You are currently viewing Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά: Γιάννης Στεφανάκις,  Βάθος Ουρανού. Εκδόσεις ΑΩ

Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά: Γιάννης Στεφανάκις, Βάθος Ουρανού. Εκδόσεις ΑΩ

Οικολογικές, κοινωνιολογικές, υπαρξιακές και ερωτικές αναζητήσεις στο ποιητικό έργο Βάθος Ουρανού του Γιάννη Στεφανάκι

 

 «Απορριμμάτων∙/ απελπισίας κάδος/ και ευμάρειας/ Χρόνος άχρονος,/ αλήτης πεισματάρης∙/ θεός στο βάθος/ Η λύρα κλαίει:/ παθών τα πάθη λέει∙/ κι εσύ μου γελάς»[1]. Για τον ποιητή και εικαστικό (με καταγωγή από την επαρχιακή Γρηγοριά Ηρακλείου Κρήτης, στις νότιες υπώρειες του Ψηλορείτη) η σύγχρονη δυτική κομφορμιστική κοινωνία είναι απολύτως τεχνητή και ανούσια. Όλο αυτό το οικοδόμημα της υποτιθέμενης επίγειας ευτυχίας που επινοήθηκε από επιτήδειους τεχνοκράτες και πολιτικούς, τελικά, αποδείχθηκε σαθρό, ανεπαρκές. Οι ανέσεις (που το πολιτικό σύστημα προσέφερε στους πολίτες ως αντάλλαγμα γι’ αυτή την περίτεχνη και κεκαλυμμένη αλλοτρίωση) δεν κατέστησαν ικανές να χαρίσουν πραγματική ευδαιμονία∙ αντίθετα, οδήγησαν σε απομόνωση και σε ψυχικό αδιέξοδο τους ανθρώπους, που βρέθηκαν παγιδευμένοι σε αυτή την φυλακή. Ο Χρόνος, με τη δυναμική του παρουσία, επιτείνει αυτό το καθημερινό μαρτύριο, αφού κυλά γρήγορα έχοντας μια προδιαγεγραμμένη πορεία για το άτομο. Στον αντίποδα, η μουσική –μέσω της κρητικής λύρας που συμπάσχει με το ανθρώπινο δράμα– επιχειρεί να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων και να ελαφρύνει κάπως τη φορτισμένη ατμόσφαιρα που δημιούργησαν οι αλυσιδωτές επίγειες ανατροπές. Απέναντι σε αυτή τη δυσμενή κατάσταση, το γέλιο της αγαπημένης συντρόφου αποδεικνύεται σωτήριο για τον ποιητή Γιάννη Στεφανάκι που αναζητά διέξοδο: «Θα γίνω φωτιά,/ καπνός για να υψωθώ∙/ βάθος ουρανού»[2]. Ο τελευταίος (δυσφορώντας γι’ αυτή την άσχημη κατάσταση στις μεγαλουπόλεις, έχοντας βιώσει την πραγματική ευτυχία στο φυσικό περιβάλλον), μέσα από την αντιπαράθεση αστικού και αγροτικού τοπίου, στο ποιητικό του έργο Βάθος Ουρανού προβαίνει σε οικολογικές, κοινωνιολογικές, υπαρξιακές και ερωτικές αναζητήσεις∙ προσπαθώντας έτσι (ως ένας άλλος Σίσυφος) να γεφυρώσει το χάσμα της στέρησης αληθινής ευδαιμονίας και να επιβιώσει στο ήδη διαμορφωμένο –εν αγνοία του, παρά τη βούλησή του– περιβάλλον: «Θα βάλω πλάτη/ σύννεφα θα κρατήσω∙/ έναν ουρανό»[3].

