You are currently viewing ΕΡΙΚ ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ:  Οι κομιστές της χώρας των ονείρων

ΕΡΙΚ ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ: Οι κομιστές της χώρας των ονείρων

Ο Raymond Isidore ήταν ένας σεμνός και ταπεινός άνθρωπος. Λιγάκι απλοϊκός, προορισμένος να ζήσει μια άσημη και αδιάφορη ζωή. Γεννήθηκε στη Γαλλική πόλη της Chartres το 1900. Οι γονείς του ήταν πολύ φτωχοί και δεν κατάφεραν να του εξασφαλίσουν μια καλή μόρφωση. Σε νεαρή ηλικία, κατάφερε να βρει δουλειά ως επιστάτης σ’ ένα  κοιμητήριο. Μέσα στα καθημερινά του καθήκοντα ήταν η φροντίδα του όλου χώρου και η διατήρησή του σε καλή κατάσταση. Λίγο αργότερα παντρεύτηκε και, κάποια στιγμή, μπόρεσε ν’ αγοράσει ένα μικρό οικόπεδο στα προάστια της Chartres, κοντά στον φημισμένο καθεδρικό ναό της. Εκεί πέρα έχτισε ένα απλό και απέριττο σπιτάκι όπου έμελλε να κατοικήσει για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ένα φωτεινό απόγευμα του 1938 ωστόσο, καθώς ολοκλήρωνε τον συνηθισμένο περίπατό του στα περίχωρα της πόλης, το μάτι του έπεσε πάνω σ’ ένα βαμμένο κομματάκι από κεραμικό υλικό. Έμοιαζε με το απομεινάρι κάποιου οικιακού σκεύους ή ενός διακοσμητικού πλακιδίου. Του άρεσε έτσι που γυάλιζε όμορφα στο λαμπερό φως του ήλιου.

Το μάζεψε λοιπόν, το έβαλε στην τσέπη του και το πήρε μαζί του. Το έντονο χρώμα εκείνου του μικρού αντικειμένου ξύπνησε κάτι παράξενο μέσα στην ψυχή του και από τότε ο απλοϊκός και αμόρφωτος Isidore άρχισε να μαζεύει κάθε κομματάκι σπασμένης πορσελάνης και χρωματιστού γυαλιού που έβρισκε μπροστά του, στα χωράφια και στους  σκουπιδότοπους της γύρω περιοχής. Κατάλαβε ότι «αυτό που περιφρονούν και απορρίπτουν οι άνθρωποι σε νταμάρια και χωματερές εξακολουθεί να είναι χρήσιμο.»  Αυτό ισχυρίστηκε κάποια μέρα όταν του ζητήθηκε να αιτιολογήσει τον όλο και πιο ογκώδη σωρό των ευρημάτων του.

Στην αρχή, απλά μάζευε τα θραύσματα που του τραβούσαν την προσοχή: «Τα μάζευα  χωρίς καμία συγκεκριμένη πρόθεση, απλά μου άρεσαν τα χρώματα και το σπινθηροβόλημα τους….Ξεχώριζα τα όμορφα από τα άσχημα και τα έβαζα σε μια γωνιά του κήπου μου.» Κάποιο βράδυ ωστόσο, εκείνος ο μεσήλικας πλέον άνδρας, είδε ένα σημαδιακό όνειρο που τον έκανε να μεταμορφώσει τον σωρό των σπασμένων κεραμικών που είχε συγκεντρώσει σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Όπως εξήγησε πολύ αργότερα στον δημοσιογράφο Robert Giraud, «Η νύχτα μου υπαγόρευσε τι έπρεπε να κάνω…Ανακάλυψα το κίνητρό μου σαν να υπήρχε ήδη… κομμάτια πορσελάνης και κεραμικού γύρω μου σε πολύ κοντινή απόσταση, χειροπιαστά, έτοιμα να χρησιμοποιηθούν.»
Εκείνη η εμπειρία άσκησε επάνω του μια επίδραση που ήταν καταλυτική. Ο Raymond Isidore μεταμορφώθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σ’ έναν ασυγκράτητο καλλιτέχνη που μετέτρεψε ταπεινό του σπίτι σ’ ένα εκπληκτικό και πανέμορφο κτίριο το οποίο έγινε ξακουστό σ’ ολόκληρο τον κόσμο και προκάλεσε τον θαυμασμό καλλιτεχνών όπως ήταν ο φημισμένος Pablo Picasso.  Κάλυψε κάθε ελεύθερη επιφάνεια του σπιτιού με αστραφτερά συμπλέγματα από γυάλινα και κεραμικά θραύσματα που σχημάτιζαν υπέροχα ψηφιδωτά απαράμιλλης ζωντάνιας και ομορφιάς, σπρωγμένος από μια εκρηκτική πλημμυρίδα δημιουργικότητας που μέχρι τότε δεν είχε ιδέα ότι έκρυβε μέσα του. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένα εικαστικό αριστούργημα που ονομάστηκε  «La Maison Picassiette», και το οποίο είναι μέχρι σήμερα επισκέψιμο.  Τα εκπληκτικά μωσαϊκά που δημιουργούσε, εξέπλητταν ακόμα και τον ίδιο: «Ποτέ δεν έμαθα πώς να ζωγραφίζω και δεν μπορώ να καταλάβω πως κατάφερα να δημιουργήσω ένα τέτοιο αποτέλεσμα» είχε δηλώσει στον ίδιο δημοσιογράφο.

