You are currently viewing Μιχάλης Δημητρουλάκης: Σπυριδούλα Αθανασοπούλου – Κυπρίου, Εδώ και Τώρα

Μιχάλης Δημητρουλάκης: Σπυριδούλα Αθανασοπούλου – Κυπρίου, Εδώ και Τώρα

Κάθε βιβλίο της Σπυριδούλας Αθανασοπούλου – Κυπρίου είναι, εκτός των άλλων, ένα ευχάριστο ξάφνιασμα.

Σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι θεολόγοι – και όχι μόνο οι ανατολικοί ορθόδοξοι – είτε μηρυκάζουν ένα παρωχημένο λόγο, επαναλαμβάνοντας χωρία χωρίς να εμβαθύνουν, εμμένοντας ιδεοληπτικά σε μια ρηχή σκέψη, είτε βαυκαλίζονται στην αυταπάτη μιας επίπλαστης ριζοσπαστικότητας, κάποιοι άλλοι επιμένουν να παράγουν γόνιμο θεολογικό λόγο στηριζόμενοι στο παρελθόν και κοιτώντας μπροστά.

Είναι ελπιδοφόρα η ματιά της Σπυριδούλας Αθανασοπούλου – Κυπρίου (και πραγματικά θα ήθελα να την μοιράζομαι) όταν ανατρέχει συχνά όχι μόνο στα αγιογραφικά κείμενα αλλά και στην πατερική γραμματεία, κινούμενη παράλληλα στις αγωνίες και στις αναζητήσεις των σύγχρονων θεολόγων.

Ακόμη περισσότερο, τολμά να διασταυρώνεται με την “θύραθεν” θεωρητική σκέψη, αποδεικνύοντας τον επιστημονικό χαρακτήρα της θεολογίας, με την διεπιστημονική μέθοδο εξέτασης των ζητημάτων, πάντα μέσα από ένα πρίσμα κριτικής σκέψης.

Η συγγραφέας του Εδώ και Τώρα, όπως και στα προηγούμενα έργα της, δεν εφησυχάζει σε “δοκιμασμένες συνταγές”. Δεν την ενδιαφέρει η συγγραφή ακόμη ενός “θεολογικού βιβλίου”. Δεν μπαίνει στη διαδικασία μιας παγιωμένης τακτικής ανώδυνου κηρύγματος ή ιεραποστολικού βερμπαλισμού. Θέλει να “θέσει τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων”. Και έτσι, για να φτάσει εκεί που θέλει, περπατάει σε δρόμους που για πολλούς μοιάζουν ασυμβίβαστοι και αδόκιμοι, όπως η Τέχνη.

Τα κείμενα του βιβλίου χωρίζονται σε τέσσερα μέρη.

Σε τέσσερα πεδία που με την πρώτη ματιά ίσως και να μην συναντιούνται :

 

  • Βλέμμα

  • Σεξουαλικότητα – Επιθυμία

  • Μετάνοια

  • Δικαιοσύνη

 

Η προκατάληψη θα μπορούσε να εμποδίσει έναν καχύποπτο αναγνώστη να κατανοήσει την σύνδεση μεταξύ τους και να αντιληφθεί το νοητό αλλά ζωντανό μονοπάτι που οδηγεί από το ένα στο άλλο, όχι γραμμικά, ούτε καν κυκλικά, αλλά αλληλοπεριχωρητικά.

Στα άρθρα – εισηγήσεις που αποτελούν τα κεφάλαια του βιβλίου, η συγγραφέας εξετάζει μια σειρά θεμάτων :

  • Το ανθρώπινο βλέμμα στην τέχνη του εικαστικού Γιώργου Ρόρρη – και πιο συγκεκριμένα στην απεικόνιση γυμνών γυναικείων σωμάτων – μέσα από μια ορθόδοξη οπτική.

  • Η εσχατολογική σωματικότητα της ορθόδοξης ανθρωπολογίας υπό μία ρευστή θεώρηση ως προς τα φύλα.

  • Η έρευνα και η εξέταση της μη ετεροκανονικής έκφρασης και ταυτότητας φύλου, όπως και του μη ετεροκανονικού ερωτικού προσανατολισμού, στο έργο του π. Β. Θερμού “Έλξη και Πάθος”.

