You are currently viewing Μαρία Κουγιουμτζή: Η Λιτανεία

Μαρία Κουγιουμτζή: Η Λιτανεία

Μέσα στο πυκνό σκοτάδι σέρνονταν οι οιμωγές. Άνθρωποι αλυχτούσανε σαν σκύλοι. Είχανε μεταμορφωθεί, μαζί κι  ο τόπος, γέμισε κόκαλα και αίμα.

Βγήκανε τα θηρία και ξεσκίζανε σάρκες τρυφερές και σάρκες γερασμένες. Γυμνώνανε σώματα νεανικά, ευλύγιστα, τα έσπαζαν σαν κλαριά,  τα βίαζαν με κραυγές, τα έριχναν στα δροσερά ποτάμια που τα στέγνωναν ρουφώντας τα με τις τεράστιες γλώσσες τους , γέμιζαν αίμα τα λιμάνια, οι λεωφόροι.. Παραφυλάγανε στα ερειπωμένα κτήρια  κι από κει ορμούσαν και σ’ άρπαζαν απ’ το λαιμό. Σε στριφογύριζαν και σε πετούσαν σαν κουρέλι. Σαν σφάγια κρεμόντουσαν από τα σιδερένια κάγκελα τα μισοφαγωμένα σώματα. Όσους αγγίζανε γεμίζανε αγκάθια, λέπια, νύχια. Ενώνονταν μαζί τους, γκρεμίζανε ναούς, βάζανε φωτιά στα σπίτια, στις εικόνες, αγάλματα πέφτανε και διαλύονταν, βιβλιοθήκες καίγονταν, πήρε μπουρλότο ο τόπος. Δέρμα μελαχρινό, παρθένο, με ξεσχισμένο εφηβαίο μισοζώντανο θαβόταν.  Στο χώμα που πότιζε το αίμα φύτρωναν  δηλητηριασμένες πόες που άχνιζαν τα μαύρα πέπλα τους και φαρμάκωναν. Όντα χωρίς χέρια, χωρίς μάτια και ψυχές αναδύονταν σαν παραμορφωμένα καρτούν, απέθαντα και άζωα, ζόμπι να μετακινούνται στα σκοτάδια. Τις μέρες κοιμόντουσαν σαν τους νεκρούς με τις κοιλιές πρησμένες απ’ τα αποφάγια, τις μύγες τα σκουλήκια. Τα απογεύματα οι ύαινες κάνουν μεγάλη φασαρία με την διανομή των τροφών. Στοιβάζουν τα πτώματα τα πασαλείβουν με αλάτι και τα βράζουν μες στα τεράστια καζάνια τους. Εκεί κάθονται οι προύχοντες και τρων. Ρουφούν το μεδούλι απ’ τα κομμένα χέρια και τα πόδια, ξεπετσιάζουν στήθη σκληρά και στήθη αφράτα, μάτια γαλανά και μάτια μαύρα στριφογυρίζουνε στα δόντια σαν ελιές και φτύνονται  κουκούτσια.

Κάποιοι, σε κάτι αιώρες κουνιούνταν κι ονειρεύονταν ακόμα. Άγγιζαν ουρανό χωρίς να βλέπουνε πως έσταζε  αίμα.

Κάποιος βλέπει τον εραστή που κάνει ιππασία πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών. Ένα ποτάμι κυλάει μέσα από τις βεράντες με τα τριαντάφυλλα και ποτίζει το άλογο.

Και τότε δειλά, μέσα στο σούρουπο, σκιές ξεχύθηκαν στους δρόμους, ξετρύπωναν από υπόγεια, από σκοτεινές στοές, νέοι, γέροι, παιδιά, με δαυλούς και εικόνες στα χέρια, άρχισαν με στεντόρεια φωνή να καταριούνται. Το πλήθος διαρκώς μεγάλωνε γινότανε χρωματιστό ποτάμι και οι φωνές έφταναν ως τα πέρατα, ως τα ψηλά βουνά και στο χρυσό φεγγάρι.  Μια λιτανεία με κατάρες. Όχι για βροχή, όχι για έλεος. Ξυπόλητα παιδιά χτυπούσαν πόρτες και καλούσαν  κόσμο.

Η σκόνη που σήκωναν τα θυμωμένα πόδια απλώνονταν και σκέπαζαν τα κοιμισμένα κορμιά  των θηρίων που χώνευαν τα θύματα της νύχτας.

Απ’ τα κλειστά σπίτια, απ’ τα νοσοκομεία, τα γηροκομεία, ακόμα κι απ’ τους τάφους,  έβγαινε ο επαναλαμβανόμενος  οργισμένος λόγος.

Υψώνονταν ως τα γυαλιά των άστρων και τα έσπαζαν. Έπεφταν κάτω και γινόντουσαν λουλούδια.

Πουλιά πετούσανε σε σμήνη πάνω τους, ακολουθούσανε χτυπώντας τα φτερά τους στον  μονότονο αλλά έντονο ρυθμό. Θαρρείς και ήτανε τίποτα πιατίνια ντραμς με ξερό ήχο, ή  τεράστια φυσερά που ανάδευαν τον αέρα για να συρίζει κι αυτός.

Η ιαχή έφτασε  ακόμα και στην Αφρική, υψώθηκαν σε γροθιά των παιδιών τα δούλα χέρια  που έμπειρα έσκαβαν για διαμάντια στα ορυχεία και έραβαν στις βιοτεχνίες, τους τόνους των μπλουτζίν.  Χέρια γεμάτα μαύρο φως.

Δέντρα  περπατούσαν δίπλα τους ανθίζοντας.  Τα ξερά στάχια πρασίνιζαν τρυφερά, χαμήλωναν για να περάσει η λιτανεία.

Όλοι κραύγαζαν. Ψόφα θηρίο.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.