Στο συγκεκριμένο έργο παρατίθενται 137 χαϊκού[4] (σε ένα εγχείρημα υιοθέτησης της ιαπωνικής σοφίας) και 35 σχέδια του ίδιου του ποιητή και καλλιτέχνη Γ. Στεφανάκι σε ασπρόμαυρη εκδοχή. Εξαίρεση αποτελεί το έγχρωμο σχέδιο που διανθίζει το εξώφυλλο (επαναλαμβανόμενο σε μικρότερες διαστάσεις στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) όπου κυριαρχεί το πράσινο και το λευκό. Αυτές οι εικόνες (απολύτως επεξηγηματικές του περιεχομένου κάθε ποιήματος που προτάσσεται) τοποθετούνται πάντα στις μονές σελίδες του έργου, καταλαμβάνοντας συχνά μεγάλο χώρο σε σχέση με τα ποιήματα, σε μια προσπάθεια του ποιητή-καλλιτέχνη ανάδειξης των νοημάτων. Ο Γ. Στεφανάκις επιλέγει το ασπρόμαυρο μοτίβο υποδηλώνοντας έτσι την αντίθεση των πραγμάτων αλλά και του ανθρώπινου υπαρξιακού κύκλου (ζωή-θάνατος): «Λευκό σύννεφο/ τη σκιά σου θα δέσω,/ με μαύρο σκοινί»[5]. Ωστόσο, δεν καταλήγει στο κενό της απαισιοδοξίας και της μελαγχολίας αλλά χάρη στην ποίηση, στην τέχνη, στην ομορφιά της φύσης και της αληθινής αγάπης, μεταβαίνει από τη θλίψη στην ελπίδα, από το αδιέξοδο στη λύτρωση: «Ένα χαϊκού/ πυκνό σαν πέτρα βράχου∙/ σαν χάδι ζεστό/ Η πικροδάφνη/ ζωγραφίζει στο κενό∙/ βρέχει, καρδιά μου/ Εχθές έβρεχε∙/ τώρα ο ήλιος λάμπει/ στην παλάμη μου»[6].

Η επιλογή έντονων χρωμάτων στο εξώφυλλο (πράσινο, κόκκινο αλλά και λευκό) αναδεικνύει την ομορφιά και το μεγαλείο της φύσης ικανής να αντισταθμίσει τη σαθρότητα και την ασχήμια της σύγχρονης πραγματικότητας: «Πουλάκι μόνο/ στο κλαδί σαν κελαηδάς:/ ζωή χαρίζεις»[7]. Στη συγκεκριμένη εικόνα το πράσινο χρώμα των αιχμηρών βράχων ενώνεται αρμονικά με την πρασινωπή απόχρωση των υδάτων της θάλασσας και το λευκό χρώμα των κυμάτων και των σύννεφων, ενώ το κόκκινο (γεμάτο πάθος) φεγγάρι συνδέεται με ένα κόκκινο σχοινί με τη θάλασσα και τον ουρανό.

Η ποίηση του Γ. Στεφανάκι είναι απολύτως βιωματική, βασισμένη στο συναίσθημα που αναδύεται με τη συμβολή σημαντικών αναμνήσεων του παρελθόντος, συμβολική (με θετικά και αρνητικά σύμβολα δανεισμένα κυρίως από τη φύση – όπως, ο ουρανός, το φεγγάρι, η θάλασσα, ο αέρας, το ποτάμι, τα βράχια, το δέντρο, το γιασεμί, η τριανταφυλλιά, ο γλάρος, η νυχτερίδα, η δεντρογαλιά κ.ά., αλλά και τις εποχές του έτους – με προτίμηση στο καλοκαίρι που του προσδίδει έναν αέρα αισιοδοξίας, προσδοκίας, ερωτισμού∙ τελικά, λύτρωσης), υπαρξιακή (με απολύτως ρεαλιστικές τοποθετήσεις, μακριά από μεταφυσικές χίμαιρες και ανούσιες αυταπάτες), με αιχμές και προσεγγίσεις κοινωνιολογικές, ηθικές (σύμφωνα με το ανθρωποκεντρικό πρότυπο), ιδιαίτερα ερωτική (όπου ο έρωτας και η χαρά της ζωής συγκλίνουν): «Όταν έρχεσαι∙/ μέλισσες σκορπούν μέλι/ στο πέρασμά σου»[8] και «Η αγάπη σου/ τροχός οδοντογιατρού:/ φιλί στο στόμα»[9]. Τελικά, ο έρωτας είναι ένας ύμνος απέναντι στη ζωή, που έχει πολλές πτυχές (ευτυχίες και δυστυχίες) σαν «ένα βιβλίο/ με πολύχρωμα φύλλα»[10].

