You are currently viewing Κοσμάς Κοψάρης: Μια συνομιλία με την Αγγελική Πεχλιβάνη

Κοσμάς Κοψάρης: Μια συνομιλία με την Αγγελική Πεχλιβάνη

                                                  

Η Αγγελική Πεχλιβάνη γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Είναι απόφοιτος του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και εργάζεται ως φιλόλογος σε Λύκειο. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια με εισηγήσεις για τη λογοτεχνία  και έχει δημοσιεύσει φιλολογικά κείμενα (Μ. Γκανάς, Χ. Βλαβιανός, Κ. Καρυωτάκης, Γ. Σκαμπαρδώνης, Γ. Θεοτοκάς, Ι. Καρυστιάνη, Γ. Βαρβέρης, Γ. Κοντός, κ.ά.), βιβλιοκριτικές και ποιήματά της σε περιοδικά έντυπα και ηλεκτρονικά (Χάρτης, Πόρφυρας, Ποιητική, Νέα Ευθύνη, Παρέμβαση, Στέπα, frear, culturebook, κ.ά.). Ως επιμορφώτρια έχει  συμμετάσχει σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής για φιλολόγους της Δυτ. Αττικής και της Γ’ Αθήνας.  Συμμετείχε στο βιβλίο Η δημιουργική γραφή στο σχολείο (Μεταίχμιο 2016) σε επιμέλεια της Σοφίας Νικολαΐδου. Η ποιητική συλλογή της Πεζή οχούμενη (Κίχλη 2018) συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των βραβείων Jean Moréas, του περιοδικού Ο Αναγνώστης και των βιβλιοπωλείων Public. Τον Ιούνιο του 2020 κυκλοφόρησε η συλλογή της From Russia with Love (s@mizdat) και, σε συνεργασία με τον Τριαντάφυλλο Η. Κωτόπουλο, η μονογραφία Μίμης Σουλιώτης. Ο ποιητής των στιγμών και των λέξεων (Gutenberg). Το 2021 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί (εκδ. Κιχλη).

 

 

  1. Αρχικά, θα χαιρόμασταν πολύ να μας λέγατε ως δημιουργός το πώς αντιλαμβάνεστε την ποίηση στο πλαίσιο της ποιητικής αυτοαναφορικότητας.

 

Αγαπώ τις λέξεις. Αγαπώ τη γλώσσα. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από αυτή. Η ποίηση είναι μια πυκνή σκιερή γλώσσα, γλώσσα κατ’ επίφασιν αρμονίας και ευρυθμίας, που αναπάντεχοι παρατονισμοί, αρρυθμίες, ελλείψεις, ασυνέχειες, ακόμα και σιωπές, προκαλούν ρηγματώσεις στο σώμα της (φανταστείτε ένα δάσος δέντρων με βαριά, δροσερά φυλλώματα, που, ενώ συγκρατούν τον ήλιο και τη βροχή, ξαφνικά υποχωρούν από μια έκρηξη φωτός ή έναν καταρράκτη νερού· που, ενώ φιλτράρουν τους ήχους και τις μυρωδιές της γης, ξαφνικά ένας βόρειος άνεμος σαρώνει και ανακατεύει τα πάντα). Η ποίηση είναι κίνηση υψηλής θερμοκρασίας και στροβιλισμός παγωμένος, ταυτόχρονα. Είναι η γλώσσα στην εδεμική της κατάσταση, όπως έλεγε ένας καθηγητής μου. Οι λέξεις της ποίησης μπορούν να σε σώσουν ή να σε καταστρέψουν. Για μένα, η ποίηση είναι ένας τρόπος αντίστασης: αντίστασης στην πραγματικότητα. Ξέρετε  το ξέρετε , οι άνθρωποι αντιστεκόμαστε στην πραγματικότητα, στη μοναξιά, στον φόβο, στον θάνατο. Άλλος αντιστέκεται με τη θρησκεία, άλλος με την τεκνοποιία, άλλος με το αλκοόλ, άλλος με τα ναρκωτικά. Εγώ αντιστέκομαι με την ποίηση. Ενίοτε δίνω μεγάλες μάχες. Άλλοτε κερδίζω, άλλοτε χάνω. Και συνεχίζω…

