You are currently viewing Πηνελόπη Παπαϊωάννου: Ernesto Contreras «Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα»Μία γλώσσα που χάνεται στο δάσος της βροχής

Πηνελόπη Παπαϊωάννου: Ernesto Contreras «Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα»Μία γλώσσα που χάνεται στο δάσος της βροχής

Μία θέση του ζητήματος των γλωσσών που χάνονται μαζί με τους αντίστοιχους πολιτισμούς τους δίνει στην τέχνη της μεγάλης οθόνης η ταινία του Ernesto Contreras «Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα» (2017).

Το ζήτημα της αξίας των γλωσσών και της συνακόλουθης προσπάθειας διαφύλαξης ή, τουλάχιστον, καταγραφής των γλωσσών που, για διάφορους λόγους, κινδυνεύουν από εξαφάνιση είναι σχετικά καινούργιο στην Ιστορία. Από την αντίληψη της «κατάρας» της πολυγλωσσίας, όπως αποτυπώνεται στον μύθο της Βαβέλ, μόλις στον πυκνό 19ο αιώνα η αναδυόμενη επιστήμη της Γλωσσολογίας μελέτησε τις ομάδες και ανέδειξε την ποικιλία των γλωσσών ως ανεκτίμητο θησαυρό του πολιτισμού. Η εκτίμηση για το ειδικό βάρος των φυσικών γλωσσών στον ανθρώπινο πολιτισμό ενισχύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με τις διαπιστώσεις δύο Αμερικανών ανθρωπολόγων-γλωσσολόγων, του Edward Sapir (1884-1939) και του Benjamin Lee Whorf (1897-1941) βασισμένες στη μελέτη τους σε γλώσσες ιθαγενών της Αμερικής (Ινδιάνων). Οι διαπιστώσεις αυτές συνοψίζονται στη «θεωρία SapirWhorf», κατά την οποία η σημασίες των λέξεων, η συντακτική δομή και οι γραμματικές κατηγορίες κάθε γλώσσας αντιστοιχούν σε τρόπο αντίληψης, οργάνωσης, ταξινομίας του κόσμου. Πρόκειται για αντίληψη της γλωσσικής σχετικότητας (“linguistic relativity”)[1]. Με άλλα λόγια, αν δύο γλώσσες διαφέρουν στον τρόπο που εκφράζουν μια έννοια, οι ομιλητές αυτών των δύο γλωσσών θα σκέφτονται διαφορετικά για αυτή την έννοια, άρα οι γλωσσικές διαφορές αντιστοιχούν σε διαφορές στη σκέψη[2]. Συνεπώς, όταν πεθαίνει μια γλώσσα, χάνεται μαζί της και μια «κοσμοαντίληψη», μια ορισμένη αναπαράσταση του κόσμου, διαφορετική από όλες τις άλλες. Γι’ αυτό, οι γλωσσολόγοι, ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, σπεύδουν να προλάβουν τους ομιλητές των φυσικών γλωσσών οι οποίες κινδυνεύουν να εξαφανιστούν άμεσα.

Μία τέτοια περίπτωση είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο πλέκεται η ιστορία της ταινίας «Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα». Ο νεαρός γλωσσολόγος Μάρτιν ταξιδεύει στο τροπικό δάσος της Βέρα Κρουζ στο Μεξικό προκειμένου να καταγράψει τη γλώσσα Ζικρίλ από τους τρεις τελευταίους ομιλητές της -η οποία «κατασκευάστηκε» ειδικά για την ταινία. Μετά από τον θάνατο της μίας από αυτούς τους ομιλητές, απομένουν οι δύο ηλικιωμένοι, ο Εβαρίστο και ο Ισάουρο, οι οποίοι όμως είναι θυμωμένοι μεταξύ τους εδώ και μισόν αιώνα  και χωρίς διάθεση να μιλήσουν ο ένας στον άλλον.

 

Οι ήρωες της ιστορίας, Εβαρίστο και Ισάουρο, σε προχωρημένη ηλικία «βλέπουν» τους εαυτούς τους στα νιάτα τους.