Ο λόγος του είναι πυκνός, συμβολικός (αποκαλυπτικός πολλών νοημάτων) αλλά απολύτως κατανοητός, με ορισμένες λέξεις δανεισμένες από την καθαρεύουσα, άλλες από τα στοιχεία της φύσης (μάλιστα, ο ποιητής υιοθετεί μερικές φορές τη λιγότερο κοινή ονομασία τους ή, καλύτερα, τη νησιώτικη εκδοχή τους, όπως π.χ. «κρεβατίνα» = κληματαριά, «δεσπολιά» = μουσμουλιά, «νέφαλα» = σύννεφα, «θάμνος φλισκούνι» = αγριομέντα), γεμάτος ζωντάνια (διανθισμένος από πολλές εύστοχες παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις άψυχων στοιχείων – κυρίως, της φύσης: «Υγρά τα φύλλα/ γλώσσα στον ήλιο βγάζουν∙/ χώμα νωπό»[11], υιοθέτηση του δεύτερου ενικού προσώπου και συχνή χρήση σημαντικών σημείων στίξης – ερωτηματικό, άνω τελεία, άνω και κάτω τελεία), μινιμαλιστικός-ελλειπτικός (με παντελή απουσία της τελείας), καυστικός-κριτικός-αφοριστικός αλλά και ερωτικός-αισθησιακός.

Ο ποιητής αντικρίζει με απογοήτευση τη δεινή εικόνα της ανούσιας, παράλογης σύγχρονης πραγματικότητας στην ελληνική πρωτεύουσα, ενώ ξαναβρίσκει την αισιοδοξία του και τη χαρά της ζωής χάρη στην απλότητα και αυθεντικότητα της καθημερινότητας στην ύπαιθρο∙ έτσι όπως τη βίωσε και εξακολουθεί να τη βιώνει στη γενέτειρά του (την Κρήτη) αλλά και στην Αίγινα όπου διανέμει δημιουργικά τον χρόνο του (εκτός της διαβίωσής του στην Αθήνα) χαρίζοντας στο κοινό αξιόλογα έργα τέχνης και ποιοτικά ποιητικά κείμενα, απολαμβάνοντας τις χαρές του ανέπαφου φυσικού τοπίου: «Στο ποίημα και/ στα χρώματα κοιμάμαι∙/ ποτέ δεν ξυπνώ/ Νέφαλα κλωστή:/ έναν ουρανό κεντώ/ για καλοκαίρι»[12]. Ζώντας στην πρωτεύουσα, αναγκαστικά έρχεται σε επαφή με το ακαλαίσθητο τοπίο των ψυχρών τσιμεντένιων γιγαντιαίων οικοδομών που στο εσωτερικό τους αιχμαλωτίζουν ανεκπλήρωτα όνειρα, προσδοκίες μιας ολόκληρης ζωής που διαλύθηκαν στη στάχτη του χρόνου, οραματισμούς και αυταπάτες για μια καλύτερη ζωή, απογοητεύσεις, ματαιώσεις, απώλειες αγαπημένων ανθρώπων, βυθίζοντας στη μοναξιά και στο κενό τους πολίτες: «Ουρανοβατείς/ στο τσιμέντο δεμένος∙/ κέλυφος άδειο»[13]. Αυτή η πεσιμιστική γκρίζα οπτική επιδεινώνεται και λόγω της παρουσίας παράταιρων τηλεοπτικών κεραιών που τοποθετούνται άναρχα στις ταράτσες των κτηρίων, συμβάλλοντας έτσι με τον τρόπο τους στην αλλοτρίωση και παραπληροφόρηση των ατόμων από τα ΜΜΕ – πιστά φερέφωνα του πολιτικού συστήματος, που έχουν σκοπίμως υπερτιμήσει τον ρόλο της τηλεόρασης ως ένα αξιόπιστο μέσον ενημέρωσης: «Κεραίες τοτέμ[14]/ σε υψηλά κτήρια/ ψέματα ξερνούν»[15].

