You are currently viewing Κοσμάς Κοψάρης, «Ανιχνεύοντας το ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Κοντού»

Κοσμάς Κοψάρης, «Ανιχνεύοντας το ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Κοντού»

Η ποίηση του Γιάννη Κοντού αποτελεί ένα ατέρμονο οδοιπορικό υπαρξιακής ενδοσκόπησης. Από τα πρώτα του ποιήματα, αποδίδεται η απομόνωση του ποιητικού εγώ από τον άμεσο εξωτερικό περίγυρο σε σημείο που οι περιγραφές εκφράζονται στο γ΄ ενικό πρόσωπο: «Έπιασε το πόμολο της πόρτας/και ένιωσε τέτοια μοναξιά/που έσκυψε και φίλησε το κρύο σίδερο».[1] Δίνεται η εντύπωση της αποστασιοποίησης του υποκειμένου από τον ίδιο του τον εαυτό. Η ατμόσφαιρα γίνεται ολοένα και περισσότερο ζοφερή σε τοπία που κυριαρχεί το απόλυτο σκοτάδι: «Η νύχτα έπεσε τόσο απότομα/που δεν πρόλαβε να την αντιληφθεί /το μάτι μας/Η νύχτα μπήκε μέσα μας, σβήνοντας/με το χέρι ό,τι μας ανήκει».[2]

Ανασυντίθενται μπωντλαιρικά και καρυωτακικά-νεορομαντικά στιγμιότυπα με βασική θεματική την πλήξη, όπως αυτή ανακλάται σε βροχερά τοπία και μουντά σκηνικά: «Βρέχει/Δέντρα, στρατιώτες, λάσπες, εμβατήρια/στήνουν ένα μνημείο για τη σελήνη που ξεχάστηκε/μπρος σε δύο κλειστά μάτια/-Μια αρβύλα συνθλίβει τη σύνθεση-/Πόσο αλλοιώθηκαν τα χαρακτηριστικά μας».[3]

Εκφράζεται η κοινωνική αμφισβήτηση μέσα από την απόδοση της ζωής που ουσιαστικά δεν βιώθηκε ποτέ: «Τα μάτια σου κλειστά/κι η φωνή σου μας κάρφωνε πικρά/στις φυλακές μας/Όλοι κατάδικοι για μια ζωή/-ζωή κι αυτή-/μπροστά σ’ ένα κλειστό παράθυρο».[4] Η εξωτερική πραγματικότητα δεν συνιστά πρόσφορο έδαφος για την πραγμάτωση των ονείρων: «Οι δρόμοι γεμάτοι πέτρες και οδοφράγματα/από νεανικά όνειρα/Μας λιθοβολούν. Μας λιθοβολούν χωρίς ντροπή».[5]

Η αίσθηση της εξωτερικής αποδιοργάνωσης στο πεδίο του κοινωνικού μηχανισμού έχει άμεσο ψυχολογικό αντίκτυπο για το ποιητικό εγώ, με αποτέλεσμα την εσωτερική απορρύθμιση:«-Άλλη φορά δεν θα κατέβω στο υπόγειό σου/να βγάλω σφουγγάρια-/Εκεί κάτω είναι σκοτεινά/Εξάλλου ξεχνάς να με τραβήξεις επάνω και ψηλαφίζω να’ βρω  καμιά χαραμάδα/ να βγάλω τη φωνή μου στο φως».[6]

Η υπαρξιακή καταβαράθρωση του «είναι» οδηγεί στο να αναγνωρίζονται από τον ποιητή άτομα, μέσα στην χοάνη της απρόσωπης μεγαλούπολης, που ζουν σε ανάλογες συνθήκες έντονου ψυχικού αδιεξόδου. Τότε είναι που ο χρόνος παγώνει: «Όπως γυρίζει η νύχτα μέσα μου/φέρνει πνιγμένους στην επιφάνεια/-Το στήθος κλείνει για να κρατήσει/ό,τι προλάβει».[7] Η ποίηση, στο πλαίσιο της αυτοαναφορικότητας, καθίσταται περιοχή αυτοανάφλεξης φέρνοντας τον εαυτό αντιμέτωπο με όσα δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει: «-Το μεγάλο ποίημα είναι/σαν το σκοινί του κρεμασμένου/Το μικρό ποίημα είναι σαν κομμάτι/χειροβομβίδας που σου παίρνει χέρι ή πόδι/Είτε έτσι είτε αλλιώς δε γλιτώνεις».[8]

Ο κόσμος εκλαμβάνεται ως μια σταθερή περιήγηση στην απέραντη νύχτα. Το φως αποτελεί εξωτερικό εισβολέα στην καθημερινή ανία που αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, διαταράσσοντας την μόνιμη ρουτίνα: «Το φως εδώ στο ξέφωτο/δαγκώνει όποιον δε γνωρίζει/Το ξέφωτο είναι τετράγωνο/με γυαλί αλεξίσφαιρο γύρω/-Είναι με άλλα λόγια παγίδα».[9] Το κλειστοφοβικό κλίμα που βιώνει ο μοναχικός ποιητής αποδίδεται στο ότι οι άλλοι αδυνατούν να καταλάβουν τις βαθύτερες ανησυχίες και προβληματισμούς του, με αποτέλεσμα να βλέπει παντού τριγύρω ερημικά τοπία, δίχως ανθρώπινη παρουσία: «Ανάβουν φώτα και φωνές/από διάφορες μνήμες/Μακριά ακούγεται σειρήνα/Βέβαια δεν έρχεται κανείς».[10]

