You are currently viewing Γεωργία Κακούρου Χρόνη: Για το βιβλίο του Γιάννη Πέτσα, Déjà vu stream, νουβέλα, Mediterra Books, Αθήνα 2022

Γεωργία Κακούρου Χρόνη: Για το βιβλίο του Γιάννη Πέτσα, Déjà vu stream, νουβέλα, Mediterra Books, Αθήνα 2022

«Έχω την ευλογία να ονειρεύομαι»

 

 

«Το παρόν δεν είναι μυθιστόρημα […] Ωστόσο… σ’ αυτή μου τη συρραφή, θα κάνω ένα αεροβάπτισμα, αργότερα» (σ. 7). «Αεροβάπτισμα», βάπτισμα εν κινδύνω, διαδικασία κατά την οποία δίδεται και το όνομα. Εδώ το είδος του βιβλίου, από την πρώτη κιόλας αράδα, δηλώνεται αποφατικά, ότι, δηλαδή, «δεν είναι μυθιστόρημα», αλλά μια «συρραφή» το όνομα της οποίας θα αποκαλυφθεί αργότερα.

 

Αλλά το «αεροβάπτισμα», η ονοματοθεσία, δεν εκπληρούται, αφού φθάνοντας στο τέλος του βιβλίου, ο αναγνώστης διαβάζει: «Αλλά ακόμα δεν ξέρω τι είναι… για να κάνω εκείνο το αεροβάπτισμα που έλεγα. “Είναι άλλο ένα βιβλίο” θα έλεγε ο Σχίνος […] Αλλά δεν χρειάζεται, θεωρώ, ν’ απαντήσω σ’ αυτό… ας το κλείσουμε το θέμα εδώ» (σ. 238).

 

Σε ποιο λογοτεχνικό είδος κατατάσσεται, επομένως, το Déjà vu stream, το βιβλίο του Γιάννη Πέτσα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Mediterra, δεν απαντάται στις εσωτερικές του σελίδες (αν και υπάρχει η νύξη ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ντοκουμέντο», αλλά όχι κι ως «μια κλασική αυτοβιογραφία», σ. 172 και σ. 231 αντίστοιχα), ωστόσο στο εξώφυλλο χαρακτηρίζεται ως «νουβέλα». Συνάδει κι αυτό το άηθες παίγνιο με το ιδιαίτερο ύφος του βιβλίου.

 

Ο συγγραφέας του μάς συστήνεται (από τις πρώτες κιόλας σελίδες που ενέχουν τη θέση «προλόγου») με το όνομα Λουκάς Σιδηρόπουλος και ανασύρει αποσπάσματα από δημοσιευμένο κείμενο για καλύτερες συστάσεις: Πρόκειται για ζωγράφο που αποτυπώνει στους πίνακές του τη μοναξιά μ’ ένα δραματικό τρόπο, αφού πολλοί απ’ αυτούς παραμένουν αθώρητοι στο εργαστήριό του. Ο ίδιος ζει (όχι απλώς κινείται από τον έναν στον άλλον) ταυτόχρονα σε δυο κόσμους και τους απαθανατίζει στο έργο του, όχι μόνο το εικαστικό, αλλά και το συγγραφικό: Έναν πραγματικό, με την εξωτερική του και την εσωτερική του αθλιότητα, κι έναν επιλεγμένο, άλλοτε ρομαντικό, βίαιο ή και καταστροφικό. Τους δύο αυτούς ασυμβίβαστους κόσμους κατορθώνει να τους γεφυρώνει στο έργο του. Ένα έργο που ο ίδιος γνωρίζει ότι θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί στον χώρο της αφαίρεσης, αλλά «δείχνει λίγο να τον ενδιαφέρει» που δεν το επέτυχε.