 

 

 

  1. Από πότε αρχίσατε να γράφετε;

 

Τα πρώτα μου δύο κείμενα  ένα ποίημα σε ελεύθερο στίχο και ένα ποιητικό μικροδιήγημα –  τα έγραψα στα 16 μου. Το καλοκαίρι προς τη β’ λυκείου. Από την αρχή φάνηκε η αγάπη μου για τη μικρή φόρμα. Μέχρι τότε είχα διαβάσει, εκτός από τα του σχολείου, Παπαδιαμάντη, Λουντέμη, Βενέζη, Λιλή Ζωγράφου, Καβάφη, Καρυωτάκη, Γιάννη Κοντό (ήταν αποκάλυψη για μένα από τότε άρχισα να ασχολούμαι με τη γενιά του ’70), Μπρεχτ (τις ιστορίες του κυρίου Κόυνερ), Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Γκόρκι, Τολστόι, Εξυπερύ, Βίλχελμ Ράιχ (το Άκου Ανθρωπάκο!) και άλλα. Διάβαζα πολύ ως παιδί και έφηβη: από παραμύθια μέχρι εφημερίδες, από λογοτεχνία μέχρι ιστορία και φιλοσοφία που ουδόλως καταλάβαινα. Το γράψιμο ήρθε αβίαστα, σαν το επόμενο βήμα  σε μια μεγάλη πορεία. Βέβαια, υπήρξε μια περίοδος που παρέκκλινα, έχασα τον δρόμο μου: από τα 30 μέχρι τα 45 μου, στην πιο δημιουργική φάση για πολλούς, δεν έγραφα και είχα περιορίσει το διάβασμα. Από τη μία η πολλή δουλειά και το δέλεαρ των χρημάτων (τότε χρήματα υ π ή ρ χ α ν!), από την άλλη η άπληστη νεότητα, τα ταξίδια, η καλή ζωή, τα ποτά, τα ξενύχτια και οι έρωτες… η λογοτεχνία και οι παράλληλες πραγματικότητές της παραμερίστηκαν. Όμως δεν ξεχάστηκαν· επανήλθαν με δύναμη συσσωρευμένη, σχεδόν εκδικητικά, και με παρέσυραν. Σαν άγρια θάλασσα. Και δεν ξέρω καλό κολύμπι…

 

 

 

  1. Τι είναι αυτό που σας τρομάζει περισσότερο στη ζωή και εκείνο που λατρεύετε; Αυτά τα δύο άκρως αντιθετικά πεδία, έχετε αποπειραθεί ποτέ να τα μεταθέσετε στον ποιητικό σας καμβά;

 

Με τρομάζει η έλλειψη. Παντός είδους. Ακόμα και των περιττών  αγαθών. Η Έλλειψη και ό,τι αυτή σημαίνει: Ανυπαρξία και κενό. Λατρεύω την ύπαρξη. Τη ζωή. Και ζωή είναι η μνήμη της μητέρας μου, η μικρή-μεγίστη αδερφή μου, οι φίλοι, οι σύντροφοι  και οι μαθητές μου. Οι γάτες. Η μουσική του Μάνου, του Μάλερ και του Φίλιπ Γκλας. Η θάλασσα και η καύλα. Οι μυρωδιές πούδρας, οι μνήμες και οι ιστορίες. Γιατί η αφήγηση ιστοριών είναι ο μόνος τρόπος να κατανοήσουμε τον κόσμο.

 

Φυσικά στην ποίησή μου βρίσκονται και οι αγάπες και οι φόβοι μου. Δεν είμαι διχασμένη (το έχω ξαναπεί), άλλα να φοβάμαι, άλλα να αγαπώ και άλλα να ποιώ. Τα πάντα στη λογοτεχνία είναι αυτοβιογραφικά, ακόμα και όσα δε λέγονται κυρίως αυτά.