  • Το μεταξύ έρωτα και θανάτου υπαρξιακό ανθρώπινο πεδίο στο φως της θεολογίας.

  • Τα στερεότυπα της ανδρικής ετεροκανονικής ταυτότητας φύλου στον γερμανικό (και ευρύτερα δυτικό) χριστιανικό κόσμο του 19ου αιώνα και οι πολιτικές προεκτάσεις και σκοπιμότητες που εξυπηρετούντο.

  • Η προβληματική της αποστολής του εκπαιδευτικού θεολόγου με μία έμφαση στη γυναικεία έμφυλη διάσταση του ζητήματος.

  • Η σύμπλευση αλλά και η σχάση φιλοσοφίας και θεολογίας στα ζητήματα του Χρόνου και της Αλλαγής.

  • Οι αντιφάσεις και οι παγίδες μιας αποποίησης της χριστιανικής ταυτότητας στην σύγχρονη προσφυγική κρίση.

  • Η πατριαρχική επιβολή στους ρόλους που ορίζονται μέσα στη διαδικασία της αντεκδίκησης και της ανταποδοτικής – τιμωρητικής αντίληψης της απονομής δικαιοσύνης, όπως μπορεί να εντοπιστεί στο έργο του Lars Von Trier, Dogville.

 Το Βλέμμα, φυσικό και πνευματικό, είναι αυτό που παίζει τον κύριο λόγο στην θέαση και έπειτα στη μέθεξη με το πρόσωπο του Αλλου και ακόμη περισσότερο με του Ολότελα Αλλου.

Οι υπερσυντηρητικοί θεωρητικοί κύκλοι (θεολογικοί και μη) αισθάνονται μια έντονη δυσανεξία με την έννοια του προσώπου, κατηγορώντας οποιαδήποτε απόπειρα προσέγγισης ως αυθαίρετο περσοναλισμό. Περιχαρακώνουν την Τέχνη με αυστηρές διαχωριστικές γραμμές, οριοθετώντας απροσπέλαστες γραμμές. Αφυδατώνουν την Τέχνη δαιμονοποιώντας την φαντασία ως κάτι πτωτικό, αφήνοντας ίσως ελάχιστα περιθώρια απεικόνισης των μορφών σε ένα υποτίθεται υπερβατικό επίπεδο που όμως αδυνατεί να ξεφύγει από τα στεγανά των αγκυλώσεών τους.

Η τέχνη του Γιώργου Ρόρρη, όπως την παρουσιάζει η Σπυριδούλα Αθανασοπούλου – Κυπρίου, δεν περιορίζεται στο δίπολο ρεαλισμός – φαντασία. Τα γυμνά σώματα του Ρόρρη δεν είναι κάποιες άϋλες φιγούρες ή στεγνές αντιλήψεις του υλικού ανθρώπινου σώματος. Αυτό, πιστεύω ότι το διακρίνει με επιτυχία η συγγραφέας και βρίσκει μια θαυμάσια ευκαιρία να θεολογήσει για το Πρόσωπο μέσα από το Βλέμμα που αποκτά ουσία και νόημα σε μια αμφίδρομη λειτουργία.

Στα πέντε κείμενα του βιβλίου, που περιλαμβάνονται στο δεύτερο μέρος (“Περί σεξουαλικότητας και επιθυμίας”) η συγγραφέας, για ακόμη μια φορά στην συγγραφική πορεία της, τονίζει αυτό που οι περισσότεροι είτε αποφεύγουν είτε δεν τολμούν : τον έμφυλο χαρακτήρα της ανθρωπότητας ως επιτέλεση, ως λειτουργία και ως ύπαρξη. Συνήθως οι περισσότεροι θεολόγοι αρκούνται σε μια άφυλη προοπτική και αντιμετώπιση, προβάλλοντας ως πρόφαση την άφυλη εσχατολογία. Όχι ως παραδοχή μιας ρευστότητας που ενυπάρχει στην κοινωνική πορεία παράλληλα με την βιολογία (της οποίας οι νέες επιστημονικές ανακαλύψεις και μελέτες συνεχώς αποδομούν την μέχρι σήμερα απολυτότητα τόσο σε κοινωνικό, πολιτισμικό και συμπεριφορικό ή και ψυχολογικό επίπεδο, αλλά ακόμη και σε εκείνο της στενής σωματικής βιολογικής διάστασης) αλλά ως άρνηση της σωματικότητας, πάσχοντας από μια αυθαίρετη μανιχαϊστική αντίληψη που συνεχίζει αιώνες να ταλανίζει την χριστιανική θεολογική σκέψη.