Αρχικά, στόλισε τους εσωτερικούς τοίχους του σπιτικού του με περίτεχνα μοτίβα λουλουδιών και πουλιών που δημιουργούσε από σπασμένα κομματάκια πορσελάνης που είχαν διάφορα φωτεινά χρώματα. Σε άλλα σημεία συνέθεσε ηλιόλουστα τοπία που έβριθαν από ζώα και φυτά. Μια δημιουργία του μοιάζει με παράθυρο που βλέπει στον παράδεισο και δείχνει ένα νησί που στεφανώνεται από έναν καθεδρικό ναό-παλάτι και περιβάλλεται από ρηχές ακτές, καταμεσής μιας  καταγάλανης θάλασσας που χαμογελά στον ήλιο. Ύστερα, στόλισε τα ταβάνια και τα πατώματα με δημιουργίες ανάλογης ομορφιάς ενώ μετά ασχολήθηκε με την επίπλωση του σπιτιού. Το κρεβάτι της κάμαράς του, το τραπέζι της κουζίνας όπου έτρωγε, τα καθίσματα του σαλονιού του, μια ραπτομηχανή, κάθε γωνιά και αντικείμενο, ακόμα και το πιο μικρό, καλύφθηκαν από όμορφες εικόνες που αναδείκνυαν τα χαρωπά και πολύχρωμα πρόσωπα της φύσης. Ο Isidore έμοιαζε να θέλει να γιορτάσει με το έργο του την χαρά της ζωής, την ευδαιμονία της ύπαρξης, αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούν Joie de vivre.

Καθώς οι δημιουργίες του μεγάλωναν μέρα με τη μέρα, οι κυνικοί γείτονες του, του κόλλησαν το παρατσούκλι Picassiette—μια λέξη που αποτελείται από μια σύνθεση των λέξεων  pique (ατσάλι) και assiette (ή πιάτο). Αλλά εκείνα τα πειράγματα δεν πτόησαν τον Isidore ο οποίος συνέχισε το έργο του ακάθεκτος, σπρωγμένος από μια ορμή που έμοιαζε διονυσιακή στην έντασή της. Τα μωσαϊκά που κατασκεύαζε άρχισαν να εμφανίζονται στην πρόσοψη του σπιτιού του μέχρι τη στιγμή που ο ειρωνικός σκεπτικισμός των γειτόνων του μεταμορφώθηκε σε δέος και θαυμασμό. Το σπίτι του άρχισε να σπινθηροβολεί σαν ένα πολύτιμο έργο τέχνης, μετατράπηκε σ’ έναν υπέροχο καμβά όπου απεικονίζονταν κύκνοι και πλοία, μέλισσες και πουλιά, όλα  στολισμένα με τα εκρηκτικά χρώματα πολύχρωμων λουλουδιών ενώ ως επιστέγασμα όλων εκείνων των κομψοτεχνημάτων, συνέθεσε μια εντυπωσιακή απεικόνιση του καθεδρικού ναού της Σαρτρ χρησιμοποιώντας πάντα μικρά κομματάκια γυαλιού και θραύσματα κεραμικού υλικού.