Στο αστικό τοπίο η ατμόσφαιρα είναι ιδιαίτερα μολυσμένη εξαιτίας της κυκλοφοριακής ρύπανσης και των καπνών που αναδύουν τα τζάκια των σύγχρονων κατοικιών: «Ο αστερίας/ νεκρός στο βάθος κείται:/ τα ψάρια πενθούν»[16]. Η μοναξιά των ανθρώπων είναι διάχυτη, αντίστοιχη με αυτή που αναδύουν τα ερειπωμένα (σε απόγνωση) χωριά που έχουν εγκαταλειφθεί για χάρη της υποτιθέμενης ευζωίας. Ο θάνατος παραμονεύει κάθε έμψυχο ον που –δυστυχώς– αγνοεί τη μοίρα του: «Έρημο χωριό:/ οι τοίχοι μόνοι στέκουν,/ πιθάρια χάσκουν/ Αιθαλομίχλη,/ φανάρια στο κόκκινο∙/ άνθρωποι μόνοι/ Σκυφτό πουλάκι/ αμέριμνο∙ τσιμπάει/ το θάνατό του»[17]. Αυτό το ασφυκτικό κλίμα (που επικρατεί στις μεγαλουπόλεις) έχει επηρεάσει αρνητικά ακόμη και τα δέντρα που προσπαθούν μάταια να επιβιώσουν εκεί: «Πέφτει η σκιά/ στην άσφαλτο που καίει∙/ άρρωστα δέντρα»[18]. Μάλιστα, ο εικαστικός Γ. Στεφανάκις συνηθίζει να τα απεικονίζει ισχνά, αποστεωμένα, κατεστραμμένα, δίπλα στην καυτή άσφαλτο, αδυνατώντας να συνυπάρξουν αρμονικά με το μολυσμένο αστικό περιβάλλον.

Ο χρόνος διαβαίνει βιαστικός, στιγματίζοντας τις ανθρώπινες ζωές, υποχρεώνοντας τους πολίτες να ακολουθήσουν την ξέφρενη πορεία του, οδηγώντας τους μεθοδικά στη φθορά, στην αρρώστια, στον θάνατο. Η φύση επιστρατεύει τα στοιχεία της και προσπαθεί να ανατρέψει αυτή τη μίζερη εικόνα. Το φεγγάρι εφάπτεται με τρυφερότητα στη γκρίζα πολυκατοικία και προσπαθεί να τη φωτίσει, αφήνοντας την αντανάκλασή του να διαπερνά τα παράθυρα-οπές των διαμερισμάτων και –ταυτόχρονα– τη σκιά του στο δώμα της ταράτσας: «Την καμινάδα/ γλείφει φως του φεγγαριού/ σκιά στο δώμα»[19]. Οι τριανταφυλλιές, υπακούοντας στους κανόνες της φύσης, εξακολουθούν να ανθίζουν, παρά το αρνητικό μολυσμένο περιβάλλον, το γιασεμί ευωδιάζει την ατμόσφαιρα, τα πουλιά κελαηδούν μελωδικά.  

Με αυτή την πεσιμιστική διάθεση των ανθρώπων συμβαδίζουν και τα στοιχεία της φύσης που συμπάσχουν και δείχνουν έμπρακτα ενσυναίσθηση∙ το φεγγάρι χάνει τη λάμψη του, χλομιάζει, άλλοτε αδειάζει, ο ουρανός ξαφνικά γίνεται βαρύς και ετοιμάζεται για καταιγίδα, άλλοτε πάλι χάνει το χρώμα του, γίνεται κόκκινος, η ορμητική βροχή επιτείνει αυτό το μαρτύριο της μονοτονίας και της μελαγχολίας, ο αέρας γίνεται απειλητικός, η θάλασσα αγριεύει και δείχνει τον θυμό της, τα σύννεφα και η σκόνη στοιχειώνουν την πόλη, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα αποπνικτική.

