You are currently viewing ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ: Εκείνο το Πάσχα

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ: Εκείνο το Πάσχα

Όλα ήταν κανονισμένα. Το σπίτι μοσχοβολούσε, τα στρωσίδια καθαρά, οι διάδρομοι πάνω στα χαλιά για να μη λερωθούν μέχρι την Ανάσταση, τα κεντήματα κολλαρισμένα, όλα ταχτοποιημένα, στη θέση τους. Οι βαλίτσες με τα ρούχα –πρόχειρα και καλά– στημένες σε παράταξη από βραδύς, στο χολ και παραδίπλα, σε ξεχωριστή τσάντα, τα υφάσματα για τις καινούργιες φορεσιές του Πάσχα. Από κοντά δύο καλάθια, σκεπασμένα με καρό πετσέτες το ένα με τ’ αυγά, που θα βάφονταν κόκκινα τη Μεγάλη Πέμπτη, μαζεμένα τις μέρες της νηστείας και τυλιγμένα με εφημερίδες, προσεκτικά ένα-ένα για να μην σπάσουν, και το άλλο με τα καθαρισμένα μύγδαλα, για τα «μυγδαλωτά» και τα πασχαλινά τσουρέκια, μέσα στην πάνινη σακούλα τους, τοποθετημένα με φροντίδα κάτω από τα νηστίσιμα κουλουράκια, που τα είχε τυλίξει η μάνα μου με διαφανή ζελατίνα σαν πουγκί δεμένο με μωβ φιόγκο. Όλα έτοιμα. Θα περνούσαμε τη Μεγάλη Εβδομάδα με τη γιαγιά και θα επιστρέφαμε ανήμερα Λαμπρή για να γιορτάσουμε μαζί με τον πατέρα.  

Την επομένη από το κλείσιμο του σχολείου το ταξί θα μας πήγαινε στο Σταθμό του τρένου και η περιπέτεια θ’ άρχιζε. Όλο το προηγούμενο βράδυ ούτε ο ύπνος μ’ έπαιρνε ούτε ξημέρωνε. Σκεφτόμουν πως είχα μπροστά μου δεκαπέντε ολόκληρες μέρες και κατέστρωνα σχέδια, συμπληρώνοντας λίστα με προτεραιότητες. Τις μέρες των διακοπών θα ξέχναγα το σχολείο και τα μαθήματα. Κι ας επέμενε η μάνα μου να κουβαλάω μαζί μου τα βιβλία και τα τετράδια των εργασιών. Ακόμα και το ποίημα που απήγγειλα στη γιορτή θα ξέχναγα. Σημασία για μένα θα είχε πλέον το ταξίδι και οι εμπειρίες, που θα διηγιόμουν στους συμμαθητές μου. Είχα μάθει να ταξιδεύω, βέβαια με τη σιγουριά της επιστροφής. Την άλλη μέρα θα μπαίναμε στο πρωινό τρένο με όλα τα συμπράγκαλα. Όταν θα βρίσκαμε τη θέση μας στο κουπέ και θα ταχτοποιούσαμε τις βαλίτσες στα ράφια, πάνω από τα κεφάλια μας, θα έκλεινα τα μάτια και αφήνοντας το τράνταγμά του τρένου να με νανουρίσει θα ρούφαγα, άθελά μου, τη μυρουδιά του μέχρι να περάσει στο αίμα μου.

Ήταν νουθεσία της μάνας μου να κλείνω τα μάτια, για να μη ζαλίζομαι από το ταρακούνημα και την κάπνα του τσιγάρου, που τότε επιτρεπόταν στα δημόσια μεταφορικά μέσα. Επιπλέον, αν αισθανόμουν άσχημα, είχα την δυνατότητα ν’ ανοίγω το παράθυρο του διαδρόμου, να βγάζω το κεφάλι μου έξω και να παίρνω βαθιές ανάσες. Ο αέρας, που με χτύπαγε στο πρόσωπο, δεν ήταν βέβαια και τόσο καθαρός. Οι μυρουδιές των κέδρων που πέρναγαν τα φαράγγια, κάποιες φορές, έφταναν στα ρουθούνια μου ανακατεμένες με τον καπνό της μηχανής και αυτό το ανακάτωμα ήταν τόσο έντονο που μου έφερνε δυσφορία.