Η πόλη μεταλλάσσεται σε ένα ομιχλώδες τοπίο που καθιστά δυσδιάκριτη κάθε ανθρώπινη φιγούρα, επιτείνοντας το ψυχικό κενό: «Η πόλη μαγκωμένη στην ομίχλη/κρεμότανε άδειο τσουβάλι».[11] Ο ποιητικός καμβάς ισοδυναμεί με θανατογραφία: «Η άλλη μέρα είναι ένας άλλος θάνατος/κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου/Ένας θάνατος ηλεκτρικός/χωρίς πριν και μετά/Όπως εκεί που τελειώνει/ο ώμος και δύο δάχτυλα κενό/σε χωρίζει από τις φωνές».[12]

Ο ουρανός ανοικειώνεται από μετωνυμία αισιοδοξίας σε κάτι εφιαλτικά σκοτεινό, ακολουθώντας αντίστοιχη πορεία αλλοτρίωσης με αυτή που εντοπίζει ο ποιητής στον κοινωνικό χώρο: «Ο ουρανός έσπασε/Ρίχνει στρατηγούς και διαβόλους/ακούω τα παγωμένα φώτα/των αυτοκινήτων να κατεβαίνουν».[13] Οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες οδηγούν στην μόνιμη τάση φυγής: «…ο έξω κόσμος είναι μια υγρασία/που σου τρώει τα κόκαλα/Γι’ αυτό δεν βλέπω τίποτα/Μόνο ξεδιπλώνω τον ουρανό/και φεύγω/συνέχεια φεύγω».[14] Η εξίσωση του ουρανού με τη γη συνεπάγεται την μόνιμη καθήλωση σε ένα αναπόδραστο τέλμα: «Ο ουρανός είναι καρφωμένος στη γη/και δεν θα ξεφύγει κανείς».[15] Το φεγγάρι από ονειρικό σύμβολο ποιητικής έμπνευσης εκφυλίζεται σε «μανιτάρι ατομικής βόμβας».[16] Ο κόσμος διαρκώς στενεύει σε ένα ασφυκτικό δωμάτιο: «Γυρνάς την τσέπη σου ανάποδα/και έρχεται το βράδυ καυτή πίσσα/Βρίσκεσαι σπίτι. Προσπαθείς να στηρίξεις/το ταβάνι με τους καπνούς του τσιγάρου/και την έρμη την ποίηση».[17]

Η αίσθηση που αποπνέει η ποίηση του Γιάννη Κοντού είναι εκείνη της αδιάκοπης περιπλάνησης ενός μοναχικού ποιητικού υποκειμένου στην μεγαλούπολη. Γίνεται κοινωνικός παρατηρητής, καταγράφοντας τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες κάθε ανθρώπου που δεν μπορεί να υλοποιήσει τους στόχους του στην σύγχρονη μαζοποιημένη κοινωνία της αλλοτρίωσης. Ωστόσο, παρά τα δυσοίωνα χρώματα, η ποίησή του δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πεισιθάνατη, έστω και αν ανακαλεί καρυωτακικούς τόνους. Εκφράζει περισσότερο την αμφισβήτηση για τα κοινωνικά δρώμενα σε συνδυασμό με την ελπίδα αναδόμησης για όσα θεωρούνται κακώς κείμενα. Η προοπτική παραμένει αχνοφέγγοντας, όσο η ποίηση έχει την δύναμη να διεισδύει στο εσώτερο γίγνεσθαι του ποιητή, φωταγωγώντας κάθε σκοτεινή πτυχή των υπαρξιακών κλυδωνισμών. Το φως, έστω και αν τρομάζει στην ποίηση του Κοντού, σηματοδοτεί ένα διαφορετικό αύριο, στο οποίο καθίσταται εφικτή η ανασύνθεση με την άρτια ένταξη των ατόμων στον κοινωνικό στίβο. Εξάλλου, η ποιητική τέχνη εξωραΐζει ό,τι αμαυρώνει η πραγματικότητα, μεταφέροντας τον δημιουργό στην δική του ονειρική περιοχή, εκεί που η υπέρβαση καταλήγει σε γόνιμους χώρους προσωπικής έκφρασης και αυτοπραγμάτωσης.

Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός.

 

[1] Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010), εκδ. Τόπος, Αθήνα 2013, «Καταιγίδα», σ. 13.
[2] «Στο φως του κεριού», ό.π.σ.14.
[3] «Βρέχει», ό.π.σ.19.
[4] «Τα μάτια σου κλειστά», ό.π.σ.26.
[5] «Ανυπόταχτος θα σε περιμένω», ό.π.σ.39.
[6] «Ο δύτης», ό.π.σ.63.
[7] «Το χρονόμετρο», ό.π.σ.63.
[8] «Διακοπή ρεύματος», ό.π.σ.66.
[9] «Η γνωριμία με το φως», ό.π.σ.70.
[10] «Η σκάλα», ό.π.σ.71.
[11] «Τοπίο», ό.π.σ.73.
[12] «Η σιωπή και τα πράγματα», ό.π.σ.81.
[13] «Η βροχή και το παρόν», ό.π.σ.84.
[14] «Το οπτικό νεύρο», ό.π.σ.91.
[15] «Πανικός ή η Λίτσα θέλει έρωτα ενώ το ραδιενεργό νέφος πλησιάζει», ό.π.σ.114.
[16] «Εδώ κάτω γίνεται χαλασμός», ό.π.σ.122.
[17] «Πειραματόζωο», ό.π.σ.127.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.