Αντίθετα, στο φυσικό περιβάλλον, όλα είναι εντελώς απλά, αυθεντικά και ευχάριστα. Ο γλάρος πετά και με το βλέμμα του εντοπίζει την τροφή του στο εσωτερικό της θάλασσας, άλλοτε επιδίδεται σε ερωτικά παιχνίδια, το ποτάμι συνεχίζει την ορμητική του ροή λαξεύοντας περίτεχνα τις πέτρες, τα σύννεφα μοιάζουν με δαντελωτές κουρτίνες, το γιασεμί μοσχοβολά, ενώ η χελώνα κρύβεται στη σκιά του, η νύχτα απολαμβάνει την ηρεμία της, η αγριομέντα ευωδιάζει και ομορφαίνει τον γυμνό βράχο, τα «αρμυρίκια» αποτυπώνουν το όνομά τους στη θάλασσα, τα κύματα της θάλασσας χαίρονται ανέμελα το παιχνίδι τους, τα πρασινωπά θαλασσινά νερά διασκεδάζουν χορεύοντας «με τα φύκια», οι θάμνοι χορεύουν, το «σαμιαμίδι» περιφέρεται ελεύθερα μέσα στα σπίτια προσφέροντας ευδαιμονία στους ενοίκους: «Το σαμιαμίδι:/ καλοτυχιά στο σπίτι/ λένε οι γραφές»[20].

Από τους πλέον δυστυχισμένους, τους απόκληρους της κοινωνίας που βρέθηκαν περιπλανώμενοι, στην καρδιά των μεγαλουπόλεων, είναι οι πρόσφυγες και οι άστεγοι. Μέσα από αυτές τις θλιβερές εικόνες, ο ποιητής Γ. Στεφανάκις, ευαισθητοποιημένος για τα κοινωνικά προβλήματα που μαστίζουν τη σύγχρονη καθημερινότητα των δυτικών χωρών, με έναν λόγο καυστικό αλλά –ταυτόχρονα– γεμάτο ευαισθησία, αναφέρεται στη μοναξιά, στην ανέχεια και γενικότερα, στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης αυτών των ανθρώπων∙ οι οποίοι, εκτός από τη μοναξιά και την απομόνωση από το κοινωνικό σύνολο, έχουν να αντιμετωπίσουν και ακραία καιρικά φαινόμενα, σε αντίθεση με τους αυτόχθονες κατοίκους που απολαμβάνουν τη θαλπωρή του σπιτιού τους: «Συννεφιά, βροχή/ κρυώνουν οι πρόσφυγες, τα τζάμια θολά»[21]. Η μοναδική παρηγοριά-λύτρωση γι’ αυτούς είναι η ελπίδα, η προσμονή της αγάπης των άλλων, που θα μπορούσε να αναπληρώσει αυτό το κενό και να τους χαρίσει ψυχική ανάταση: «Γερο-άστεγος:/ παραληρηματικός/ στη μοναξιά σου/ Μετά την μπόρα/ το ουράνιο τόξο/ μες στη ματιά σου/ Να περιμένεις/ το φιλί σαν ουρανό/ μέσα στην πίκρα»[22].

Σε αυτό το μελαγχολικό σκηνικό έρχονται να προστεθούν ο χρόνος που λειτουργεί αρνητικά, απειλητικά για τον άνθρωπο επιφέροντας αλλεπάλληλες ανατροπές-«ανέμους», η φθορά, η λήθη που σκεπάζει σαν καταχνιά τη μορφή αγαπημένων προσώπων, οι αρρώστιες, ο θάνατος: «Φθορά στους τοίχους:/ ο ασβέστης∙ πρόσωπα/ ξεχασμένα»[23]. Σε σχέδιο που συνοδεύει αυτό το ποίημα ο εικαστικός Γ. Στεφανάκις αποτυπώνει –σε κατεστραμμένους, γεμάτο ρωγμές λευκούς τοίχους– αγαπημένες νεκρές μορφές που φαίνονται αχνά, θολά, σβησμένες από τη δύναμη του χρόνου και της λήθης. Η νυχτερίδα, το πουλί του θανάτου, καραδοκεί «στη σιγαλιά της νύχτας:/ [διαγράφοντας] κύκλους θανάτου»[24]. Ο ποιητής συνειδητοποιεί το τραγικό υπαρξιακό κενό, επισημαίνοντας στους αναγνώστες: «Η ζωή φεύγει,/ μεγαλώνουν οι σκιές/ των κυπαρισσιών»[25]. Μάλιστα, επιλέγει ως επίλογο του παρόντος έργου ένα ποίημα που απευθύνεται –προφανώς– στον απροσδόκητα χαμένο αδελφό του (στον οποίο αφιερώνει και το Βάθος Ουρανού), υιοθετώντας το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Εκεί αναφέρεται στην προτίμηση του νεκρού προσώπου στο «σκοτάδι» έναντι του «φωτός», ενώ στην αντίστοιχη εικόνα (που συνοδεύει το ποίημα) απεικονίζεται ένας άντρας με γυρισμένη την πλάτη στο φως του φεγγαριού: «Άφησες το φως/ σαν να σου ήταν βάρος∙/ σκοτάδι πήρες»[26].

