας  ή με τα υποπολλαπλάσιά του,  που κατοικούν μέσα στο σπίτι ή στην ψυχή ή στο μυαλό, με κάποια ελευθερία στις συνδέσεις των στίχων μεταξύ τους, αλλά προσεκτικά, τέλεια αλφαδιασμένους στην τεράστια λευκή σελίδα, στο γοητευτικό χάος του λευκού άπειρου κενού.  

Ο ποιητής ελέγχει τον νου, ο ζωγράφος ελέγχει τον χώροˑ ο καθείς και ο χώρος του. Σαν αδελφές οι δύο τέχνες ανταποκρίνονται η μία στην άλλη, διατηρώντας ωστόσο η καθεμία την ιδιομορφία της. 

Ο ζωγράφος δεν φωτογραφίζει τη φύση, αλλά αποδίδει τις ψυχικές διαθέσεις του, τα στοιχεία αυτού  του χώρου που είναι ιδιωτικός, αλλά εκτεθειμένος στα μάτια μας μπορεί  να γίνει και δημόσιος.

 Την  απάντηση στο «Όρος Αφροδίτη» του Φωστιέρη δίνει η  ανθοστόλιστη πινελιά του Ψυχοπαίδη που κρύβει τη σχισμή τής αχερουσίας αλλά δεν κρύβει τον τρόμο του αγνώστου στα μάτια τής γυναικείας φιγούρας. Και έτσι τελειώνει η περιδιάβαση της μιας τέχνης στα εδάφη της άλλης.

Έτσι. Με έντονα χρώματα μπερδεμένα, αλλά με σαφή σχήματα, με μελετημένες άτσαλες γραμμές που βγάζουν σε μυστικούς  δρόμους, σε υπαινιγμούς, χωρίς να μας καλοπιάνει με εξωραϊσμούς, αφαιρώντας συνεχώς τα πολλά και παραπλανητικά ωραία, αποφεύγοντας την αναμετάδοση της είδησης και θέλοντας να μεταδώσει το αίσθημα του βιώματος, τα θραύσματα ενός βιώματος ή ενός ρημαγμένου κόσμου,  συμβάλλει στην ανάδειξη  των στίχων και κυρίως στη χημεία της λέξης με το σχήμα και το χρώμαˑ στη Συνομιλία της Ζωγραφικής με την Ποίηση, χωρίς η μία να επιβάλλεται στην άλλη. Ο Φωστιέρης συνομιλεί με τον Ψυχοπαίδη, αλλά και με όλη την ποιητική παράδοση.

 Το βιβλίο είναι πολυτελές, έχει τον Πρόλογο και τα εικαστικά τού Ψυχοπαίδη, τα ποιήματα του Φωστιέρη και τα βιογραφικά των δύο δημιουργών. Φως και ψυχή.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.