Η συγγραφέας, ενεργητική και δραστήρια μελετήτρια της φεμινιστικής θεολογικής δράσης, συχνά διασταυρώνει στο βλέμμα και στον στοχασμό της τα κοινά μονοπάτια της θεολογίας και των σπουδών φύλου για να πει αυτό που οι περισσότεροι είτε φοβόμαστε, είτε διστάζουμε, είτε δυσφορούμε να παραδεχτούμε : “Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς”. Αυτή η ενιαία ανθρώπινη ψυχοσωματική φύση στην στενή συχνά θεολογική σκέψη μας, που απέχει ποσοτικά και ποιοτικά από την βιβλική και πατερική, αδυνατεί ή αρνείται (ή και τα δύο) να συναινέσει σε αυτό που από αιώνες έχει απαντηθεί. Ενώ αρεσκόμαστε στο να ασχολούμαστε με το “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, κλείνουμε τα μάτια και τα αυτιά στην έμφυλη διάστασή του και στην έκφρασή της : τον έρωτα. Φοβόμαστε, πάσχοντας από τις ατομικές αλλά και συλλογικές ιδεοληψίες, να παραδεχτούμε και να αποδεχτούμε ότι η έμφυλη ανθρωπότητα και ο έρωτας είναι μέρος της Δημιουργίας και όχι προϊόν της Πτώσης.

Η Σπυριδούλα Αθανασοπούλου – Κυπρίου δείχνει ότι δεν υποπίπτει σε αυτό το σφάλμα.

Με κριτικό πνεύμα, με επιστημονική μέθοδο, μέσα από την συγκριτική και διεπιστημονική μελέτη και ανάλυση, παράγοντας ταυτόχρονα την δική της σκέψη, εξετάζει τα ζητήματα κρατώντας ίσες αποστάσεις από θέσεις και τρόπους. Δεν “λογοτεχνίζει” αλλά και δεν παραθέτει απλώς.

Η σωματικότητα, οι έμφυλες διαστάσεις, οι επιτελέσεις των κοινωνικών φύλων, οι ερωτικοί προσανατολισμοί και οι ταυτότητες φύλου εκτός ετεροκανονικότητας δεν είναι απλώς “δύσκολα ζητήματα”. Είναι επείγοντα ζητήματα.

Η συγγραφέας δεν τα προσπερνά αλλά από την άλλη δεν τα αντιμετωπίζει ως ευκαιρία προβολής προσωπικών απόψεων φορτισμένων με σκοπούς και προσδοκίες. Επιχειρεί να τα τοποθετήσει στο προσκήνιο της συνάντησης του θεωρητικού στοχασμού με το βίωμα. Κατά τη γνώμη μου, το επιτυγχάνει.

Για παράδειγμα, εντοπίζει εύστοχα τα σημεία όπου η μελέτη για την ομοφυλοφιλία ενώ διαπνέεται από την αγαθή πρόθεση μιας απόπειρας κατανόησης και ειλικρινούς διεπιστημονικής έρευνας προς άρση των αιτιών που οδηγούν στις διακρίσεις και στις κακοποιητικές συμπεριφορές, ωστόσο λείπει η προέκταση αυτων στο να τεθεί ο δάκτυλος “επί των τύπων των ήλων” : “είναι αμαρτία”;