Η διαδρομή τα είχε όλα, βουνά, λαγκάδια, γαλαρίες που άφηναν το τρένο να μπαινοβγαίνει σαν φίδι μέσα από τα πέτρινα στόμιά τους, γέφυρες που διέσχιζαν φαράγγια, παλιά πολυβολεία, που κάποτε φύλαγαν τα περάσματα από τον εχθρό, μικρούς Σταθμούς με θαυμάσια πέτρινη αρχιτεκτονική, κάστρα, σπηλιές, καταπράσινες διαδρομές με βελανιδιές, σκίνα, κουμαριές, πικροδάφνες, αγριοσυκιές, κουτσουπιές και ό,τι βάνει ο νους από άγριους ανθούς. Από ψηλά οι κέδροι και τα κεφαλλονίτικα έλατα έστελναν τις σκιές τους μέχρι τις σπηλιές, στ’ απόκρημνα. Όμως, το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν ότι περνούσαμε την ψηλότερη –τότε– σιδερένια γέφυρα του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας μας, που το ύψος της άγγιζε τα ενενήντα εννέα μέτρα. Τα τριακόσια πενήντα δύο μέτρα του μήκους της ένωναν τις δύο απέναντι πλαγιές του βουνού, αφήνοντας το τοπίο σχεδόν αναλλοίωτο, αφού δεν υπήρχε οδικό δίκτυο παρά μόνο η σιδηροδρομική γραμμή πάνω στη γέφυρα, που έμοιαζε με μπαλκόνι.

Κι όσο εγώ δυσανασχετούσα επειδή η κάπνα με ζάλιζε τόσο οι μεγάλοι, μέσα από τις παρατηρήσεις που μου έκαναν, ξέπλεναν την αγωνία τους για το αν η τεράστια γέφυρα θα άντεχε, και αυτή τη φορά, το βάρος τής μηχανής και των βαγονιών. Τον φόβο τους τον γνώριζα, τον ένοιωθα κι εγώ· γινόταν πιο έντονος όταν το τρένο έκοβε ταχύτητα για να διασχίσει μία γαλαρία μήκους δύο χιλιομέτρων, πριν τη μεγάλη γέφυρα. Ταυτόχρονα, κόβονταν και οι συζητήσεις. Με το που βγαίναμε από τη γαλαρία το τρένο σταματούσε. Μικροί και μεγάλοι έτρεχαν στα παράθυρα να ρίξουν τον οβολό τους στην εκκλησούλα του γκρεμού και σχεδόν αμέσως περνούσε ο ελεγκτής, φωνάζοντας να παραμείνουμε στις θέσεις μας γιατί θα περνούσαμε τη γέφυρα. Το τρένο ξεκινούσε αργά μέσα σε μια νευρική σιγή κι εγώ αγκάλιαζα τη μάνα μου, κρατώντας την αναπνοή μου. Σε κάθε τρίξιμο της γέφυρας έσφιγγα τα μάτια και μέχρι να περάσουν τα δύσκολα, και να φτάσουμε σε στέρεο έδαφος, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά στο ρυθμό της μηχανής. Ο νους μου πήγαινε συνέχεια στο κακό, συμπληρώνοντας με μικρές παραλλαγές την ίδια πάντα ιστορία, στην οποία το γεφύρι δεν άντεχε το βάρος του τρένου, κατάρρεε, και πέφταμε στο γκρεμό, μπροστά η μηχανή και από πίσω τα βαγόνια.