 

Το βιβλίο διαρθρώνεται (εκτός του «προλόγου») σε εννέα μέρη-κεφάλαια, τα οποία φέρουν όλα τον τίτλο του εξωφύλλου που ακολουθείται με αρίθμηση από το 1 έως το 8, ενώ το τελευταίο φέρει την ένδειξη «Déjà vu stream – Υπόμνημα, αντί επιλόγου…» και περιλαμβάνει αποσπάσματα από τρεις κριτικές (του Κωνσταντίνου Μπάσιου, του Δημήτρη Κουρούμπαλη και του Χρήστου Θεοφιλάτου) που πραγματικά αγγίζουν τον πυρήνα της «ιδιοτυπίας» και της «ιδιοπροσωπίας» του εικαστικού και του συγγραφικού έργου του Γιάννη Πέτσα· αυτής της διττής «ντοπιολαλιάς» που κατασκεύασε για να μιλάει μόνος του. Όλα τα μέρη έχουν διαλογική μορφή, εκτός από το τρίτο, ένας μονόλογος, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως το «μανιφέστο» του.

 

Στα διαλογικά μέρη οι συνδιαλεγόμενοι είναι πάντα δύο: Ο ζωγράφος Λουκάς Σιδηρόπουλος, περσόνα του ζωγράφου-συγγραφέα υιοθετημένη και στο βιβλίο του Ο ελέφαντας με τα ξυλοπόδαρα· και ο Σχίνος, ένας επινοημένος επίσης «ατζέντης-μέντορας» που πρωτοεμφανίζεται στο ίδιο βιβλίο. Αλλά και στο μονόλογό του ο συγγραφέας εξακολουθεί να «διαλέγεται» με το πλατωνικό περιεχόμενο του όρου, όπου δια του διαλόγου επιδιώκεται να διαλυθεί η πλάνη, να αναζητηθεί και να λάμψει η αλήθεια. Γι’ αυτό διαλέγεται κανείς, αντι-ομιλεί, αντιστέκεται, αφού η αλήθεια δεν είναι προνόμιο του ενός αλλά εμφαίνεται και στα λόγια του ετέρου.

 

Ένας διάλογος ιδιαίτερος, γιατί εμπλέκει καθ’ ολοκληρία και τον αναγνώστη. Όχι, επειδή συντάσσεται (ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, την παιδεία του, τις ιδέες του, τα βιώματά του…) με τη μια ή την άλλη πλευρά ή και διατυπώνει μια τρίτη άποψη, τη δική του (ισχύουν κι αυτές οι εκδοχές), αλλά επειδή δεν μπορεί να χαλαρώσει και να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτό που διαβάζει. Γιατί, ενώ η γλώσσα του βιβλίου είναι απλή, φέρει ένα μεγάλο νοηματικό φορτίο που ο αναγνώστης δεν γίνεται να το παρακάμψει και να μην σταθεί, κάθε λίγο και λιγάκι, να το αναστοχαστεί. Το ίδιο εξάλλου (το δηλώνω εδώ παρενθετικά) ισχύει και με το εικαστικό του έργο. Και ενώ τίθενται –ίσως και χωρίς πρόθεση–ερωτήματα εμμέσως προς τον αναγνώστη, οι απαντήσεις, που μοιάζουν εκκρεμείς, αλιεύονται με την προσεκτική ανάγνωση σε κάποια γραμμή του βιβλίου.

 

Η μελέτη του Déjà vu stream οδήγησε σε μια τριπλή αναγνωστική κατεύθυνση χωρίς καμιά σχεδιασμένη πρόθεση: Στις αυτοβιογραφικές καταθέσεις του Γιάννη Πέτσα, στους στοχασμούς του γενικά περί τέχνης και στις εξομολογήσεις του για το εικαστικό/συγγραφικό του έργο.

 

Στο αφτί του βιβλίου υπάρχει ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα: «Ο Γιάννης Πέτσας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957 και σπούδασε στην ΑΣΚΤ ζωγραφική, με δασκάλους του τους Γιάννη Μόραλη και Δημήτρη Μυταρά, και σκηνογραφία με τον Βασίλη Βασιλειάδη. Ως εικαστικός, κινήθηκε στο πλαίσιο της ανεικονικής ζωγραφικής και αργότερα, αναζητώντας νέους δρόμους και διαφορετικά εκφραστικά μέσα, στράφηκε στον χώρο με τρισδιάστατες, χάρτινες κατασκευές, σ’ ένα είδος υπερβατικού ρεαλισμού»· καταγράφονται επίσης και οι τίτλοι των τριών προηγούμενων βιβλίων του.