Η προσπάθεια του γλωσσολόγου να αποτυπώσει το εξαφανιζόμενο προφορικό γλωσσικό «ιδίωμα», σύμφωνα με τον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας (Sueño en otro idioma), αποτελεί το δραματουργικό εύρημα, το οποίο ωστόσο βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα, συμβάλλοντας έτσι στην αληθοφάνεια της ταινίας και στις αναλογίες της με την κινηματογραφική γλώσσα του ντοκιμαντέρ. Τα πραγματικά δεδομένα είναι ότι αφ’ ενός η γιαγιά του σκηνοθέτη Ernesto Contreras μιλούσε μία γλώσσα από την ιθαγενή οικογένεια γλωσσών Zapoteco των νοτιοδυτικών υψιπέδων του Μεξικού και αφ’ ετέρου οι δύο τελευταίοι επιζώντες ομιλητές της γλώσσας Ayapaneco του Μεξικού, όταν εντοπίστηκαν από έναν ανθρωπολόγο του Πανεπιστημίου της Ινδιανάπολης, δεν μιλούσαν ο ένας στον άλλον[3].

Ωστόσο, το συγκεκριμένο εύρημα είναι μόνο ο μοχλός κίνησης της πλοκής. Ο νεαρός ερευνητής του σεναρίου της ταινίας, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει μία συνομιλία στη γλώσσα Ζικρίλ, βρίσκεται σε μία περιπέτεια κατανόησης του τι τροφοδοτεί τον θυμό μεταξύ των δύο ηλικιωμένων και εμποδίζει τη μεταξύ τους επικοινωνία. Σε αυτή την προσπάθεια τον υποστηρίζει η όμορφη εγγονή του Εβαρίστο, η οποία ασφυκτιά στο δάσος της βροχής. Με πολλαπλές αναδρομικές και αποσπασματικές εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, ο σκηνοθέτης ξετυλίγει το νήμα που συνδέει τους δύο γέροντες από τα χρόνια της εφηβείας τους. Σε αυτή τη διαδικασία αποκάλυψης, ο σκηνοθέτης τερματίζει δεξιοτεχνικά την ερμηνεία της συμπεριφοράς του Εβαρίστο και του Ισάουρο, με βάση τη διαφορά ανάμεσα στον ιθαγενή «πολιτισμό της αιδούς» ή, αλλιώς, «του σεβασμού» και τον εισαγόμενο από τους αποίκους «πολιτισμό της ενοχής»[4], όπως αυτή υποδηλώνεται με τα σύμβολα της θρησκείας τους και καλλιεργείται με τα κηρύγματα του τοπικού ιερέα της. Οι συγκεκριμένοι όροι («αιδούς», «ενοχής») σχετικά με τους πολιτισμούς δεν αναφέρονται στην ταινία, αλλά οι σημειολογικοί δείκτες σ’ αυτήν είναι σαφείς. Υπό το βάρος της ενοχής, ο Εβαρίστο κατέστρεψε τη ζωή τη δική του και του Ισάουρο με τρόπο που παρέμεινε άρρητος για μισόν αιώνα και μετέτρεψε τον Ισάουρο στον «τρελό Ινδιάνο» του χωριού. Το μυστικό τους απωθήθηκε από τον ηθικό κώδικα της θρησκείας των Ισπανών, έγινε φωτιά που σιγόκαιγε και τους δύο, μέχρι που ξέσπασε σε πραγματικές φλόγες.

Και η λύτρωση; Αυτή έρχεται επίσης αριστοτεχνικά, με την κυριολεκτική και μεταφορική «έξοδο» των ηλικιωμένων, σύμφωνα με τις δοξασίες του πολιτισμού ο οποίος επίσης «εξέρχεται» από το πρόσωπο της γης, μαζί με τους τελευταίους ομιλητές της γλώσσας του. Ο φακός του Ernesto Contreras στο φινάλε «μαγικού ρεαλισμού» της ταινίας του, εκτός από την αποκάλυψη της μοιραίας αλήθειας των πρωταγωνιστών, αναπαριστά ποιητικά μία υπερβατική αντίληψη ενός ακόμη πολιτισμού τον οποίο σβήνει, μαζί με τη γλώσσα του, η «γόμα» της  αποικιοκρατίας.

