You are currently viewing Γιούλη Ζαχαρίου: Μικρό σχόλιο για ο,τι τελειώνει

Γιούλη Ζαχαρίου: Μικρό σχόλιο για ο,τι τελειώνει

Όποιος έχει την τύχη να έχει απολαύσει τις παραστάσεις των τεσσάρων θεατρικών έργων του Μάρτιν ΜακΝτόνα που ανεβάστηκαν στο ελληνικό θέατρο, είναι σίγουρο ότι πηγαίνει να δει τις ταινίες του προκατειλημμένος υπέρ για ο,τι θα παρακολουθήσει. Ο ιρλανδός συγγραφέας έχει δώσει μέσα  από τα θεατρικά του ‘’Ο Πουπουλένιος’’, ‘’Μοναξιά στην Άγρια Δύση’’, ‘’Ο υπολοχαγός του Ίνισμαρ’’ και ‘’Η Βασίλισσα της Ομορφιάς’’ ισχυρό στίγμα δραματουργικής ιδιοφυϊας, που, κατά ευτυχή συγκυρία, αναδείχθηκε εξαιρετικά και στις τέσσερις αντίστοιχες ελληνικές παραστάσεις.

Ο ΜακΝτόνα άρχισε να ασχολείται με τον θεατρικό λόγο από πολύ νέος δίνοντας μεγάλη σημασία και φροντίδα στη γραφή και ευτύχησε να δει ανέβασμα έργου του ήδη στα 24 χρόνια του. Από τότε, θεατρικά του παίζονται τακτικά στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, στο Βασιλικό Σαιξπηρικό Θέατρο, στο Μπροντγουέι και στα θέατρα πολλών χωρών, αποσπώντας ταυτόχρονα επαίνους, σκεπτικισμό, ακόμη και επιθέσεις. Δεν είναι τυχαία αυτή η αντιφατική ανταπόκριση: υπάρχει στα έργα του μια ωμή αλήθεια που συχνά δεν αντέχεται ή δε συμφέρει, μια πραγματικότητα που πονάει ή γεννάει ενοχές. Ο συγγραφέας μπολιάζει τις τραγωδίες του με το ιδιόρρυθμο χιούμορ του, προσφέρει διαφυγές σουρεαλισμού, σκύβει με τρυφερότητα στις  ρωγμές των ανθρώπινων σχέσεων και στα επακόλουθα  τραύματα. Στα θεατρικά του το κοινωνικό περιβάλλον βρίσκεται σταθερά ‘’εις τον πάτο της εικόνας’’, στο βάθος, δηλώνοντας διακριτικά, έμμεσα αλλά αισθητά την παρουσία του.

Στην ενασχόληση του, από το 2004, και με το σινεμά (που υποστηρίζει ο ίδιος ότι θα είναι στο μέλλον αποκλειστική – προσωπικά ελπίζω αυτό να μην ισχύσει, γιατί εξακολουθώ να προτιμώ τη θεατρική του παραγωγή) πήρε μαζί του όλες τις αποσκευές που έκαναν τα θεατρικά έργα του να διακριθούν, χωρίς να επιβαρύνει τις ταινίες του  με ανεπιθύμητη θεατρικότητα.  Οι μέχρι στιγμής μεγάλου μήκους ταινίες του, ‘’Αποστολή στη Μπριζ’’ (2008), ‘’Επτά Ψυχοπαθείς’’(2012), ‘’Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι’’ (2017), ‘’Τα Πνεύματα του Ινισέριν’’(2022) είναι έργα βίαια, τρυφερά, τραγικά και αστεία, όπου συνυπάρχουν με τον πιο φυσικό τρόπο ο ρεαλισμός, το δράμα,  η ωμότητα, η μελαγχολία, το παράλογο, η ειρωνεία και το μαύρο χιούμορ.