Μέσα σε αυτό το αδιέξοδο, σε αυτή την τεχνητή και παράλογη φόρμα διαβίωσης, ο ποιητής και εικαστικός Γ. Στεφανάκις αναζητά διέξοδο, φως ενάντια στο σκοτάδι, ένα «βάθος ουρανού», προσπαθεί να αναδυθεί στον ουρανό προσλαμβάνοντας ταυτόχρονα μια άϋλη μορφή: «Θα γίνω φωτιά,/ καπνός για να υψωθώ∙/ βάθος ουρανού»[27]. Σε αυτή τη φορτισμένη ατμόσφαιρα, ακόμη και τα σύννεφα ασφυκτιούν και προσδοκούν τρόπο διαφυγής στον ουρανό λαμβάνοντας τη μορφή υπτάμενων ιχθύων: «Νέφη σαν ψάρια/ απέδρασαν∙ ουρανό/ είχαν κατά νου»[28].

Η ποίηση, η τέχνη, ο έρωτας που εμπνέονται από την ομορφιά της φύσης,  συνιστούν το προσωπικό καταφύγιο του ποιητή, τη μοναδική ελπίδα, την επίγεια λύτρωση. Η λύση, η αλήθεια εντοπίζονται στην καρδιά της φύσης, καθόσον τον οδηγούν σε «αυτογνωσία», σε «καταβύθιση ψυχής»[29], σε ειλικρινή ενδοσκόπηση, σε απολογισμό ζωής, γεγονός που του δημιουργεί αφόρητο ψυχικό πόνο.

Ο έρωτας λειτουργεί κατασταλτικά έναντι του θανάτου, σαν ένα θαυματουργό ξόρκι: «Καρφώνω βαθιά/ στο κορμί σου τη γλύκα∙/ θάνατο διώχνω»[30]. Η αιθέρια παρουσία της αγαπημένης συντρόφου συνιστά μια ευχάριστη νότα στην τεχνητή καθημερινότητα του και τον ηρεμεί: «Μαλλιά μακριά/ στον άνεμο ξέπλεκα: / ακτίνες φωτός»[31]. Αυτή η αγνή μορφή μαγεύει ακόμη και τα έμψυχα στοιχεία της φύσης, τις μέλισσες που χαρίζουν απλόχερα τον καρπό τους, το μέλι. Σε αντάλλαγμα γι’ αυτή την προσφορά της αγαπημένης ο ποιητής επιθυμεί να ταυτιστεί μαζί της και να την προστατεύσει από τον ζεστό καλοκαιρινό ήλιο: «Θα γίνω δέντρο/ στη σκιά του να κάτσεις/ το καλοκαίρι»[32].

Η ποιητική διαδικασία είναι μια μαγική καθαρτήρια ιεροτελεστία για τον ποιητή Γ. Στεφανάκι που απογυμνώνει την ψυχή του επιδιώκοντας την επαφή, την άμεση επικοινωνία με τον αναγνώστη. Η λέξη εμπεριέχει μεγάλη δύναμη, αφού πλημμυρίζει με πάθος το λευκό χαρτί και το φορτίζει συναισθηματικά: «Αίμα η λέξη:/ χρωματίζει το χαρτί,/ φωτιά του βάζει»[33]. Ο ίδιος ο ποιητής είναι ένας κηπουρός που έχει ως καθήκον την επεξεργασία-καλλιέργεια της λέξης, όπως ο γεωργός που κλαδεύει την κληματαριά για να καρποφορήσει. Γι’ αυτόν η ποίηση και η τέχνη, εμπνευσμένες από τη φύση, συνθέτουν έναν ονειρικό κόσμο που του προσφέρει ασφάλεια και ευτυχία∙ για τον λόγο αυτό επιθυμεί να παραμείνει μόνιμα εκεί κλεισμένος.