Αλλού, ο παραγνωρισμένος και αρκετά παραγκωνισμένος ρόλος και η σημασία της ανδρικής θρησκευτικότητας, την απασχολεί και την οδηγεί να καταπιαστεί με ένα θέμα που εντελώς αδικαιολόγητα μας διαφεύγει. Ενώ η γυναικεία θρησκευτικότητα (χωρίς να έχει τύχει μέχρι σήμερα, παρά μόνο με εξαιρέσεις, της ποιότητας της προσοχής που της αξίζει) υποτίθεται ότι έχει απασχολήσει την σύγχρονη θεολογική σκέψη, η ανδρική ίσως να θεωρείται τόσο δεδομένη και στερεοτυπική που να μην μας απασχολεί. Μια υφέρπουσα υποκρισία μας καθησυχάζει για τον “ισχυρό” της υπόθεσης και μάλλον ένα ασυνείδητο ενοχικό βγαίνει κάποιες φορές στην επιφάνεια για να καθησυχάσουμε την συλογγική θρησκευτική συνείδηση διαστρεβλώνοντας τις διακρίσεις ως εκφάνσεις μιας έμφυλης “απόδοσης τιμής” σε ιδιότητες ιεροποιημένες όπως αυτή της μητρότητας. Το παγανιστικό παρελθόν μας είναι περισσότερο ζωντανό από όσο νομίζουμε.

Η Σπυριδούλα Αθανασοπούλου – Κυπρίου διαλέγει ένα άλλο δρόμο. Όπως πάντα, οι έμφυλες θεολογικές ερωτήσεις και αναζητήσεις είναι παρούσες και ζωντανές στο λόγο και στην σκέψη της. Στο προηγούμενο έργο της, οι γυναίκες των χριστιανικών οργανώσεων ήταν οι ζωντανές διεκδικήσεις του έμφυλου ενιαίου της ανθρώπινης φύσης όπως δημιουργήθηκε και όχι όπως εξελίχθηκε. Εδώ, οι ανδρικές θρησκευτικές φιγούρες (στην προκειμένη περίπτωση στον δυτικό χριστιανικό κόσμο) συνθλίβονται από τα έμφυλα στερεότυπα που εξυπηρετούν πολιτικούς σκοπούς. Η μακραίωνη διαμάχη μεταξύ παποκαισαρισμού και καισαροπαπισμού στη Δύση (χωρίς να είναι κάτι εντελώς ξένο στην Ανατολή) επιβάλλει συγκεκριμένα πρότυπα ως προσδοκίες και αξιωματικά προαπαιτούμενα στην αρσενική επιτέλεση.

Σε αυτό, νομίζω, ότι μπορεί να συνδεθεί ως αλληλουχία και το άλλο μεγάλο θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Τον ρόλο του θεολόγου ως εκπαιδευτικού και το ακανθώδες ζήτημα του διλήμματος μεταξύ θεολογίας και απολογητικής στην εκπαίδευση. Ένα ζήτημα που, κατά τη γνώμη μου, είναι πεντακάθαρα πολιτικό υπό την έννοια του συσχετισμού δυνάμεων και επιρροής στην διελκυστίνδα του “τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ”. Στο κοσμικό πεδίο διεξαγωγής αυτής της εναλλαγής μιας σχέσης σύγκρουσης και συνεργασίας μεταξύ κοσμικής εξουσίας και θεσμικής εκκλησιαστικής διοίκησης, ο θεολόγος εκπαιδευτικός καλείται να λειτουργήσει στα πλαίσια που του θέτουν άλλοι αλλά και ο εσώτερος εαυτός του. Να κρατήσει ισορροπίες, να μην υποπέσει σε ιδεολογικούς και άλλους πειρασμούς, να αγωνιστεί να πορευτεί μαζί με τους μαθητές του εντός εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά διατηρώντας την ελπίδα μιας προοπτικής που μόνο η θεολογία μπορεί να προσφέρει. Και εδώ, η έμφυλη διάσταση, αν και παραγκωνισμένη, είναι αναγκαία. Ξανά η συγγραφέας, όπως διαρκώς στο έργο της, δεν προσπερνά.

Όπως δεν προσπερνά αυτό που όχι απλώς προσπερνούν, αλλά στη θέα του δυσανασχετούν οι περισσότεροι σύγχρονοι θεολόγοι, εξαντλούμενοι σε μια ανώδυνη και γλυκερή αγαπολογία, βαριά άρρωστη από αοριστολογία και τρόμο αποφυγής διαπιστώσεων και προτάσεων : το προσφυγικό.