Την δεκαετία του 1960, η φήμη του La Maison Picassiette έφτασε μέχρι τις ΗΠΑ. Το Δεκέμβριο εκείνου του έτους, το περιοδικό Popular Mechanics   φιλοξένησε  ένα εκτενές άρθρο με τον τίτλο «το Μωσαϊκό σπίτι» το οποίο παρουσίαζε στο έκθαμβο αναγνωστικό κοινό του το έργο ζωής του Isidore. Σε μια από τις φωτογραφίες που συνόδευαν το άρθρο, τον βλέπουμε να φοράει ένα μπερέ ενώ δημιουργεί μια πεταλούδα από χρωματιστά γυαλάκια. Μέχρι τότε ήδη δούλευε πάνω στα μωσαϊκά του επί 20 ολόκληρα χρόνια και είχε ήδη προλάβει να διακοσμήσει όχι μόνο το εξωτερικό του σπιτιού του αλλά και την αυλόπορτα, τα μονοπάτια και τους κήπους του. Επίσης είχε χτίσει κάποιες επιπρόσθετες κατασκευές, ένα παρεκκλήσι, και ένα κτίσμα το οποίο αποκαλούσε το θερινό του σπίτι, τα οποία επίσης κάλυψε με ψηφιδωτά. Αυτές οι κατασκευές περιέχουν τις πιο ενδιαφέρουσες και λεπτομερείς επιφάνειες του La Maison Picassiette. Στο παρεκκλήσι απλώνονται γιρλάντες από λουλούδια  και αφηρημένα μοτίβα που τυλίγουν ένα μεγάλο σταυρό ο οποίος είναι στολισμένος με μπουμπούκια από τριαντάφυλλα. Το θερινό σπίτι μετατράπηκε σ’ ένα πελώριο καμβά που απεικόνιζε ολόκληρες πόλεις και μερικά από τα πιο όμορφα κτίρια του κόσμου. Ένας τοίχος καλύπτεται από άσπρα και μαύρα κομματάκια από πορσελάνη, δομημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν τις προσόψεις καθεδρικών ναών αλλά άλλων λατρευτικών κτιρίων που ο Isidore είχε εμπνευστεί από καρτ ποστάλ που είχε δει. Σε κάποια άλλη επιφάνεια του κτιρίου, υπάρχει μια απεικόνιση της Ιερουσαλήμ καθώς και φημισμένες κατασκευές όπως είναι ο πύργος της Πίζας και το Κολοσσαίο της Ρώμης. Ο Isidore πέθανε τελικά το 1964, στο σπίτι που είχε φτιάξει με τα ίδια του χέρια, περιβεβλημένος από τα πολύχρωμα θαύματα που είχε δημιουργήσει ύστερα από εκείνη τη σημαδιακή επαφή του με τη χώρα των ονείρων.

