You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ΑΤΤΙΛΑΣ ( 395-453μ.Χ.) – Ο άγνωστος στους Έλληνες Ηγεμόνας των Ούννων

Φάνης Κωστόπουλος: ΑΤΤΙΛΑΣ ( 395-453μ.Χ.) – Ο άγνωστος στους Έλληνες Ηγεμόνας των Ούννων

     Ο Αττίλας ακόμη και σήμερα παραμένει ένα μυστήριο. Ξέρουμε, βέβαια, ότι υπήρξε ηγεμόνας των Ούννων, ενός από τους βάρβαρους λαούς της Ασίας, που  έφιπποι με τα τόξα τους έφτασαν στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα  στη Μικρά Ασία και τη Συρία, και έπειτα διεκπεραιώθηκαν στην Ευρώπη. Ξέρουμε ότι εκεί, στην Ευρώπη, ο Αττίλας κατάφερε να ενώσει τους Ούννους  σε μεγάλη δύναμη και να ιδρύσει αυτοκρατορία από τα Ουράλια ως τον Δούναβη, ότι γονάτισε τις δυο μεγάλες δυνάμεις που κληρονόμησαν τη Ρώμη του Αυγούστου, τη Ρώμη δηλαδή την ίδια και τη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη- και ακόμα ότι πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 58 ετών, την παραμονή της έναρξης της τελικής εκστρατείας του κατά της Δύσης. Ο ξαφνικός αυτός θάνατος έδειξε πόσο χαρισματικός ηγέτης ήταν. Η αυτοκρατορία του διασπάστηκε αμέσως μετά τον θάνατό του και οι Ούννοι δεν ξαναφάνηκαν στο ιστορικό προσκήνιο  ως κίνδυνος απειλητικός για την Ευρώπη. Όλα τούτα όμως δεν μπορούν να δώσουν μια εξήγηση στην αινιγματική στάση που κράτησε ο Αττίλας σε κρίσιμες στιγμές της παγκόσμιας Ιστορίας. Μην ανησυχείτε, πάντως× δεν πρόκειται να γράψω   ιστορία για τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε  Δυτική και Ανατολική με αυτοκράτορα  στην πρώτη τον Ονώριο και στη δεύτερη τον Αρκάδιο. Το θέμα μου εδώ είναι η μυστηριώδης και αινιγματική προσωπικότητα  του Αττίλα, που ήταν – κι ας φαίνεται σε μας παράξενο – περισσότερο διπλωμάτης και λιγότερο πολεμιστής. Όσο για την αγριότητά του, οι περισσότεροι Ρωμαίοι αυτοκράτορες του καιρού του την ξεπερνούσαν κατά πολύ. Επιπλέον –  δεν πρέπει να το ξεχνάμε – ήταν
η γ ε μ ό ν α ς   ε ν ό ς  β α ρ β ά ρ ο υ   λ α ο ύ, πράγμα που τον υποχρέωνε να κατεβαίνει στο επίπεδό του, αν ήθελε τα στρατιωτικά του σχέδια να γίνουν πράξη. Κι αν σήμερα ο Ούννος ηγεμόνας, η ‘μ ά σ τ ι ξ  τ ο υ  Θ ε ο ύ’ όπως τον αποκάλεσαν και του άρεσε,  είναι μια ενδιαφέρουσα ηγετική μορφή για τους Ευρωπαίους, για μας τους Έλληνες πρέπει να είναι κάτι περισσότερο.

                                                 