Οι πιο θαρραλέοι έμεναν κοντά στα παράθυρα και χάζευαν μουγκά το χάος κάτω από τα πόδια τους. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, συνέχιζαν το κάπνισμα. Αυτή η μυρουδιά μού έφερνε αναγούλα· έμοιαζε με οσμή θανάτου, σαν να έβγαινε από τα σώματα όσων είχαν σκοτωθεί όταν ανατινάχτηκε η γέφυρα, στην Κατοχή. Κάποιες φορές, επηρεασμένος από την ανάσταση του Λαζάρου, τα φανταζόμουν να ζωντανεύουν, να σκαρφαλώνουν τα σίδερα της γέφυρας και να ’ρχονται καταπάνω μου. Και τότε έσφιγγα τα μάτια μου και περίμενα ν’ ακούσω τον κόσμο να ζητωκραυγάζει με ανακούφιση και να χειροκροτεί με θαυμασμό τον μηχανοδηγό, πράγμα που σήμαινε πως το τρένο είχε περάσει τη γέφυρα.

Στη συνέχεια, η διάθεση όλων άλλαζε και μπορούσα ν’ απολαύσω, με την ησυχία μου, την κατάφυτη διαδρομή. Αφήναμε πίσω μας έναν μικρό πέτρινο Σταθμό, ένα κάστρο, μια μικρότερη γέφυρα και λίγα μέτρα μετά έναν δεύτερο μικρό Σταθμό, κλειστό από χρόνια, κι αφού περνούσαμε και την τελευταία γαλαρία έμενε κάμποσος δρόμος μέσα στον κάμπο, μέχρι να φτάσουμε στον μεγάλο Σταθμό της αποβίβασης. Από εκεί, φορτωμένοι με τα μπαγκάζια τρέχαμε να προλάβουμε το λεωφορείο της ανταπόκρισης για τη πόλη. Ύστερα, ποδαράτο ως το πρακτορείο, που όλο κοντά ήταν και κάθε φορά μακρύτερα μου φαινόταν πως έφευγε –λες για να μας ταλαιπωρεί–, για να πάρουμε το λεωφορείο, προς το παραθαλάσσιο χωριό της γιαγιάς μου, και να φτάσουμε, επιτέλους, ξεθεωμένοι στον προορισμό μας.    

Η γιαγιά άκουγε τις δυσκολίες του ταξιδιού με προσοχή κι εμένα μου φαινόταν πως μέτραγαν σαν απόδειξη για το πόσο την αγαπούσαμε. Γιατί, αλλιώς, δεν θα περνούσαμε τόσα βουνά, γκρεμούς και γέφυρες για να πάμε να τη δούμε. Οι όμορφες στιγμές με τη γιαγιά, η ανεμελιά και τα παιχνίδια με τα ξαδέλφια και τους φίλους, καθώς και η ένταση του Θείου Δράματος με τη Σταύρωση, τον Επιτάφιο και την Ανάσταση έκαναν τις μέρες των διακοπών να τελειώνουν γρήγορα και χωρίς να το καταλάβουμε ερχόταν η δύσκολη ώρα της επιστροφής. Δεν μας έφτανε που θ’ αποχωριζόμασταν ο ένας τον άλλον έπρεπε να μείνουμε και ξάγρυπνοι, μετά την Ανάσταση, αφού θα ταξιδεύαμε με το πρωινό τρένο, που θα περνούσε αξημέρωτα τη μεγάλη σιδερένια γέφυρα.

Σ’ εκείνη την επιστροφή, που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ο καιρός ήταν ακατάστατος· τη μία φύσαγε, την άλλη έπιανε δυνατή βροχή. Το τρένο ήταν όλο δικό μας. Εμείς, ο ελεγκτής, ο μηχανοδηγός και το ανεμοβρόχι που έγδερνε τα τζάμια. Οι βροντές, οι αστραπές κι ο αέρας, που έκανε τα σίδερα της μεγάλης γέφυρας να τρίζουν, συνέθεταν μία εφιαλτική εικόνα στο παιδικό μυαλό μου. Αγκάλιασα τη μάνα μου για να πάρω κουράγιο κι όταν ένοιωσα την καρδιά της να χτυπάει δυνατά απελπίστηκα. Ούτε το κατάλαβα πως βρέθηκα στο πάτωμα μέσα στα ξερατά. Όταν συνήλθα, ελεγκτής με πήγε στον μηχανοδηγό. Εκείνος μ’ έβαλε να καθίσω δίπλα του και να κοιτάζω μπροστά για να μη ζαλίζομαι. Οι ασημιές γραμμές, ξεπλυμένες από τη βροχή, έστελναν το πρώτο φως της Αναστάσιμης μέρας και ο μηχανοδηγός μού χαμογελούσε. Ήταν σαν να οδηγούσα το τρένο εγώ. Σιγά-σιγά ξεθάρρεψα κι άρχισα να τον ρωτάω για τα ταξίδια του. Εκείνος μου απαντούσε με ιστορίες, το τραίνο έπαψε να κουνιέται και ο χρόνος σταμάτησε. Εκεί μπροστά, στη μηχανή του τρένου, τσουγκρίσαμε τα κόκκινα αυγά, που μας έδωσε η μάνα μου, λέγοντας «Χριστός Ανέστη» και μοιραστήκαμε το μεγάλο τσουρέκι, που μας πρόσφερε ο μηχανοδηγός. Το αυγό δεν το έφαγα, γιατί το στομάχι μου ήταν χάλια από τον εμετό, αλλά το ταξίδι τελείωσε χαρούμενα και χωρίς άλλα απρόοπτα.