Ας παραμείνουμε ωστόσο στη γη της Γαλλίας: Ο Ferdinand Cheval ήταν ένας φτωχός και μοναχικός ταχυδρόμος που έζησε στην περιοχή του Drome και αφιέρωσε 30 χρόνια από τη ζωή του για να κτίσει ένα φαντασμαγορικό παλάτι που είχε δει στα όνειρά του. Όπως δήλωσε ο ίδιος, όλα ξεκίνησαν όταν, το 1876, καθώς περπατούσε βιαστικά, το πόδι του σκόνταψε σ’ ένα αντικείμενο που τον έκανε να σωριαστεί καταγής. Περίεργος να ανακαλύψει πάνω σε τι ακριβώς είχε γλιστρήσει, ανακάλυψε λοιπόν μια όμορφη πέτρα που είχε ένα σχήμα πολύ παράξενο, τόσο ασυνήθιστο που αποφάσισε να την πάρει μαζί του για να τη μελετήσει καλύτερα. Καθώς περιεργαζόταν την αλλόκοτη εκείνη πέτρα στο σπίτι του,  θυμήθηκε ότι πριν από 15 χρόνια είχε δει στον ύπνο του ένα παράξενο παλάτι, ένα αλλόκοτο κτίριο που έμοιαζε με «κάστρο από σπηλιές.» Δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν για τούτο το όνειρο γιατί φοβόταν μην γίνει στόχος πειραγμάτων. Ωστόσο δεν το ξέχασε ποτέ και καθώς κρατούσε στα χέρια του εκείνη την παράξενη πέτρα, το συναρπαστικό εκείνο όνειρο αναδύθηκε και πάλι μέσα στο μυαλό του ολοζώντανο και λαμπερό, σαν όραμα. Την επόμενη μέρα, ξαναπήγε στο σημείο όπου είχε σκοντάψει και ανακάλυψε περισσότερες, ακόμα πιο όμορφες πέτρες. Τις μάζεψε όλες μαζί και καθώς τις κοιτούσε ένιωσε μια πρωτόγνωρη ευτυχία. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για αμμόλιθους που είχαν διαβρωθεί από τα νερά της βροχής και είχαν σκληρύνει με το πέρασμα του χρόνου. Στα μάτια του Cheval ωστόσο, έμοιαζαν με γλυπτά που ήταν τόσο παράξενα ώστε κανείς άνθρωπος να μην μπορεί να τα μιμηθεί. Σκέφτηκε λοιπόν ότι εφόσον η φύση είχε εκδηλώσει τη θέληση να δημιουργήσει κάτι τόσο όμορφο, εκείνος όφειλε να οικοδομήσει ένα κτίριο αντάξιο εκείνων των φυσικών κομψοτεχνημάτων. Έτσι λοιπόν, για τα επόμενα 30 χρόνια ο Cheval μάζευε πέτρες κατά τη διάρκεια των καθημερινών του διαδρομών και τις έφερνε στο σπίτι του για να φτιάξει το φαντασμαγορικό παλάτι που είχε ονειρευτεί, το Palais Ideal όπως το είχε ονομάσει ο ίδιος, δηλαδή το «Ιδανικό Παλάτι». Χρειάστηκε 20 χρόνια για να οικοδομήσει τους εξωτερικούς τοίχους του κτιρίου που είχε κατά νου, χρησιμοποιώντας ως δομικά υλικά, εκτός από τις πέτρες που ανακάλυπτε, ασβέστη και τσιμέντο. Στην αρχή κουβαλούσε  τις πέτρες στις τσέπες του, μετά βρήκε ένα καλάθι και τελικά άρχισε να χρησιμοποιεί ένα καρότσι. Συχνά δούλευε τη νύχτα, πάντα μόνος του, με τη βοήθεια μιας λάμπας πετρελαίου.

Το παλάτι που δημιούργησε είναι ένα εκπληκτικό και περίτεχνο κατασκεύασμα που περιβάλλεται από μια ατμόσφαιρα εντελώς ονειρική. Μοιάζει με πελώριο έργο τέχνης που υλοποιήθηκε στον κόσμο μας από κάποιο παράλληλο και παραμυθένιο σύμπαν. Χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα διαφορετικών τεχνοτροπιών που περιλαμβάνουν την ιερή αρχιτεκτονική του χριστιανισμού, την Ινδουιστική παράδοση, την αισθητική της Άπω Ανατολής καθώς και μια απροσδιόριστη αύρα υποθαλάσσιων βασιλείων που φέρνει στο νου την εξωτική ομορφιά ενός υφάλου από αναρίθμητα κοράλλια. Ο ίδιος ο Cheval αρνήθηκε ότι είχε λάβει οποιαδήποτε καλλιτεχνική ή αρχιτεκτονική εκπαίδευση.  Επέμενε ότι η μορφή του παλατιού του πήγαζε «από μέσα του».

Όμως το έργο του δεν τέλειωσε εκεί. Καθώς πλησίαζε την όγδοη δεκαετία της ζωής του, αφιέρωσε πάνω από 8 χρόνια για να κτίσει ένα μεγαλειώδες μαυσωλείο, όπου και θάφτηκε το 1924. Το 1969 το παλάτι του ανακηρύχτηκε πολιτιστικό και ιστορικό ορόσημο και το 1986 η μορφή του τυπώθηκε σε γραμματόσημο.

