You are currently viewing  Ανθούλα Δανιήλ: Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου – στην  Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου   

 Ανθούλα Δανιήλ: Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου – στην  Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου  

  Ο συγγραφέας

 Ο Μολιέρος είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του παγκόσμιου θεάτρου και ο μεγαλύτερος κλασικός ποιητής, γενικώς. Το πλήρες όνομά του  ήταν  JeanBaptiste Pοquelin ή απλώς Molière – Μολιέρος. Γεννήθηκε και πέθανε στο Παρίσι (1622  1673). Έζησε για το θέατρο και  πέθανε, κυριολεκτικά, για το θέατρο,  μέσα στο θέατρο και μάλιστα στη σκηνή, μετά από ισχυρή αιμορραγική κρίση, ενώ έπαιζε τον Κατά φαντασίαν ασθενή, αν και η πληροφορία αμφισβητείται. Ωστόσο, το σίγουρο είναι ότι υπηρέτησε το θέατρο από όλες τις θέσεις: θεατής, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, δάσκαλος της κωμωδίας στην Ευρώπη.

Ως ηθοποιός δεν είχε θέση στο νεκροταφείο. Ο Βασιλιάς όμως του παραχώρησε μια εκεί που θάβονταν τα αβάπτιστα βρέφη. Η ταφή έγινε νύχτα και κρυφά, παρόλα αυτά με πλήθος κόσμου. Φορούσε πράσινα ρούχα που θεωρούνταν πως φέρουν κακοτυχία στους ηθοποιούς, όπως πράσινες κορδέλες  φοράει και ο ήρωας του Μισάνθρωπου. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1792 στο μουσείο των μνημείων και το 1817 στο νεκροταφείο  Père Lachaise.

Αν και σπούδασε Νομικά και έγινε δικηγόρος και ενώ ο πατέρας του φιλοδοξούσε να τον δει θαλαμηπόλο του Βασιλιά, εκείνος, όταν ερωτεύτηκε μια ηθοποιό, εγκατέλειψε τη δικηγορία και έγινε ηθοποιός. Η ζωή του ήταν ταραχώδης και περιπετειώδης. Περιφερόμενος με τον οικογενειακό θίασο, πλέον, γνώρισε  πολλές δυσκολίες και πολλές αποτυχίες

Άρχισε να γράφει τα δικά του έργα στα 1665 και να καυτηριάζει τα ανθρώπινα ελαττώματα και κυρίως των γυναικών. Έτσι κέρδισε το ενδιαφέρον του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄, ο οποίος είχε εντάξει στα πολιτισμικά του προγράμματα και τα Γράμματα. Αν και με την κριτική του ενοχλούσε πολλούς και ο Βασιλιάς τον συμβούλεψε να το αποφύγει, εκείνος όχι μόνο δεν το απέφυγε αλλά  πέτυχε και μεγαλύτερη χρηματοδότηση. 

 

Το έργο

 

Τον ΜισάνθρωποΧολερικό ερωτευμένο) έγραψε στα 1666. Πρόκειται για μια κωμωδία σε πέντε πράξεις, όπου ο πρωταγωνιστής, ο Alceste (το όνομα κατάγεται από την Άλκηστη του Ευριπίδη, αλλά η ιδέα από τον Δύσκολο του Μενάνδρου), μισεί τον κόσμο για την υποκρισία του, έτσι δικαιολογείται και ο δεύτερος τίτλος,  ο χολερικός,  που αφορά τον άνθρωπο με τη μαύρη χολή, πηγή της μελαγχολίας. Συμπρωταγωνιστής του είναι ο ψύχραιμος Φιλέντ. Κυρία του έργου και αγαπημένη του Αλσέστ, παιχνιδάκι στα χέρια της, είναι η ωραία Σελιμέν,  φιλάρεσκη και άνετη στις συναναστροφές της, της αρέσει να σχολιάζει τους γύρω της και να διασκεδάζει. Ο καημένος ο Αλσέστ,  δεν αντέχει αυτόν τον κόσμο, αγωνίζεται εναντίον της υποκρισίας αλλά δεν ακούγεται από κανέναν. Ματαίως προσπαθεί να τον συνετίσει ο Φιλέντ. Μένει με την ιδιοτροπία του στην άκρη Μισάνθρωπος σαν τον Τίμωνα τον Αθηναίο του Σαίξπηρ.

Ο Μισάνθρωπος έχει μεταφραστεί πολλές φορές με αφορμή κάποια θεατρική παράσταση. Το έργο πρωτοπαίχτηκε στο Παρίσι, στο θέατρο Παλαί Ρουαγιάλ, στις 4 Ιουνίου 1666, από το θίασο του Βασιλέως. Με τη μετάφραση,  την οποία εκπόνησε η Χρύσα Προκοπάκη, παίχτηκε για πρώτη φορά στις 7 Απριλίου 1996, την Νέα Σκηνή, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων  και είναι αφιερωμένη στον Λευτέρη Βογιατζή. Κι ενώ οι μεταφράσεις αλλάζουν οι χολερικοί τύποι παραμένουν και ο Μολιέρος είναι πάντα επίκαιρος.

