Η Φιγαλία άνοιξε την ομπρέλα της κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού τον Σωτήρη. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, συμφώνησαν, βγήκαν από το χαγιάτι κι εκείνος έχωσε το κεφάλι κάτω από τη μικρή κοριτσίστικη ομπρέλα της. Δεν τον ένοιαζε που βρεχόταν ο μισός. Χαιρόταν που ο άλλος μισός ήταν δίπλα της. Τον πλημμύριζε, εκτός απ΄ τη βροχή, και μια κρυφή χαρά που αυτό το κορίτσι, που το ποθούσαν όλα τα αγόρια, διάλεξε εκείνον ειδικά να πάρει μαζί του σ΄ έναν έστω και σύντομο περίπατο κάτω απ΄ τη βροχή…
Τηλέμαχος Κώτσιας: Σινική μελάνη, εκδ. Πατάκη