Το βιβλίο καταλήγει με ένα απόσταγμα όλων των παραπάνω που ίσως δεν είναι τόσο προφανές : τη Δικαιοσύνη.

Στον ισχυρό μανιχαϊσμό που μας τυραννά, στο βάσανο του κατακερματισμού και της υποτίμησης του ενός από τα δύο μερών του δίπολου, η θεολογία υποφέρει. Είτε όταν μιλάμε για την σωματικότητα, είτε για την μοιραία αποτίμηση της απόδοσης δικαιοσύνης.

Μας έμοιαζε λυμένο το ζήτημα της υπέρβασης μιας τιμωρητικής διάθεσης και αποστειρωμένης άκαμπτης επιβολής ποινής, αφού η εποχή της Παλαιάς Διαθήκης είναι πίσω μας. Νομίζαμε ότι η προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου είχε δώσει τις απαντήσεις και άνοιγε νέους δρόμους. Όχι μόνο αυτή αλλά και αυτή. Κι όμως.

Δεν είναι τυχαία η επιλογή της συγκεκριμένης κινηματογραφικής ταινίας από την Σπυριδούλα – Αθανασοπούλου – Κυπρίου. Το Dogville του Lars Von Trier μπορεί να μην προκαλεί τον αποτροπιασμό που προκαλούν άλλες ταινίες που ασχολούνται με κοινωνικές παθογένειες (όπως το Requiem for a Dream του Darren Aronofsky) σοκάρει όμως περισσότερο όταν διαπιστώνουμε ότι κάπου ικανοποιούμαστε από μια μορφή “απόδοσης δικαιοσύνης” που πρεσβεύει η αντεκδίκηση. Και πολύ εύστοχα η συγγραφέας εντοπίζει την παρουσία της πατριαρχίας σε αυτό. Η “αγιοποίηση” της πρωταγωνίστριας τεκμηριώνεται μέσα από την έμφυλη αποδοχή μιας μαρτυρικής μοίρας, η “καλοσύνη” της αναδεικνύεται μέσα από τον εξευτελισμό και τα βασανιστήρια τα οποία υφίσταται ως ηττημένο και καρτερικό θηλυκό, ακόμη κι αν αυτό ανατρέπεται στο τέλος αφου αποδεικνύεται πως δεν την παρακινούσε ο φόβος της απειλής της ζωής της αλλά η θέληση απόδρασης από ένα περιβάλλον που την αποδέχεται και της προσφέρει αναγνώριση και εξουσία υπό τις προϋποθέσεις που εκείνο θέτει.

Δεν είναι ιώβια η υπομονή και η καρτερία της πρωταγωνίστριας. Είναι σύνθλιψη. Δεν μιλούμε για συγχωρητικότητα. Η “αξία” της διατρανώνεται μέσω του εκμηδενισμού και όχι μέσω της ταπείνωσης. Δεν ξέρω αν τελικά η απανθρωπιά των κατοίκων της πόλης ξεπερνά τον όλεθρο που φέρνει η αντεκδίκηση. Μια αντεκδίκηση που βεβαιώνεται από τον ανδρικό παράγοντα του πατέρα – τιμωρού. Χωρίς την αρσενική φιγούρα του πατέρα – τιμωρού και των συν αυτώ εκδικητών – εκτελεστών, χωρίς την βίαιη αποδοχή της αναγκαίας πατερναλιστικής παρουσίας του αρσενικού προστάτη, η “απόδοση δικαιωσύνης”, η αντεκδίκηση στην ουσία είναι ανέφικτη.

Η πρωταγωνίστρια δεν λυτρώνεται. Χάνεται μέσα στο σκοτάδι από το οποίο θέλησε να αποδράσει στην αρχή της ταινίας. Υποτάσσεται. Δεν υποτάσσεται απλώς όμως, αποδέχεται, αναγνωρίζει, τιμά και διαιωνίζει το αναπόφευκτο που αποδίδει ως αναγκαίο και ακόμη περισσότερο ως δίκαιο και λυτρωτικό. Λυτρωτικό με μια διαστρεβλωμένη αντίληψη αφού είναι ξένο προς το απελευθερωτικό.