 

Οι εσωτερικές σελίδες του Déjà vu stream μάς λένε πολύ περισσότερα απ’ αυτό το βιογραφικό σημείωμα, όχι μόνο με τη συγκινησιακή γλώσσα της λογοτεχνίας, αλλά και με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια που διανθίζεται με πικρή ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και καταλυτικό χιούμορ.

 

Καταλαβαίνουμε έτσι ότι ο Γιάννης Πέτσας επέζησε της φωτιάς στο Μάτι, αν και η ζωή του δεν μπορεί παρά να οριοθετείται από το πριν και το μετά της φωτιάς, όπως και από το πριν και το μετά της τύφλωσής του. Δεν διστάζει να μιλήσει και για τα δυο αυτά δραματικά γεγονότα. Και το κάνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο που είναι δύσκολο να τον προσδιορίσει κανείς, γιατί είναι ταυτόχρονα προσωπικός και αποστασιοποιημένος, εκμυστηρευτικός και λανθάνων, φανερός και υπόρρητος. Έχει παιδευθεί σε ένα δικό του «πώς» της έκθεσής του, σύμφυτο με το «πώς» των επιτευγμάτων της τέχνης, αλλά και το «πώς» της δικής του έκφρασης, αφού το «τι» έτσι κι αλλιώς είναι ειπωμένο.

 

Για τον προσωπικό του καλλιτεχνικό χώρο (εικαστικό και λογοτεχνικό) κατανοούμε τη διαδρομή του από τα μεγάλα σε διαστάσεις έργα, στα μικρότερα, τις επιλογές του σε συγκεκριμένα υλικά, τη μεταφορά από την έκλαμψη του νου και της καρδιάς στο τελάρο, με την αφή να θωπεύει βλέποντας και αναγνωρίζοντας και την πιο μικρή αμυχή των υλικών του: «Γιατί τα υλικά έχουν βάρος, τις δικές τους σκιές, όγκους κι οντότητα. Κουβαλάνε μνήμες και μυστικά, καλά κρυμμένα κάτω απ’ την οξείδωση και τη φθορά, είναι σαν παλιά λείψανα που ζούσαν κάπου κι έκαναν κάποια δουλειά. Και σαν αποσπάσματα, χρονικά» (σσ. 71-72).

 

Διαβάζουμε επίσης διαφωτιστικές αναφορές σε έργα του, όπως τα χάρτινα ομοιώματα, οι κατασκευές, τα BOXES, τα τελάρα, τα σχέδια με κόλλες, οι τεκτονικές πλάκες,  το Κρακ, τα Άγραφα, οι Γυναίκες-μπετόν· και κυρίως την πάλη με τις αμφιβολίες, ειδικά, εάν το έργο δεν έχει κάποια απήχηση. Και διαπιστώνουμε να συμπράττει μόνη η πεισματική αφοσίωση, η πίστη του καλλιτέχνη στη διαδρομή, στη διαδικασία, έως την τελική σύνθεση που κλείνει ως όρος και το σύνολο του έργου του Γιάννη Πέτσα: «συνθετική τέχνη». Για όλα αυτά με τα δικά του λόγια: «Εικόνες… χημεία, ενώσεις που αλληλοκαταστρέφονται ή συμπαθιούνται… από έναν χώρο στο υποσυνείδητο, από έναν διαρκή πόλεμο ή από έναν υποκειμενικό κόσμο, δεν ξέρω» (σ. 97). Και πιο κάτω: «[…] αντί να βρω μια σκιά και να πάω να ξαποστάσω σαν άνθρωπος και να γιατρέψω τις δικές μου πληγές, κάθομαι και συλλογιέμαι ξανά και ξανά, πώς θα κατατροπώσω αυτό το θεριό, σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο. Κι αυτό το αποκαλούν Τέχνη… που μπορεί και να είναι, δεν ξέρω». Παράλληλη και η πορεία της συγγραφής· με τα ίδια βασανιστικά αναπάντητα ερωτηματικά.