Η βροχή είχε σταματήσει όταν φτάσαμε στο Σταθμό του χωριού και τα χωράφια άχνιζαν κάτω από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ο πατέρας μας περίμενε με το ταξί και εγώ έτρεξα στην αγκαλιά του κρατώντας ακόμα στα χέρια μου το σπασμένο κόκκινο αυγό και το υπόλοιπο κομμάτι από το τσουρέκι, που είχα κερδίσει με το σπαθί μου επειδή ήμουν ο καλύτερος συν-μηχανοδηγός τρένου. Κάθε Πάσχα γυρνάω σ’ εκείνες τις στιγμές πάνω στο τρένο, που ανταλλάξαμε τα πρώτα τσουγκρίσματα με τα κόκκινα αυγά. Και είμαστε όλοι εκεί: εγώ, η μάνα μου ο ελεγκτής και ο θαρραλέος μηχανοδηγός, που ανήμερα Λαμπρής μας έφερε στο σπίτι μας και συνέχισε το μοναχικό του δρόμο μέχρι την πρωτεύουσα, για να βρει το δικό του παιδί. Το αυγό η μάνα μου το πέταξε γιατί βρώμισε αλλά το τσουρέκι το κράτησα μέχρι τη μέρα που περπάτησα τη γέφυρα μόνος μου. Το πέταξα στο φαράγγι μαζί με την υπόσχεση πως θα γινόμουν μηχανοδηγός και ύστερα έριξα και ότι κέρματα είχα πάνω μου, στέλνοντας ευχές στον πιο θαρραλέο μηχανοδηγό εκείνης της μακρινής Λαμπρής. 

Όταν περπατάω μια γέφυρα, στέκομαι στη μέση της και ρίχνω κέρματα στο κενό, ψάχνοντας τις μυρουδιές από τους κέδρους και τα κεφαλλονίτικα έλατα, που δεν θα ξανάρθουν στα ρουθούνια μου. Μέσα στα χρόνια που πέρασαν, οι άνθρωποι έλιωσαν φορτίζοντας το γενέθλιο χώμα. Πρόσφατα, το τρένο άλλαξε διαδρομή, δεν περνάει πια από το χωριό. Η μεγάλη σιδερένια γέφυρα όπου να ’ναι θα καταρρεύσει, αφού πλέον δεν θα υπάρχει λόγος να συντηρείται. Τίποτα θα δεν είναι ίδιο, ούτε εγώ. Όμως, όλα αυτά θα τα σκέφτομαι και θ’ αναπολώ, κάθε φορά που το Πάσχα θα επιμένει να μου θυμίζει ότι λείπουν από τη ζωή μου.   

Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας και διαμένει στην Αθήνα. Σπούδασε Σκηνογραφία – Ενδυματολογία. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Είναι τελειόφοιτη του μεταπτυχιακού τμήματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. Είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού «Μανδραγόρας». Το 2017 εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων της Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες, από τις Εκδόσεις «Εντευκτηρίου». Διηγήματα, δοκίμια και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ιστοσελίδες και διαδικτυακά περιοδικά.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.