 

 

  1. Πιστεύετε ότι υπάρχει γυναικεία ποίηση;

 

 

Αν εννοείτε ότι η ποίηση που γράφουν οι γυναίκες μυρίζει προδέρμ και έχει γεύση στιφάδου, σας απαντώ ευθέως όχι. Ίσως κάποιοι να το ήθελαν αλλά κατά τον ρουν της ιστορίας δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες τους. Αλλά ας μη γίνομαι επιθετική (δεν είναι «γυναικοπρεπές»…). Κάποτε η ποίηση που γραφόταν από γυναίκες –αν γραφόταν– ,ίσως, να έφερε έκτυπα τα χαρακτηριστικά του ρόλου τους ρόλου συγκεκριμένου, επιβεβλημένου και αναντίρρητου. Σήμερα, η ποίηση που γράφεται από γυναίκες δεν πάσχει. Βέβαια, επειδή η ποίηση, όπως εύστοχα έχει ειπωθεί, δεν είναι άγγελος δίχως φύλο, η έμφυλη διάσταση συχνά διακρίνεται αλλά αυτό δεν είναι στοιχείο, λογοτεχνικά τουλάχιστον αξιολογήσιμο. Η μεγάλη θεωρητικός Σιξού αναφέρει ότι οι γυναίκες συγγραφείς πλάθουν πιο άρτιους χαρακτήρες γιατί μετέχουν σε ένα προ-λογικό στάδιο, αυτό της μητρότητας, που δεν έχει παραβιαστεί από τον εξουσιαστικό, ορθολογικό λόγο του άνδρα. Όπως και να έχει, το ζητούμενο είναι η καλή Ποίηση, η καλή Λογοτεχνία. Και οι γυναίκες στηρίζουν τόσο την κακή, όσο και την καλή λογοτεχνία.

 

 

  1. Ποια τα βασικά χαρακτηριστικά του ποιητικού σας έργου;

 

 

Τα περισσότερα ποιήματά μου είναι μορφολογικώς υβριδικά. Πεζόμορφα, ολιγόστιχα αλλά εντελή, συνδυάζουν τη μυθοπλασία με την αυτοβιογραφία, το ψευτοδοκίμιο με την ημερολογιακή, εξομολογητική, γραφή. Πολλά εμπνευσμένα από την Ιστορία, ειρωνικά και με χιούμορ. Εντόνως διακειμενικά (ο δάσκαλός μου Μίμης Σουλιώτης έλεγε ότι «βρωμάνε  μόρφωση»), γεγονός που προσπαθώ να περιορίσω –στις Γάτες του Τρίτου, νομίζω, τα κατάφερα. Χαρακτηρίζονται από σκοτεινό λυρισμό και αφηγηματικότητα. Μολονότι έχουμε να κάνουμε με μια ιδιότυπη ποιητική πρόζα ή ένα πεζοποίημα, η ποιητική τονικότητα είναι έντονη· άλλωστε συχνά «ακούγεται» ένα μέτρο (κατά κανόνα ιαμβικό) ειδικά στα κείμενα που έχουν παρωδιακή διάθεση.

 

 

 

  1. Με ποιους λογοτέχνες επικοινωνείτε περισσότερο;

 

Πάντως όχι μόνο με τους νεκρούς λογοτέχνες. Το λέω αυτό γιατί το σύνολο των σημερινών λογοτεχνών, στην προσπάθειά τους να καλλιεργήσουν δημόσιες σχέσεις και να τα έχουν καλά με όλους, δεν αναφέρονται σε ζώντες Έλληνες λογοτέχνες που τους αρέσουν και τους έχουν επηρεάσει. Τέλος πάντων, μεγάλη συζήτηση οι δημόσιες σχέσεις στον χώρο της λογοτεχνίας. Οφείλω, λοιπόν, πολλά στον Κωνσταντίνο Καβάφη και τον Μάνο Χατζιδάκι (ναι, τον ποιητικότερο όλων). Μαζί με την μητέρα μου είναι οι επιδραστικότεροι άνθρωποι της ζωής μου. Όμως, αγαπώ τον Σολωμό, τον Σεφέρη, τον Εγγονόπουλο και τον Εμπειρίκο, τον Σινόπουλο, τον Γονατά και φυσικά τη γενιά του ’70 που με ενηλικίωσε: τον Βαρβέρη, τον Γκανά, τον Βαγενά, τον Σουλιώτη και, βέβαια, την έξοχη Μαστοράκη, που την θεωρώ τη μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια από καταβολής ελληνικής γλώσσας(sic). Από τους νεότερους αγαπώ την ποίηση του Λάγιου, του Βλαβιανού, της Μπασδέκη, της Άννας Γρίβα, της Δανάης Σιώζιου, της Μαρίας  Καντ, της Αδαλόγλου, της Κουτσουμπέλη, του Γιώργου Λίλλη, του Σερέφα, του  Στίγκα κ.ά. Από τους ξένους ανατρέχω συχνά πυκνά στην Κάρσον, τη Βέρα  Πάβλοβα, τον Λάρκιν, τη Συμπόρσκα, την Ντίκινσον, αλλά και τον Πόε, τη Γουλφ, τον Τόμας Μαν, τον Ροτ, τον Τσέχωφ, τον Κούντερα, τον Ουελμπέκ και και και.