 

Ο κύκλος αυτός του προσωπικού του χώρου είναι ομόκεντρος ενός ευρύτερου που στην περιφέρειά του κινούνται οι καλλιτέχνες που ο Γιάννης Πέτσας φαίνεται να εκτιμά ιδιαίτερα. Είναι συχνές οι αναφορές του στους καλλιτέχνες του νεοϋορκέζικου αφηρημένου εξπρεσιονισμού, με τους οποίους αναγνωρίζει συγγενικούς δεσμούς, καθώς και της Arte Povera. Συχνότερα παρελαύνουν ο Πόλοκ, ο Ρόθκο, ο Μπάρνετ Νιούμαν, o Μάδεργουελ, ο ντε Κούνινγκ, αλλά και ο Μάλεβιτς, ο Σβίτερς, ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Μοντριάν, ο Γουόρχολ, ο Τάπιες, ο Μπόις, ο Στάμος, ο Κουνέλλης, ο Κανιάρης, ο Κεσσανλής, ο Μόραλης και κυρίως ο Σπυρόπουλος που υπήρξε δάσκαλός του και με τον οποίο συνομιλεί ποικιλοτρόπως.  

 

Και παράλληλα απόπειρες ορισμού της τέχνης, ειδικότερα της ζωγραφικής, με επίγνωση του αδύνατου του ορισμού-περιορισμού σε οποιοδήποτε λεκτικό σχήμα. Με αποτέλεσμα την ελευθερία τελικά της παραίτησης απ’ αυτό το εγχείρημα και της στοίχισης με ό,τι επιβάλλει στον καλλιτέχνη το έργο του. Με ενδιαφέρουσες παρεμβολές για τη σχέση της παραστατικής και της αφηρημένης ζωγραφικής και της εξέλιξης της δεύτερης από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα. Χωρίς να αποσιωπώνται κι όλα τα πάρεργα της τέχνης: το εμπόριο, οι επιλογές, το μάρκετινγκ και η επιβολή της αγοράς, οι γκαλερί, οι συλλέκτες, οι χορηγοί, το στήσιμο καριέρας, τα μουσεία, οι πινακοθήκες, οι «επικολλημένες» ερμηνείες, οι ανύπαρκτες θεωρίες, οι επιμελητές, οι τεχνοκριτικοί, οι ιστορικοί τέχνης.

 

Η αφήγηση του Γιάννη Πέτσα θυμίζει τον Βανγκ Φο, τον ζωγράφο που σκιαγραφεί η Γιουρσενάρ στα Διηγήματα της Ανατολής,[1] όπου η μαθητεία του δεν είναι άλλη από το βύθισμα στον κόσμο του έργου, η απώλειά του και η επακόλουθη ανάδυσή του. Κατά τον Γιάννη Πέτσα: «[…] πρέπει να βουτήξεις μέσα στο έργο, όσο πιο βαθιά γίνεται, για ν’ αναδυθείς ύστερα, ολόιδια με σφουγγαράς» (σ. 70). Συνάδει έτσι, κατά έναν τρόπο ανάλογο, και με τις αρχές της συγγραφής του: «Η μυθοπλασία είναι ένα όχημα για να πας κάπου και να πεις εκείνο που θες. […] Τα ψέματα είναι τα συστατικά του μύθου […] η πεμπτουσία. Κι αν δεν υπάρχει μύθος, είναι μια αναθεματισμένη κοινή ιστορία της διπλανής πόρτας που δεν ενδιαφέρει κανέναν […]» (σσ. 32-33).

 

[1] Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, «Πώς εσώθηκε ο Βανγκ Φο», Διηγήματα της Ανατολής, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 2007.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.