   Μετά τον θάνατο του Βαλαμίρ, που ήταν επικεφαλής στο πολεμόχαρο ιππικό τους , η κυριότερη ορδή των Ούννων  της Ουγγαρίας διοικείται από τέσσερα αδέλφια, τέσσερα πριγκιπόπουλα, θα έλεγα, αν η έννοια ‘βασιλιάς’ δεν ήταν στους Ούννους κάτι συγκεχυμένο, αφού ο πατέρας τους Τούρνταλ ήταν αρχηγός αυτής της ορδής. Οι τέσσερις αδελφοί με τη σειρά ηλικίας ήταν: ο Οκτάρ, ο Μουντζιούχ,  ο Έμπαρς και ο Ρόας. Κυβερνούν μαζί χωρίς πολλές προστριβές μεταξύ τους, τηρώντας πάντα απέναντι  στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μια συμφιλιωτική πολιτική. Ο πρωτότοκος, πιο Ούννος απ’ τους άλλους, δεν κατανοεί καθόλου αυτή τη μετριοπαθή πολιτική και περνάει τον καιρό του σε παρακινδυνευμένες εκστρατείες, διασχίζοντας συχνά τον Δούναβη, που ήταν το σύνορο που τους χώριζε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δυσαρεστώντας με αυτές τις ενέργειες  τ’ αδέλφια του. Πρόσεχε όμως να μη συγκρούεται με Ρωμαίους, αλλά με Γότθους και Βουργούνδιους, που ήταν από τους λαούς που είχε υπό τη σκέπη της η Pax Romana. Ο Μουντζιούχ, που ήταν ο δευτερότοκος και ο πατέρας του Αττίλα, ήταν πιο μετριοπαθής από τον αδελφό του και διοικούσε την ομάδα που του είχαν ορίσει. Ο ΄Εμπαρ είχε αναλάβει τις εσωτερικές σχέσεις, δηλαδη τις επαφές με τις άλλες ορδές των Ούννων. Ο Ρόας, που ήταν ο πιο προικισμένος από τη φύση, ήταν ο  “ανώτατος ηγεμόνας”, αυτός που διαπραγματευόταν  με τις εξωτερικές δυνάμεις, καλλιεργώντας φιλικές σχέσεις κερίως με την Αυτοκρατορία του Ονώριου. Έτσι είχαν τα πράγματα εκείνη την εποχή που οι Ούννοι δεν είχαν καταφέρει  ακόμη να ενωθούν σε μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη.

    Ο πιο διάσημος στην Ιστορία Ούννος γεννήθηκε το 395 μ.Χ. σε ένα ξύλινο ανάκτορο, κάπου μέσα στη μεγάλη πεδιάδα, στην καρδιά της Ευρώπης, που συνορεύει με την αριστερή όχθη του Δούναβη. Για περισσότερη ακρίβεια θα έλεγα στα βόρεια της αυστριακής πόλης Λιντς, που έδωσε το όνομά της  σε μια συμφωνία του Μότσαρτ, και πέθανε στην ίδια περιοχή 58  χρόνια αργότερα. Δεν γνωρίζουμε τίποτα από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Υποθέτουμε πάντως ότι η παιδική του ηλικία ήταν διαφορετική από αυτή του πατέρα του, αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο πατέρας  γεννήθηκε μέσα σε κάρο κατά τις μετακινήσεις της ορδής του και ο γιος μέσα σε παλάτι, έστω κι αν ήταν ξύλινο.  Όπως όλοι οι Ούννοι, έμαθε να καβαλικεύει το άλογο και να χειρίζεται το τόξο, το λάσο και το εγχειρίδιο. Αυτά ήταν, θα λέγαμε, οι εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδας του. Αν βασιστούμε στις περιριγραφές που μας δίνουν οι βιογράφοι του, ο Αττίλας ήταν κοντός, ένα μέτρο και εξήντα εκατοστά το πολύ. Ήταν ψηλός όμως όταν ήταν επάνω στο άλογο, γιατί όπως συνήθως έλεγαν γι’ αυτό τον λαό : “Ο Ούννος είναι κοντός όταν περπατάει, ψηλώνει όμως  μόλις ανεβεί στο άτι του”. Δεν ήταν ωραίος. Είχε αρκετά μεγάλο κεφάλι, πολύ προεξέχοντα ζυγωματικά και μαλλιά σίγουρα καστανά, που τα έβαφε όμως κόκκινα. Τα σκιστά του μάτια, χωμένα μέσα στις κόγχες, ήταν μαύρα με βλέμμα διαπεραστικό, ενώ το πεταχτό σαγόνι του το στόλιζε ένα δασύ και μυτερό μούσι.  Το σύνολο του προσώπου του, που δεν του έλειπε αρμονία, ακτινοβολούσε εξυπνάδα. Από θρησκευτικής πλευράς έμενε πιστός στον ζωικό πανθεϊσμό των στεπών, που τον διαφέντευαν οι σαμάνοι, για τους οποίους οι Ούννοι προέρχονταν από τον λύκο. Ώστόσο, ήταν αρκετά ανεκτικός και σεβαστικός προς όλες τις θρησκείες, αλλά και προς πόλεις με ιστορία και πολιτισμό, όπως η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, ακόμη και το Παρίσι, πόλη που εκείνη την εποχή είχε μόλις αλλάξει  το όνομά της από Λουτέτια  Παρίσι και που όλη της η δόξα ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος, ως Έπαρχος της  Γαλατίας το 355, την είχε τιμήσει ώς πρωτεύουσα της επαρχίας του.

