You are currently viewing Πάνος Σταθόγιαννης: Υπάρχουν ποιήματα…

Πάνος Σταθόγιαννης: Υπάρχουν ποιήματα…

 Στην Παυλίνα Παμπούδη

 

Υπάρχουν ποιήματα που είδαν σέλας πράσινο, σαν φως που τρέφεται με χλωροφύλλη.  Ψύχος πολύ τριγύρω και πολική η ερημιά, μονάχα από άρκτους διασχίζεται. Θα σου φανερωθούν να επικάθηνται με τη μορφή των βρύων. Πολιορκούν τη βορινή πλευρά δρυών, μα και τους βράχους τούς βυζαίνουν προς τα κείθε. Μόνο τη νύχτα θα τα δεις εσύ – μέρα δεν βγαίνεις. Πας πέρα-δώθε μες στον μέλανα δρυμό, ίδιος με δουλοπάροικο που δραπετεύει. Μετά, σκυφτός μπρος στο μαγκάλι του θεού, τα χέρια σου άναυδος κοιτάς και τουρτουρίζεις. “Τι σάλιο είναι αυτό που τέμνει τόσο υγρά παράμεσο με δείκτη;” αναρωτιέσαι. “Μήπως χειμέριο σαλιγκάρι; Μήπως ενδότερα ήβης;”

 

(Να, με τέτοιους λυρισμούς σ’ εξαπατούν. Κι έξω ακούγονται σκυλιά, φωνές με ζοφερές περισπωμένες).

 *

Υπάρχουν ποιήματα που πάνε από πνιγμό – φίδι τα τύλιξε στην κούνια, λες ύστερα στις ανακρίσεις, αλλά μπορεί και να ’ταν λέμβος που ανετράπη. Επιστρέφουν ύστερα από χρόνια, κι ας είσαι σίγουρος πως έχεις κάψει τα χειρόγραφα. Σέρνουνε όλα τους πέλμα ζαβό, γιατί κι ο θάνατος αναπηρία είναι, αλλά απ’ αυτές που υποφέρονται. Κρατούν στο χέρι τενεκεδάκι με δεκάρες, στήνονται απέναντι κι όλο κοιτάνε προς τα δώθε, τις κρυψώνες σου. Και μη νομίσεις πως τις νύχτες κλείνουν μάτι στα χαρτόκουτα. Σε βλέπουν ώρα δώδεκα να βγαίνεις σαν τον κλέφτη. Και πίσω σου – τι κίτρινο το φως στην τζαμαρία. Στα χέρια σου κρατάς τη νάιλον σακούλα. Κάτι σαλεύει μέσα της – πέντε τυφλά γατάκια νιαουρίζουν.

 

(Ύστερα απομακρύνεσαι απ’ τον κάδο – είναι τα χέρια σου όλο μελάνι, ως τους αγκώνες). 

*

Υπάρχουν ποιήματα που σου χαμογελάνε τόσο πρόστυχα, που συχνά τα περνάς για λουλούδια. Γι’ αυτό και γύρω τόσες μέλισσες, γι’ αυτό και τόσα φουρά ανασηκωμένα βίαια πίσω απ’ τους σύρτες. Μα στην αφή – τι ζυμαράκι απ’ τη μια, τι μύες στο έπακρό τους απ’ την άλλη. Ζητούν και δίνουν σάρκα απότομα, έτσι όπως χώνει στον κόρφο του ένα σακούλι ο κλεπταποδόχος. Σέρνεις μετά τη γλώσσα πάνω στα χνουδάκια τους σαν γομολάστιχα. Γιατί η γεύση σβήνει πάντα τα ονόματα, πάντα στη μέθη αποδίδει τις ευθύνες. “Ξέχασες το καπέλο σου”, φωνάζουνε από την κορυφή της σκάλας κι επιστρέφεις. Γιατί τα ακούς. Ό,τι κι αν λες εσύ, μονάχα αυτά ακούς και τίποτ’ άλλο. Μα πιο πολύ, η μυρωδιά τους είναι που σε υποτάσσει. Μυρίζουνε πιο πρόστυχα ακόμα κι από τα λουλούδια – σαν κάπου γλυκά να σαπίζουν δαμάσκηνα.

 

(Ο δρόμος έξω είναι όπως αρμόζει σε μια παλιά πρωτεύουσα. Επιταχύνεις στο πλακόστρωτο και ξέρεις ότι χωρίς αυτά, μόνο ένα μανιάτικο θα σε κρατούσε στον κόσμο. Ούτε αυτό. Ούτε αυτό.)

 *

Υπάρχουν ποιήματα που από πολύ ψηλά πέφτουν σαϊτεμένα σε βραχονησίδες. “Διάττοντες”, λες στην αρχή, μα ξαφνικά μαθαίνεις πως οι ευχές είναι πράγματα ενδοτικά, συμπεραίνονται πάντοτε λάθος. Γίνεται λόγος για λέξεις αρσενικές και βαθμοφόρες, που αν παντρεύονταν, αψίδα θα ’φτιαχναν τα ξίφη παρατεταγμένα κι απαστράπτοντα, κρόσσια χρυσά στις επωμίδες θα ριγούσαν. Όμως αυτών η αρετή  είναι η πτώση. Συνήθως εν αγνοία τους, συνήθως και προς δική τους έκπληξη μεγάλη. Γι’ αυτό, οφείλεις να τα λησμονείς αμέσως. Αλλιώς, θα θρονιαστούν στο σπίτι σου. Tην τεφροδόχο τους θα στήσουνε πάνω στο τζάκι. Τότε ο αέρας γύρω τους παύει να γίνεται ανάσα – μόνο από απόσταση μπορείς να τα μοιρολογήσεις.

 

(Ας ακουστεί κι ας μείνει ατεκμηρίωτο – μόνο στη μνήμη δεν χηρεύουμε ποτέ. Όλα τα υπόλοιπα, και το παρόν κυρίως, καημός και γρίφος).

*

 Υπάρχουν ποιήματα που το καθένα τους είναι εφτά. Θέλω να πω – δεν τελεσιδικούν ποτέ, σπεύδουνε πάντοτε να σώσουν την κατάσταση. Σε τέτοια τοπία ανάγκης ευδοκιμούν. Γιατί συχνά, ακόμα και σε υψόμετρα αρνητικά, στήνει ο άνεμος μια λίμνη. “Τιβεριάδα”, λες, κι ευθύς περνάει λίγο πιο πέρα ο Υιός – βλέπεις τις φτέρνες στα σανδάλια του πώς έχουν σκάσει απ’ την πεζοπορία. Όχλος πολύς ακολουθεί, έρχονται κι άλλοι, ιονίζονται. “Πεινώ”, θα πεταχτεί κάποια στιγμή ένας Ζηλωτής. “Είμαστε όχλος και γι’ αυτό πεινάμε όλοι”. Προστρέχουν τότε εκείνα και μοιράζονται – πέντε ψωμάκια και δυο ψάρια το καθένα τους. Όποιος περνάει τα διαγουμίζει.

 

(Βλέπεις παντού κόσμο να μασουλάει, κόσμο να καταπίνει, κόσμο να μην έχει αποφασίσει ακόμα για τίποτα).

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.