Οι δυο αυτές ιστορίες δεν είναι μοναδικές στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Ξανά και ξανά, σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, σε όλους τους πολιτισμούς που γεννήθηκαν και άνθισαν πάνω στη γη, υπήρξαν περιπτώσεις ανθρώπων που είδαν κάποια όνειρα παράξενα και καταπληκτικά, συγκλονιστικά οράματα με άγνωστη προέλευση, που τους μετουσίωσαν ψυχικά και τους εξώθησαν να κυριευτούν από μια δύναμη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο ιερός φανατισμός μιας ασυμβίβαστης δημιουργικότητας. Τα αίτια αυτής της ολοκληρωτικής μεταμόρφωσης θα μπορούσαν να είναι πολλά και διάφορα. Στο κάτω-κάτω όλοι πλέον γνωρίζουμε ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο κρύβεται ένας καλλιτέχνης. Το υποσυνείδητό μας δημιουργεί συνεχώς περίτεχνα σενάρια, όμορφες ιστορίες και συμβολικές παραστάσεις για να επικοινωνήσει με τον συνειδητό μας εαυτό και ίσως, ενίοτε, κεντρισμένο από κάποιο ιδιαίτερο ερέθισμα, να πυροδοτεί τη γέννηση μιας ασυγκράτητης πλημμυρίδας που πλουτίζει τον πεζό μας κόσμο με τα δώρα μιας παραμυθένιας ομορφιάς. Ίσως πάλι, να συμβαίνει κάτι άλλο, κάτι πιο γοητευτικό: Ίσως οι δυο εκείνοι άνθρωποι, αλλά και τόσοι άλλοι που εμπνεύστηκαν από τα όνειρά τους και δημιούργησαν πρωτόγνωρα έργα τέχνης, να ήρθαν σ’ επαφή με κάποια τοπία και κάποιους χώρους που υπάρχουν κάπου αλλού, πέρα απ’ το πέπλο των νυχτερινών ονείρων μας. Ίσως τα φαντασμαγορικά μωσαϊκά του Ιsidore και το εκπληκτικό παλάτι του Cheval να είναι αναπαραστάσεις δημιουργημάτων που υπάρχουν σε κάποιο μυστικό παράλληλο κόσμο για τον οποίο δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα. Και ίσως, με τη βοήθεια κάποιας αλλόκοτης αλλά και τόσο σπάνιας αλχημείας του μυαλού, να καταφέρουμε κάποτε και εμείς να διαπεράσουμε εκείνο το απροσπέλαστο πέπλο και να εξερευνήσουμε τις ομορφιές και τα θαύματα εκείνης της υπέροχης χώρας που απλώνεται πέρα από τα όνειρα της νύχτας.

Πηγές:

 

 

 

Έρικ Σμυρναίος

Ο Έρικ Σμυρναίος είναι κατά το ήμισυ Έλληνας και κατά το ήμισυ Φιλανδός, και γεννήθηκε στην Αγγλία το 1970, όπου και σπούδασε Νομικά. Από το 1993 ζει και εργάζεται στην Ελλάδα όπου, στον ελεύθερο χρόνο του, αρέσκεται να γράφει διηγήματα και μυθιστορήματα που κινούνται στο χώρο του φανταστικού. Παρά το ότι η μητρική του γλώσσα δεν είναι τα ελληνικά, τα έργα του είναι γραμμένα σε αυτή τη γλώσσα, την οποία ο ίδιος θεωρεί “την τελειοτέρα όλων των γλωσσών”. Κατά τα άλλα, του αρέσει ο κινηματογράφος φαντασίας, με ιδιαίτερη προτίμηση στο είδος του μεταφυσικού θρίλερ και της επιστημονικής φαντασίας, το διάβασμα, οι πεζοπορίες στα συναρπαστικά ελληνικά βουνά και η εξερεύνηση μυστηριακών τόπων, κατά προτίμηση κατά τη διάρκεια της νύχτας. Φιλοδοξεί μια μέρα να πατήσει το πόδι του στον πλανήτη Άρη, αν κι έχει αποδεχτεί πλέον το γεγονός ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι μάλλον απίθανο. Τα 5 βιβλία του Συγγραφέα: α) Η Κυρά Της Πόλης β) Δεσμοί Αίματος γ) Η Εκδίκηση της Κασσάνδρας δ) Κθούλου φτου(γκν) ε) ΧΑΣΤΟΥΡιτσάκι Gate. Όλα από τις εκδόσεις "Άλλωστε".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.