 

    Είδαμε πιο πάνω ότι ο Ρόας, ο θείος του Αττίλα, ήταν απασχολημένος  με το να διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρώμη. Θέλοντας να γίνουν αυτές οι σχέσεις  ακόμη πιο φιλικές, πρότεινε στον στρατηγό Στηλίχωνα,  το δεξί χέρι, θα λέγαμε, του Αυτοκράτορα Ονώριου, να υποδεχτεί στην Αυλή του έναν παρατηρητή από τη Ρώμη. Ο Στηλίχων δέχτηκε την πρόταση του Ρόας και έστειλε ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι, τον Φλάβιο Αέτιο. Ο Αέτιος γεννήθηκε το 390 στην Παννονία, που ήταν τότε τμήμα της Ρωμαίκής Αυτοκρατορίας και που ο πατέρας του διοικούσε εκεί τις επαρχιακές, αυτοκρατορικές στρατιές. Εκεί πέρασε τη νεανική του ηλικία. Όσο για τους Ούννους, όχι μόνο τους γνώριζε , αλλά και μιλούσε τη γλώσσα τους. Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι η μητέρα του ήταν ευγενής Ρωμαία της Ρώμης και βαθύπλουτη. Ο μόνιμος, λοιπόν, πρεσβευτής του Στηλίχωνος στην Αυλή του Ρόας δεν ήταν ο πρώτος τυχών νεαρός. Η καταγωγή του και η μεγάλη περιουσία του ουδόλως τον εμπόδιζαν να δίνει  μεγάλες προσδοκίες. Το 405, που ο Αέτιος φτάνει στην Αυλή του Ρόας, ο Αττίλας ήταν ακριβώς δέκα ετών. Ο έφηβος συμπάθησε αμέσως το παιδί και το παιδί τον έφηβο.  Μια ιστορική φιλία είχε μόλις ανθίσει.  Το πεπρωμένο της Ρώμης, της Ευρώπης και όλων των Ούννων από τον Δούναβη μέχρι τα Ουράλια θα εξαρτηθεί αργότερα από αυτή τη φιλία.

 

   Ο Αέτιος αναγνώρισε αμέσως στο δεκάχρονο αυτό αγόρι την ευφυία που θα ακδηλωνόταν τριάντα χρόνια αργότερα. Πράγματι, ο Αττίλας δεν έδειχνε σημαδια πρόωρης ανάπτυξης, όπως ο Μέγας Αλεξανδρος ή ο Βοναπάρτης. Η δική του ευφυία θα φανερωνόταν σχεδόν στα σαράντα του χρόνια, σε μια ηλικία, που οι περισσότεροι άνθρωποι του καιρού του θεωρούνταν, αν όχι ξοφλημένοι, πολύ ηλικιωμένοι για μεγάλα εγχειρήματα. Είχε όμως αυτό το παιδί μια περιέργεια και μια έμφυτη κλισή για μόρφωση. Και ο Αέτιος – που κατάλαβε αυτή την κλίση του – άρχισε όχι μόνο να του μαθαίνει όσα ήξερε, αλλά και ανέθεσε σε έναν παιδαγωγό να του μαθαίνει ελληνικά και λατινικά, τις γλώσσες της ανώτερης κοινωνίας. Η Μάχη των Εθνών, όπου οι δυο  φίλοι θα βρεθούν αντίπαλοι στην κρίσιμη αυτή στιγμή της Ιστορίας, είναι ακόμα πολύ μακριά. Και το δεκάχρονο αυτό αγρίμι, που δεν ήξερε τίποτε άλλο από το να καβαλικεύει το άλογο και να τεντώνει το τόξο, είχε τώρα μπροστά του πολύ καιρό, για να μεταμορφωθεί από βάρβαρος Ούννος πολιτισμένος Ευρωπαίος, ενώ όσο πιο πολύ σημείωνε πρόοδο στις γλώσσες, τόσο πιο πολύ ήθελε να διαβάζει τους κύλινδρους-βιβλία που έφταναν στη βιβλιοθήκη του.