 Η Χρύσα Προκοπάκη, με τις σημαντικές σπουδές της, στην Ελλάδα και στο Paris III, στο Παρίσι, με μεγάλη μεταφραστική θεατρική, και όχι μόνο, εμπειρία, επιμελήθηκε το κείμενο του Μολιέρου και το απέδωσε με κέφι, μπρίο και σημασία στα σημεία, σε χυμώδεις δεκαπεντασύλλαβους.

 

Η παράσταση

 

Ο θεατής, που μπαίνει στην πεποικιλμένη αίθουσα της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, νιώθει ότι μπαίνει συγχρόνως και αυτομάτως στο πολυτελές σαλόνι της Σελιμέν, της αγαπημένης του Μολιέρου. Όμως, από την πρώτη λέξη που εκστομίζει ο Αλσέστ –ο Μισάνθρωπος- το θέμα της μεγάλης διάστασης του ήρωα με τον περίγυρο δείχνει ότι είναι πολύ σοβαρό. Ο Αλσέστ, όπως εξηγεί στον φίλο του τον Φιλέντ, δεν αντέχει την υποκρισία, δεν αντέχει όλους αυτούς που τριγυρίζουν την αγαπημένη του κι εκείνη φλερτάρει μαζί τους -παίζει, θα έπρεπε να πούμε- τηρώντας τους κανόνες της συμπεριφοράς του καθώς πρέπει κόσμου. Ο Αλσέστ δηλώνει ότι στις διεφθαρμένες τις καρδιές δεν θέλει να ’χει θέση.  Το πρόβλημα θα κορυφωθεί όταν ένας κακός ποιητής θα μηνύσει τον Αλσέστ, επειδή του είπε κατάμουτρα πως το σονέτο του δεν αξίζει τίποτα.

Ο Φιλέντ προσπαθεί να τον πείσει ότι στην δική τους κοινωνική τάξη και χαρακτήρα δεν πρέπει να παραλείπουν «συμβατικές αβρότητες κι όσα απαιτούν οι τύποι». Ο Αλσέστ όμως, απόλυτος, δεν είναι διατεθειμένος με τίποτα να παραστήσει τον ευγενή –δεν αποδέχεται  τα κατά συνθήκην ψεύδη, όπως λέμε,  και έρχεται σε ρήξη με τους πάντες: «Σκυλιάζω, δεν αντέχω πια κι είμαι αποφασισμένος/ να συγκρουστώ μ’ ολόκληρο τ’ ανθρώπινο το γένος». Ο Αλσέστ είναι μόνος στο σαλόνι της Σελιμέν, μόνος και απόμακρος και μόνο για να κατακρίνει.  Η Σελιμέν τον αγαπά, αλλά αρνείται  να φύγει μαζί του στην ερημιά, όπως εκείνος της προτείνει. Είναι είκοσι χρονών και θέλει να ζήσει μέσα στον κόσμο. Πεισματάρης σαν μικρό παιδί ο Αλσέστ αρνείται να δει την πραγματικότητα και αποφασίζει να φύγει μόνος. Οπότε ο Φιλέντ λέει την τελευταία ατάκα του έργου: Πάμε, κυρία, να κάνουμε το παν για το καλό του, /το σχέδιο ν’ αποτρέψουμε που ’βαλε στο μυαλό του.

 Ο άνθρωπος Μολιέρος αφήνει παραθυράκι για να πειστεί ο απόλυτος Μισάνθρωπος -Αλσέστ.

Η παράσταση έχει ωραίο σκηνικό, οι ηθοποιοί κάνουν τη φιλότιμη προσπάθειά τους και  καταθέτουν ο καθένας τη σφραγίδα του. Ο πάντοτε καλός Χρήστος Λούλης,  παίζει άνετα τον Φιλέντ, κουνάμενος σεινάμενος,  ευέλικτος και προσαρμοζόμενος, στις περιστάσεις, φίλος. Ο επίσης πολύ καλός πάντα Μιχαήλ Μαρμαρινός, μονοκόμματος ως Αλσέστ,  πάει κι έρχεται, προβληματισμένος, σαν η άκαμπτη στάση του σώματος να συμπληρώνει τον μονόχνοτο χαρακτήρα του. Η μεγάλη ευλυγισία των άλλων προσώπων και η υπερκινητικότητα  έδωσαν το στίγμα μιας ευπροσάρμοστης κοινωνίας χωρίς αντίσταση σε κανένα κακό.

Η Άλκηστις Πουλοπούλου, Σελιμέν, παρουσιάζεται ιδιαιτέρως τολμηρή. Η γκαρνταρόμπα της σε κοινή θέα, στολίζεται με ρούχα και συμπεριφορές κοριτσιού που πήρε τον «κακό τον δρόμο», ενώ ο Μολιέρος δεν μας την δίνει έτσι. Η Σελιμέν μιλάει, γελάει, φλερτάρει, κουτσομπολεύει, όπως όλοι, αλλά ως εκεί. Στην παράσταση, αποδόθηκε ιδιαιτέρως τολμηρή και προκλητική σαν να έχει χάσει τον μπούσουλα.