 

 

  1. Ποια η αγαπημένη σας ιστορική και λογοτεχνική περίοδος;

 

Μου αρέσει η σύγχρονη μεταβιομηχανική εποχή. Ο 19ος και ο 20ος αιώνας. To βιομηχανικό Λονδίνο του Ντίκενς, το αστικό κλίμα του Παρισιού του Φλομπέρ, η Αγία Πετρούπολη των τσάρων του Τσέχοφ και  η ατμόσφαιρα των ευρωπαϊκών καζίνων του Ντοστογιέφσκι του τέλους του 19ου αι., η Αχμάτοβα του σταλινικού καθεστώτος, ο Μεσοπόλεμος, η ανάδυση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη και ο Μοντερνισμός. Αγαπώ την Ελληνική ποίηση της Α΄ Μεταπολεμικής γενιάς. Τη λογοτεχνία που προέκυψε από τον Πόλεμο και τον εμφύλιο. Τη νεότερη γενιά των Ελλήνων ποιητών, η οποία είναι πολλά υποσχόμενη.

 

 

  1. Η περίοδος της πανδημίας έχει επηρεάσει την ποιητική σας έμπνευση;

 

Μολονότι το 24ωρό μου αναποδογυρίστηκε και η φόδρα έγινε το ένδυμα, μολονότι η αϋπνία εγκαταστάθηκε στο προσκεφάλι μου, αναπολώ εκείνη την περίοδο του εγκλεισμού. Διάβασα, έγραψα, ξεκουράστηκα και, κυρίως, ασχολήθηκα περισσότερο με τους αγαπημένους μου. Τους  έμαθα καλύτερα, τους αγάπησα περισσότερο. Αν δεν υπήρχε ο φόβος κι η απώλεια τόσων ζωών, αυτή η περίοδος θα ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες. Αντιλήφθηκα ότι μπορώ να διάγω βίον σχεδόν  ομαλό και ήρεμο, με τους 3-4 λατρευτούς μου ανθρώπους, τα βιβλία, τη συγγραφή,τη μουσική, τις ταινίες και τη δημιουργική μοναξιά μου.

 

 

 

  1. Ποιο είναι το αγαπημένο σας ποίημα και για ποιο λόγο;

 

 

Θα μου επιτρέψετε να επιλέξω δύο. Και σας βεβαιώνω πως δεν θα χρειαστεί να αναλύσω γιατί είναι τα αγαπημένα μου.

 

Του πλοίου        Κ.Π.Καβάφης

 

Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή,

με το μολύβι απεικόνισίς του.

Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου·

ένα μαγευτικό απόγευμα.

 

Το Ιόνιον Πέλαγος ολόγυρά μας.

Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο.

Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός,

κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του.

Πιο έμορφος με φανερώνεται

 

τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ’ τον Καιρό.

Απ’ τον Καιρό. Είν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παλιά —

το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα.