Η τελευταία ταινία του δίχασε κι αυτή, δέχτηκε ένα ευρύτατο φάσμα χαρακτηρισμών, από αριστουργηματική έως μέτρια. Γράφτηκαν  πολλά και διαφορετικά –  οι πολλές αναγνώσεις που δυνατόν να επιδέχεται μια ταινία αποδεικνύουν τη μεγάλη της απήχηση. Άλλοι τόνισαν την υπαρξιακή της διάσταση, άλλοι την αλληγορική της σημασία, άλλοι επέμειναν στην κοινωνική οπτική του θέματος, όλοι συμφώνησαν στην αισθητική της αρτιότητα και στην έξοχη ερμηνεία όλων των ηθοποιών· όλα πολύ σωστά κι ενδιαφέροντα. Εγώ θα σταθώ μόνο σε ένα σημείο, που ‘’έγραψε’’ μέσα μου.

Η ιστορία είναι απλή και λίγο πολύ γνωστή. Σε ένα απομονωμένο νησί της Ιρλανδίας, την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1923) που μαίνεται στην απέναντι στεριά, δυο στενοί φίλοι ζουν με σπαρακτικό τρόπο τη δική τους σύγκρουση. Ο ένας, ο ηλικιωμένος Κολμ, βλέπει ξαφνικά πως η ζωή του είναι άδεια, πως δεν έχει κάνει μέχρι τότε τίποτα που να αξίζει να αφήσει πίσω του, πως η σχέση με τον νεότερο, λίγο αφελή και απλοϊκό  Παντράικ είναι άσκοπη σπατάλη του πολύτιμου χρόνου που του απομένει. Θέλει να αλλάξει τη μονότονη καθημερινότητα του, να της δώσει ένα καινούριο νόημα. Θέλει να αφοσιωθεί στο βιολί του και να συνθέσει ένα αξιόλογο έργο. Η ακατανίκητη ανάγκη να βγει από την κατάθλιψη και να δημιουργήσει κάτι σημαντικό που να δικαιώνει την παροδική ύπαρξη του, τον κάνει εγωκεντρικό, πείσμονα, σκληρό, αυτοκαταστροφικό.  

Ο Παντράικ δέχεται την απόφαση του φίλου του με κατάπληξη, που τη διαδέχεται σταδιακά η απορία και το παιδικό παράπονο, η απελπισία, ο θυμός, η επιθυμία εκδίκησης. Το σκληρό ‘’δε μου αρέσεις πια’’ του Κολμ , έρχεται να ακυρώσει το ‘’για πάντα’’ που εκείνος πίστεψε. Η ζωή που θέλησε και της οποίας το κέντρο και το νόημα ήταν ο στενός του φίλος, αποσταθεροποιείται. Όλα όσα αγάπησε και επένδυσε σε αυτά καταλύονται. Μένει μόνος, ασυντρόφευτος, κενός.  Θέλει να παλέψει, να ανακτήσει τη χαμένη συντροφικότητα, που υπήρξε η ασπίδα και η πυξίδα του, κι όσο επιμένει στην προσκόλληση του, τόσο  η ανατροπή γίνεται τελεσίδικη.

Οι άνθρωποι αλλάζουν περπατησιά, γιατί αλλάζουν οι συνθήκες, οι ανάγκες τους, νέοι φόβοι ισχυρότεροι προστίθενται στους παλιούς και κινούν αποφάσεις και πράξεις που ανατρέπουν τα μέχρι τότε δεδομένα. Παλιά απωθημένα αναδύονται και απαιτούν δικαίωση. Σχέσεις καταλύονται, πληγές ανοίγουν, άνθρωποι αυτοκαταστρέφονται στο όνομα ενός νέου νοήματος απέναντι στην υπαρξιακή απόγνωση.
Όπως λέει ο ΜακΝτόνα ‘’ υπάρχει κάτι φριχτό και στις δυο πλευρές όταν μια σχέση διαλύεται και νομίζω ότι όλοι μας έχουμε βρεθεί και στις δυο, γι’ αυτό και οι δυο ήρωες μου μοιράζονται σχεδόν εξίσου τη συμπάθεια μου’’
Στη διάλυση μιας σχέσης αγάπης, η θλίψη μοιράζεται. Και η γεύση της απώλειας μένει και στους δύο.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.