You are currently viewing Γιούλη Ζαχαρίου: Η επέλαση των παιδιών

Γιούλη Ζαχαρίου: Η επέλαση των παιδιών

 Όλο και περισσότερα παιδικά και εφηβικά προσωπάκια  κατακλύζουν τα τελευταία χρόνια τις οθόνες, οι ταινίες που αναφέρονται στις ηλικίες αυτές πολλαπλασιάζονται χρόνο με τον χρόνο με καταιγιστικό ρυθμό. Η έντονη ενασχόληση με το ‘’παιδί’’ δεν είναι βέβαια καινοφανής στον κινηματογράφο· είναι αυτονόητο ότι ως θέμα είναι διαχρονικά  ιδιαίτερα δημοφιλές, γιατί κατεξοχήν προσφέρεται για αυτοβιογραφική  καταγραφή  και ψυχολογική εμβάθυνση, κοινωνική ανάλυση και πολιτική καταγγελία ή απλώς και μόνο γιατί κανένας θεατής – τουλάχιστον στην τέχνη, γιατί η πραγματικότητα έχει άλλα μέτρα… –  δε μένει ασυγκίνητος μπροστά σε ένα παιδί, που κατά κανόνα στις ταινίες πάσχει .

Τα εγγενή προβλήματα αυτών των ηλικιών (η αναζήτηση ταυτότητας, η αναδυόμενη σεξουαλικότητα, οι κάθε μορφής ανασφάλειες, η ανάγκη αγάπης, φροντίδας και αποδοχής, η κοινωνική ενσωμάτωση) ανέκαθεν μαγνήτιζαν τον κινηματογραφικό φακό· πόσο μάλλον σήμερα, που οι οικογενειακές και εκπαιδευτικές δυσλειτουργίες και ανεπάρκειες βγήκαν επιτέλους κάτω από το χαλί. Η οικογενειακή βία, η παραμέληση και εγκατάλειψη, οι  δυσκολίες σχολικής ένταξης και ο εκφοβισμός  απασχολούν πλέον ανοιχτά και ερευνώνται· ωστόσο οι εμφανιζόμενες ως παιδοκεντρικές δυτικές κοινωνίες αρέσκονται ιδιαίτερα στην ‘’ψυχολογιοποίηση’’ των σχετικών θεμάτων και την υπερπροβολή τους,  δίνοντας χώρο σε ατέρμονες, ψυχολογικές και μη,  αναλύσεις.  Πεδίο δημιουργίας λαμπρό, λοιπόν, ανοίχτηκε και για τους απανταχού ευαισθητοποιημένους κινηματογραφιστές (και όχι μόνο…), ειδικά  τους αυτοβιογραφούμενους…

Παράλληλα όμως, παρά τους χάρτες των δικαιωμάτων των παιδιών, παρά τους διεθνείς οργανισμούς που διακηρύσσουν την προστασία τους, παρά την τηλεοπτικά ‘’αφυπνισμένη’’ και ‘’οικτίρμονα’’ κοινή γνώμη, τα απότοκα ενός πολιτισμού, που επαίρεται για την αυτοκαταστροφικότητα του, και μιας προόδου, που δεν έχει κανένα ενδοιασμό να θυσιάσει τα παιδιά της, διαιωνίζονται και πολλαπλασιάζονται: τα εκατομμύρια των παιδικών θανάτων, ο υποσιτισμός, η παιδική εκμετάλλευση και εργασία, η παιδική πορνεία και στράτευση, η περιθωριοποίηση των  παιδιών των κάθε είδους μειονοτήτων  εξακολουθούν να παραμορφώνουν  εκτρωματικά  το πρόσωπο μιας κοινωνίας που επιμένει θρασύτατα να αυτοαποκαλείται ‘’ανθρωπιστική’’. Πώς θα μπορούσε η τέχνη, και μάλιστα η λαϊκότερη, το σινεμά, να μην κινητοποιηθεί;

Φέτος δυο ταινίες,  που εστιάζουν σε ψυχολογικά προβλήματα των παιδιών σε συνάρτηση με το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, συμπεριλαμβάνονται στις πέντε της βραχείας λίστας των υποψηφιοτήτων για το Όσκαρ ξένης ταινίας.

Η βελγική “CLOSE” του Lukas Dhont, που παίζεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες, επικεντρώνεται στη συναισθηματική εγγύτητα δυο 13χρονων αγοριών, του Leon και του Remi, που μοιράζονται την Εδέμ μιας αθώας και  ανέμελης παιδικότητας και μιας ανεπιφύλακτης σωματικής οικειότητας, μέσα σε οικογενειακά περιβάλλοντα ιδιαιτέρως υποστηρικτικά.  Με την είσοδο τους στο γυμνάσιο,  τα σχόλια των συμμαθητών για τη σεξουαλικότητα τους, τους βρίσκουν εντελώς ανώριμους και ανέτοιμους να τα διαχειριστούν, τους ωθούν σε διαφορετικές αντιδράσεις, το κουκούλι της σχέσης τους διαρρηγνύεται. Το ένα αγόρι συντρίβεται , το άλλο, παρά την ανάγκη του να ευθυγραμμιστεί με το πρότυπο της σκληρής αρρενωπότητας, αντιμετωπίζει τον πόνο και την ενοχή, από την οποία μόνο η ενήλικη γενναιόψυχη στήριξη μπορεί να τον απαλλάξει.