Οι πρωταγωνιστικοί, αλλά και οι άλλοι ρόλοι, απέδωσαν την ουσία της διάστασης, όμως οι σεξιστικές σκηνές είναι πολλές, τα μπουκάλια πολλά, οι ήρωες όλοι πίνουν συνεχώς. Ένα συγκρότημα μέσα στο σαλόνι, που προσπαθεί να παίξει τα δικά του πάθη, κακοπαθαίνει, επίσης, συνεχώς, η κίνηση υπερβολική, η κατανάλωση ποτών μεγάλη και τα άπειρα μπουκάλια στο πάτωμα έδιναν την αίσθηση του χαμένου μέτρου. Όλα συμβαίνουν έτσι και σε τέτοιο βαθμό για να βγει από τα ρούχα του ο φτωχός ο Αλσέστ. Όμως, έτσι όπως σκηνοθέτησε ο Χουβαρδάς, δεν είχε ανάγκη από έναν  αγανακτισμένο μισάνθρωπο, εφόσον και ένας καθημερινός άνθρωπος θα επαναστατούσε.  Από την άλλη, η κωμωδία διογκώνει τα ελαττώματα. Ο Μολιέρος,  βέβαια,  κωμωδία γράφει,  έστω και πικρή, για να καυτηριάσει την υποκρισία, αλλά…  

Στα  σκηνοθετικά πρόσθετα,  μια κάμερα που αλλάζει συνεχώς θέση, σαν να θέλει να φωτίσει όλες τις γωνίες και μια οθόνη που αναμεταδίδει σε ασπρόμαυρο τα επί σκηνής δρώμενα, σαν να μας δείχνει συγχρόνως τη διπλή υπόσταση ή θέαση των πραγμάτων – το ίδιο και κάπως αλλιώς ιδωμένο,  πώς φαίνεται και πώς είναι, η έξω και η μέσα σκέψη εκείνου που δρα και μιλάει-  έδωσαν στο έργο σύγχρονο χαρακτήρα.

Στο ενδυματολογικό, όλα καλά, πλην της πρωταγωνίστριας, της οποίας το τολμηρό ντύσιμο και γδύσιμο δεν παρέπεμπε σε κομψότητα αλλά σε κάτι «άλλο». Όσο για το υπέροχο γυμνό της, δείγμα της τόλμης του σκηνοθέτη, μας έδωσε την ευκαιρία να θαυμάσουμε μια σύγχρονη Φρύνη. Σημαίνουσες και οι πράσινες μπότες που φοράει ο  Μαρμαρινός. Παραπέμπουν στις πράσινες κορδέλες που φορούσε ο Κατά φαντασίαν ασθενής και τα πράσινα ρούχα του Μολιέρου που έδωσαν στο πράσινο χρώμα τον συμβολισμό της κακοτυχίας του ηθοποιού.

Τέλος, ο πάντα αξιαγάπητος Γιάννης Βογιατζής, που υποδύεται τον ηλικιωμένο υπηρέτη, κάθεται μόνος στο σαλόνι, ενώ όλοι οι άλλοι δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί, όπως εκείνος ο υπηρέτης στον Βυσσινόκηπο  του Τσέχωφ που τον ξέχασαν και έφυγαν.  Ο Βογιατζής απέδωσε σωστά, συγκινητικά, τα κουρασμένα βήματά του σ’ ατή την απέραντη, γεμάτη θόρυβο, σκηνή. Σε διαμετρικά αντίθετη θέση, μπήκε και ο Μαρμαρινός στην σκηνή, πολύ νωρίς. Σαν αυτά τα δύο πρόσωπα, ο πρώτος και ο τελευταίος ρόλος, ο ένας πολλά λόγια κι ο άλλος ελάχιστα, να υπερτόνισαν ή υποδήλωσαν τις αντίθετες θέσεις που προβάλλει το έργο.

   

Παρά τις όποιες παρατηρήσεις μας, η παράσταση ήταν ωραία.

 

Συντελεστές
 Χρύσα Προκοπάκη: Μετάφραση, Γιάννης Χουβαρδάς: Σκηνοθεσία, Εύα Μανιδάκη: Σκηνικά, Ιωάννα Τσάμη: Κοστούμια, Σταυρούλα Σιάμου: Κίνηση, Κορνήλιος Σελαμσής: Μουσική.
Παίζουν: Χρήστος Λούλης (Φιλέντ), Μιχαήλ Μαρμαρινός (Αλσέστ), Δημήτρης Παπανικολάου (Ορόντ), Άλκηστις Πουλοπούλου (Σελιμέν), Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Ακάστ), Λαέρτης Μαλκότσης (Κλιτάντρ), Έλενα Τοπαλίδου (Ελιάντ), Έμιλυ Κολιανδρή (Αρσινόη), Γιάννης Βογιατζής (Ντυ Μπουά)

 

                                            

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.