Τα επίπεδα ανάγνωσης της ταινίας είναι πολλαπλά, σε αναλογία με τις σημασίες του τίτλου της: «Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα», ονειρεύομαι σε άλλη «λεξίγλωσσα», αλλά και άλλη γλώσσα σώματος, επικοινωνίας με τη φύση, συναισθημάτων, πολιτισμικών σημείων, ηθικών αξιών. Όλοι ονειρευόμαστε στη γλώσσα του νανουρίσματος της μητέρας μας. Το μόνο τραγούδι που ξέρει η ισπανόφωνη κόρη της τελευταίας ομιλήτριας της γλώσσας Ζικρίλ είναι ακριβώς το νανούρισμα της δικής της μητέρας. Η ίδια επίσης ξέρει ότι με τη γλώσσα αυτή επικοινωνεί το τροπικό δάσος με τους ανθρώπους, καθώς και οι ζωντανοί άνθρωποι με εκείνους που έχουν περάσει στο «επέκεινα» της σπηλιάς αυτού του δάσους. Η γλώσσα που χάνεται, η «άλλη γλώσσα» στην οποία ονειρεύεται ο Εβαρίστο και ο Ισάουρο, μπορεί να ανοίγει την πύλη προς τον «άλλο κόσμο».

Παρά τα πολλαπλά της επίπεδα, η ταινία διακρίνει την ιστορία από το θέμα της, το οποίο διατυπώνεται με σεναριακή και κινηματογραφική σαφήνεια. Το θέμα είναι η ανεκπλήρωτη ζωή με το μέτρο της καρδιάς, το τίμημα της παραγκωνισμένης επιθυμίας. Η ταινία δεν εστιάζεται στην υπό εξαφάνιση γλώσσα αλλά στις ανθρώπινες σχέσεις. Η γλώσσα που χάνεται και το τροπικό της δάσος γίνονται καμβάς για το ανάπτυγμα του θέματος -άλλωστε οι γλώσσες αυτής της κατηγορίας είναι αντικείμενο ενός ευρύτερου κινήματος των Λατινοαμερικάνικων ταινιών.

Η ταινία του Ernesto Contreras «Ονειρεύομαι σε άλλη γλώσσα» εύκολα πείθει για τo βραβείο Κοινού που απέσπασε (2017: World Cinema Audience Award at the Sundance Film Festival). Περισσότερο όμως από αυτό, η ταινία αυτή δίνει ελπίδες για τη δύναμη και το μέλλον της τέχνης του αυθεντικού κινηματογράφου, σχετικά χαμηλού προϋπολογισμού, ανεξάρτητου από τη γνωστή εμπορική συνθήκη, την τετριμμένη κινηματογραφική γραφή, και όλα τα στερεότυπα με τα οποία οι ταινίες γίνονται τόσο ανούσιες και βαρετές.

 

 

[1] Bλ. Ottenheimer, Harriet (2009). “The anthropology of language: an introduction to linguistic anthropology”, Belmont, CA: Wadsworth. pp. 33–34, Sapir, Edward (1983) στο David G. Mandelbaum (ed.), Selected Writings of Edward Sapir in Language, Culture, and Personality, University of California Press, Whorf, Benjamin (1956) στο Carroll, John B. (ed.), Language, Thought, and Reality: Selected Writings of Benjamin Lee Whorf, MIT Press.
[2] Hoijer, Harry, ed. (1954), Language in culture: Conference on the interrelations of language and other aspects of culture, Chicago: University of Chicago Press, pp. 92–105.
[3] Suslak, Daniel (2011) “Ayapan echoes: Linguistic persistence and loss in Tabasco, Mexico”. American Anthropologist 133 (4): 569-81.
[4] Σχετικά με τους πολιτισμούς της αιδούς -με την έννοια του σεβασμού- και εκείνους της ενοχής βλ. π.χ. Creighton, M. R. (1990) “Revisiting Shame and Guilt Cultures: A Forty-Year Pilgrimage”, Ethos 18 (3), pp. 279-307. Για έναν χάρτη των σύγχρονων πολιτισμών αιδούς και ενοχής: https://honorshame.com/map/].
Αθήνα, 12 Μαρτίου 2023
 
 
Η Πηνελόπη Παπαϊωάννου είναι Φιλόλογος ΜΑ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.