Κι έτσι, χάνεται όλο αυτό που ανέλυσε η συγγραφέας προηγουμένως για την Μετάνοια. Ο πόνος της σχέσης με τον πλησίον, με την παράβασή του ως κακοποίηση, η έλξη της παράβασης ως έλξη προς την επιστροφή του πόνου και στην ουσία η άρνηση της μετά – νοιας προς επιβεβαίωση προτύπων και στερεοτύπων είναι τα δομικά υλικά στερέωσης και της πατριαρχίας – κυριαρχίας.

Η Grace – η πρωταγωνίστρια – δεν αποδρά από την προχριστιανική σχεδόν οργίλη ερμηνεία της Θείας Δίκης και της αποκατάστασης της Τάξης. Όπως πολύ εύστοχα διαπιστώνει η συγγραφέας οι καταπιεσμένοι δεν βρίσκουν την Ελπίδα στην αποκαλυπτική εσχατολογία αλλά την απόδοση δικαιοσύνης από τον Θεό Κριτή. Η Αγάπη Του Θεού για τον πάσχοντα Λαό Του μοιάζει ανούσια και μισή αν δεν εμφανίζεται και η Δικαιοσύνη της ποινής. Αν η θεία δόξα δεν κατεβαίνει από τον ουρανό ως πυρ επί των αδίκων. Γιατί έχουν μείνει στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης και του αρχαίου Λαού Ισραήλ που κατέχει την αποκλειστικότητα του άσαρκου Γιαχβέ, του Θεού της ερήμου, του Θεού του Νόμου. Κι εδώ ακριβώς η συγγραφέας φέρνει την απελευθερωτική αποκάλυψη του προβλήματος της Grace : η πρωταγωνίστρια δεν έχει Χάρη γιατί δεν είναι ο Σωτήρας αλλά το πολεμικό μεσσιανικό όραμα του αρχαίου Λαού Ισραήλ. Δεν σαρκώνεται αν και χαλυβδώνεται. Δεν αφήνει χώρο γιατί δεν διαθέτει. Δεν έχει Αγάπη γιατί δεν κατανοεί. Δεν συγχωρεί γιατί δεν “ανοίγεται”. Γεννήθηκε και εκπορεύτηκε από τον κόσμο της Βίας και της Ποινής. Της Τάξης και της Εξουσίας του Αρσενικού αλλά όχι ανθρώπινου. Οι πληγές στο σώμα της είναι πληγές σε ένα σώμα ξένο κι όχι οικείο. Κι έτσι, όταν νιώθει την έκθλιψη ως εισβολή και παραβίαση, ανίκανη να συμπονέσει και να αγαπήσει, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, όχι σε άκρα ταπείνωση αλλά σε οργισμένη συντριβή δεν βρίσκει διέξοδο στη συγχώρηση αλλά στην επίκληση της πατριαρχικής δύναμης που πρόθυμα αποδέχεται την πρόσκληση της Βίας, μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθεί η ισχύς της και η εξουσία της.

Η Σπυριδούλα Αθανασοπούλου – Κυπρίου μέσα από την πορεία που ακολουθεί στο Εδώ και Τώρα, μέσα από την ανάλυση των κειμένων, την μελέτη και σύγκρισή τους και τη διατύπωση της σκέψης της επ’ αυτών, φέρνει χωροχρονικά εκεί που συναντιούνται αυτά που εύκολα μπορεί να ξεστρατίσουν σε ανερμάτιστους βερμπαλισμούς και περιχαρακωμένες πολεμικές.

Είναι η πολλυσυλεκτικότητα της σκέψης της που μπορεί να βρει τη χρυσή τομή και την μέση οδό, όχι ως συμβιβασμό αλλά ως θαραλλέα θέση που θα μπορούσε να εκφραστεί με μια φράση : “Πολύ ωραία, και τώρα στο δια ταύτα!”.

 

Ο Μιχάλης Δημητρουλάκης είναι υποψήφιος Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας της Θρησκείας, Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας ΕΚΠΑ, ΜΔΕ Θρησκειολογίας, Θεολόγος – Επικοινωνιολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.