Η ιρλανδική ‘’ THE QUIET GIRL’’ του Colm Bairead, που έρχεται σύντομα στις αίθουσες, είναι μια στοχαστική, χαμηλών τόνων ταινία με ηρωίδα την 9χρονη  Cait , ένα παραμελημένο, κλειστό και μοναχικό παιδί μιας φτωχής, πολύτεκνης οικογένειας, που  στέλνεται για ένα καλοκαίρι στο κτήμα μακρινών συγγενών.  Η μικρούλα βρίσκει για πρώτη φορά φροντίδα και στοργή κοντά στο μεσήλικο άκληρο ζευγάρι που τη φιλοξενεί, ο κόσμος τους εξάπτει το ενδιαφέρον και την προσοχή της, η θλίψη της συμπλέει με τη δική τους, η σχέση τους γίνεται εκατέρωθεν αγαπητική και παρηγορητική. Παρά την αναγκαστική διακοπή της, η ευεργετική της  επήρεια δεν αίρεται.  

Καμιά από τις δυο ταινίες δεν πρωτοτυπεί θεματικά, οι έμφυλες ταυτότητες, ο σχολικός εκφοβισμός και η παιδική παραμέληση αποτελούν θέματα πολλών σύγχρονων ταινιών. Και οι δυο όμως διαχειρίζονται με αισθαντικότητα και σεβασμό τον εύθραυστο παιδικό ψυχισμό. Τα οπτικά στοιχεία πρωτοστατούν έναντι του λόγου και στις δυο· οι σιωπές, τα βλέμματα, η σωματικότητα και η εγγύτητα σηματοδοτούν εύγλωττα τους ψυχικούς κραδασμούς των ηρώων. Οι διαυγείς εικόνες του ειδυλλιακού επαρχιακού τοπίου εναρμονίζονται με την ομορφιά και την αθωότητα της ηλικίας τους και αντιδιαστέλλονται με την αιχμηρότητα των συναισθημάτων τους.

Δε θέλω να αμφισβητήσω τις καλές προθέσεις των σκηνοθετών, αλλά πολύ φοβούμαι ότι και οι δυο ταινίες, σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικούς τρόπους, επαναλαμβάνουν  ηθελημένα ή αθέλητα  κάποιες από τις μανιέρες  των περισσότερων παρόμοιων σύγχρονων ταινιών. Εντοπίζεται, νομίζω, στην πρόσφατη σχετική παραγωγή η σαφής επιδίωξη επιλογής πανέμορφων παιδιών ως φωτογενών πρωταγωνιστών, που καθηλώνουν σε αλλεπάλληλα  κοντινά πλάνα το βλέμμα του θεατή. Συχνή είναι η χρήση συμβολισμών κραυγαλέων ή εντελώς απλοϊκών, που υποτίθεται ότι καθοδηγούν τον θεατή, ικανών όμως να αποδυναμώσουν και να ευτελίσουν και το πιο δυνατό θέμα. Διακριτή είναι σε αρκετές ταινίες και η τάση να δίδονται διαστάσεις ψυχοπαθολογικές σε αντιδράσεις των παιδιών φυσιολογικές αλλά αποκλίνουσες από τις αποδεκτές· θα έλεγε κανείς ότι, από την εποχή της άγνοιας και της συνειδητής απόκρυψης, έφτασε σήμερα η κοινωνία, άρα και η τέχνη, να  τραβάει στα άκρα ή να χαρακτηρίζει κάποιες αναμενόμενες συμπεριφορές αυτών των ηλικιών ως νοσηρές. Με αυτά τα εργαλεία, η χειραγώγηση και ο συναισθηματικός εκβιασμός του θεατή είναι εύκολος αλλά και επικίνδυνος.

Δεν υποστηρίζω βέβαια ότι δεν γυρίζονται στις μέρες μας ταινίες με θέμα το παιδί πολύ καλές και με καλλιτεχνικό πρόσημο – άλλωστε, παρά τις ισχνές εμπορικές τους προοπτικές, κάθε φεστιβάλ ή βραβείο, που σέβεται τον εαυτό του και την πολιτική ορθότητα, φροντίζει να τις συμπεριλάβει στις βραχείες λίστες των υποψηφιοτήτων του. Ελάχιστες όμως θα χαρακτήριζα ως αριστουργήματα. Όποιος ανατρέξει σε ταινίες όπως  ‘’Zero for Conduct’’ 1933 (Jean Vigo),  ‘’Los Olvidados’’ 1950 (Luis Bunuel), ‘’Pather Panchali’’ 1955 (Satyajit Ray), ‘’The 400 Blows’’ 1959 (Francois Truffaut),  ‘’Ivans Chilhood’’ 1962 (A. Tarkovsky), ‘’Cria Cuervos’’ 1976 (Carlos Saura), ‘’Come and See’’ 1985 (Elem Klimov), ‘’Where Is the Friends House?’’1987 (A. Kiarostami) και πολλές άλλες, μπορεί να αντιληφθεί την απόσταση που χωρίζει μια έντιμη, ευαίσθητη και δεξιοτεχνική ταινία από την έμπνευση, την ποίηση, την αυθεντικότητα, τη δύναμη ενός διαχρονικού αριστουργήματος.

Άλλωστε δεν είναι ο μόνος τομέας που έχουμε χάσει το μέτρο.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.