 

[1919]

 

 

στ’ – ΔΕ ΛΕΙΠΕΙ ΤΩΡΑ, ΠΑΡΕΞ ΝΑ ΧΑΛΑΣΕΙ…

 

Να μη λύνονται ούτε να τελειώνουν ποτέ οι κρυφές διηγήσεις,

να γυρίζουν τα πρόσωπα καθαρμένα απ’ τη μνήμη,

και το αίσθημα πάντα να κρατεί τα ιστία, όπως πλόες που ήταν να γίνουν, και ενάντια βουλή τους ματαίωσε, ή τα ιστία ανύπαρκτα,πιθανόν και τα σκάφη.

 

Και οι ήρωες τότε, ολάρμενοι, στα ψηλά των βουνών

θ’ ανατέλλουν, απολώντας το έρμα σε κούφιους κρατήρες, αστροπλόοι, δεσμώτες βαριάς νηνεμίας,

και ξανά αυτοδύτες που φέγγουν, μελετώντας την πτώση,

τ’ ακριβά της πετρώματα.

 

(Μ’ ένα στεφάνι φως, Τζένη Μαστοράκη, 1989)

 

 

 

  1. Οι τίτλοι των συλλογών σας τί εκφράζουν, συμβολίζουν ή σηματοδοτούν;

 

 

Η Πεζή οχούμενη, το πρώτο μου βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Κίχλη, με τον τίτλο του προϊδεάζει τους αναγνώστες για το περιεχόμενο της συλλογής. Αν δεχθούμε την κλασική πλέον άποψη ότι ο πεζός λόγος είναι περπάτημα και η ποίηση χορός και ότι στη συλλογή υπάρχουν ποιήματα πεζά, σχεδόν περιπατητικά, αλλά και σε ελεύθερο ρυθμικό στίχο ή έμμετρα, τότε ο τίτλος της συλλογής αποκωδικοποιείται. Σε αυτό  φυσικά βοηθάει και  το εξώφυλλο (μια στρουθοκάμηλος που έχει το ένα της πόδι στη γη σαν να περπατάει και το άλλο μετέωρο στον αέρα σαν να χορεύει).

 

Το δεύτερο ποιητικό βιβλίο From Russia with Love, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις s@mizdat το 2020 και είναι ένα μικρό δίγλωσσο βιβλιαράκι (ελληνικά-ρώσικα). Ο τίτλος φυσικά παραπέμπει στον James Bond, τον κατάσκοπο του Ψυχρού Πολέμου. Υπό αυτή την έννοια κάποιοι θα χαρακτήριζαν τα περισσότερα ποιήματα της εν λόγω ενότητας «ψυχροπολεμικά» και αντικομμουνιστικά. Βασικά τα περισσότερα  εμπνέονται από τη λογοτεχνία και την ιστορία της Ρωσίας και προσπαθούν να αγγίξουν με χιούμορ και παρωδία –ναι, κάποιες φορές  αιχμηρά– τη μεγάλη διάψευση του κομμουνιστικού οράματος.

 

Το τρίτο ποιητικό μου βιβλίο είναι Οι Γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί, που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2021, πάλι από τις εκδόσεις Κίχλη. Πολλοί νόμισαν ότι είναι οι γάτες του τρίτου ορόφου. Κάποιος μου είπε πως θεώρησε πως αναφερόμουν  στις γάτες του τρίτου προγράμματος. Οι Γάτες του Τρίτου, είναι οι γάτες του Τρίτου Νεκροταφείου στη Νίκαια, ενός χώρου που επισκεπτόμουν συχνά αφ’ ότου πέθανε η  μητέρα μου που λάτρευα και λατρεύω.  Παρηγοριόμουν που τις έβλεπα ανάμεσα στα μνήματα. Αυτή η ζωή που κυκλοφορούσε σαν να ζωντάνευε τη μητέρα.

 

 

 

  1. Πότε προγραμματίζετε την επόμενη έκδοση βιβλίου σας;

 

 

Σίγουρα μέσα στο 2023. Ελπίζω το πρώτο εξάμηνο. Τα χειρόγραφα έχουν ήδη πάρει τον δρόμο τους. Τώρα όλα εξαρτώνται από την Κίχλη και την κα. Κριτσέλη.

 

 

  1. Ποια τα απώτερα μελλοντικά λογοτεχνικά σας σχέδια;

 

 

Μα, φυσικά, το Νόμπελ Λογοτεχνίας, τι άλλο;

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.