Απέναντι στην καταιγίδα αλλεπάλληλων ανατροπών, απωλειών και κομφορμιστικών κανόνων, ο ποιητής και εικαστικός Γ. Στεφανάκις προτάσσει σαν όπλο την ποίηση, την τέχνη, τον έρωτα, τη διαβίωση στους κόλπους της αγνής φύσης, μακριά από μεταφυσικές αυταπάτες και τεχνητές κατασκευές υποτιθέμενης ευμάρειας και ευτυχίας∙ καθόσον «χωρίς ποιητές», η «σελήνη [είναι] μόνη/ ολόγιομη, τραγική»[34]. Τελικά, «ένα χαϊκού/ πυκνό σαν πέτρα βράχου∙/ σαν χάδι ζεστό»[35] είναι ικανό να αναστρέψει το πεσιμιστικό κλίμα και να οδηγήσει στην απόδραση από τη βροχή στον λαμπερό ήλιο∙ από τη θλίψη και τη μοναξιά στην ελπίδα, στην αισιοδοξία, στην ευαισθησία, στο «βάθος ουρανού».

 

 

      

 

 

 

(Η Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος και Δρ Συγκριτικής Λογοτεχνίας Α.Π.Θ.)
 
[1] Βλ. Γ. Στεφανάκι, Βάθος Ουρανού, εκδ. «ΑΩ», Αθήνα 2020, α΄ έκδοση, σ.16.  
[2] Ό.π., σ.69.
[3] Ό.π., σ.17.
[4] Το χαϊκού (δηλ. «αστείος, διασκεδαστικός στίχος») είναι μια ιαπωνική ποιητική φόρμα με σύντομα-μικρά ποιήματα 17 συλλαβών (5-7-5 σε κάθε στροφή, αντίστοιχα), που αναφέρονται στη φύση και στις εποχές του χρόνου, καθορίζοντας έτσι το χρονικό πλαίσιο αναφοράς. Ιδρυτής του σύγχρονου χαϊκού θεωρείται ο Μασαόκα Σίκι. 
[5] Βλ. Γ. Στεφανάκι, Βάθος Ουρανού, ό.π., σ.45.  
[6] Ό.π., σ.28.
[7] Ό.π., σ.59.
[8] Ό.π., σ.20.
[9] Ό.π., σ.24.
[10] Ό.π., σ.60.
[11] Ό.π., σ.20.
[12] Ό.π., σ.18.
[13] Ό.π., σ.60.
[14] «Τοτέμ», δηλαδή φυσικό αντικείμενο, ζώο ή φυτό στο οποίο οι ινδιάνικες φυλές του Καναδά αποδίδουν ιερές ιδιότητες (η πίστη στα τοτέμ ονομάζεται «τοτεμισμός»).
[15] Βλ. Γ. Στεφανάκι, Βάθος Ουρανού, ό.π., σ.15.
[16] Ό.π., σ.52.
[17] Ό.π., σ.50.
[18] Ό.π., σ.41.
[19] Ό.π., σ.11.
[20] Ό.π., σ.65.
[21] Ό.π., σ.23.
[22] Ό.π., σ.26.
[23] Ό.π., σ.73.
[24] Ό.π., σ.71.
[25] Ό.π., σ.67.
[26] Ό.π., σ.77.
[27] Ό.π., σ.69.
[28] Ό.π., σ.63.
[29] Ό.π., σ.76.
[30] Ό.π., σ.66.
[31] Ό.π., σ.25.
[32] Ό.π., σ.75.
[33] Ό.π., σ.35.
[34] Ό.π., σ.24.
[35] Ό.π., σ.28.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.