   Όταν, ύστερα από αρκετό καιρό, έφυγε ο Αέτιος από την Αυλή του Ρόας, ο Αττίλας συνέχισε να μεγαλώνει και ν’ αποκτά δύναμη και σύνεση. Παντρεύτηκε στα δεκαεφτα του χρόνια την κόρη ενός μικρού ηγεμόνα, την Ένγκα, για την οποία δεν ξέρουμε τίποτα πέρα από το όνομά της. Θα του χαρίσει έναν γιο, τον  Έλλάκ, το πιο αγαπητό απ’ όλα τα παιδιά του. Ωστόσο, η αγάπη που έτρεφε για τον Ελλάκ δεν θα σταθεί εμπόδιο να είναι τρυφερός πατέρας, επίσημα και ανεπίσημα, και για τα άλλα του παιδιά. Γίνεται, καθώς τα χρόνια περνούν, ο καλύτερος υπολοχαγός του θείου του Ρόας και αναλαμβάνει εμπιστευτικές πρεσβείες, στις οποίες αναδεικνύεται καλύτερος διπλωμάτης από τον Βλέδα, τον πρωτότοκο αδελφό του. Από την άλλη πλευρά, οι δυο φίλοι, Αττίλας και Αέτιος, κρατούν ψηλά το λάβαρο της φιλίας τους, αλληλογραφώντας πότε στα λατινικά και πότε στα ελληνικά. Ανάμεσα σε αυτά τα χρόνια που κύλησαν και ανδρώθηκε ο Αττίλας, παρεμβάλλεται ένα γεγονός που ήταν πολύ σημαντικό για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Ούννου ηγεμόνα, όταν ο ίσκιος του άρχισε ν’ απλώνεται και να σκεπάζει απειλητικά όλη την Ευρώπη.

    Δεν είναι γνωστό αν ήταν ιδέα  δική του, του θείου του  Ρόας ή του Αέτιου, όταν το 408 ο Αττίλας,  σε ηλικία δεκατριών ετών, στέλνεται ως “τιμητική ομηρία’’ στη Ρώμη, όπως πριν από τρία χρόνια ο δεκαπεντάχρονος τότε Αέτιος στην Αυλή του Ρόας. Αυτή η “ομηρία” αποτελούσε απόδειξη της συμφωνίας δύο δυνάμεων που διακήρυσσαν ότι ήταν φίλες. Ξέρουμε, πάντως, ότι ο Ρόας ήταν αυτός που πρότεινε τον Αττίλα ως “τιμητικό όμηρο”στη Ρώμη. Φαίνεται πως είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στο δεκατριάχρονο ανιψιό του, για να τον στείλει στη διευθαρμένη Αυλή του αυτοκράτορα της Δύσης. Εκείνη την εποχή οι αυτοκράτορες της Δύσης μοίραζαν την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας ανάμεσα σε δύο πόλεις, τη Ρώμη και τη Ραβέννα, πόλη που ήταν μάλιστα πλούσια σε βυζαντινά μνημεία ( Άγιος Βιτάλιος και Άγιος Απολλινάριος ο Παλαιός). Η Ραβέννα ήταν βέβαια λιγότερο επιβλητική από την κοσμοκράτειρα Ρώμη, αλλά πιο ασφαλής, γιατί την προστάτευαν απέραντοι βάλτοι που ήταν απρόσιτοι στους επιδρομείς βαρβάρους.  Αυτός είναι ο λόγος που εκείνη την εποχή οι αυτοκράτορες της Δύσης κατέφευγαν για την ασφάλειά τους συχνά σε αυτή την πόλη. Έτσι, όταν έφτασε στη Ρώμη ο Αττίλας, είχαν δημιουργηθεί δύο Αυλές, που ήταν και οι δυο καζάνια όπου βράζανε συνωμοσίες, προδοσίες και δολοφονίες. Από αυτές τις τελευταίες εκείνη που έκανε τότε μεγάλο πάταγο ήταν η δολοφονία του Στηλίχωνος, του Μέντορα του Αυτοκράτορα Ονώριου. Πάντως, ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, ο μικρός στην ηλικία τότε Αττίλας ήταν καλοδεχούμενος και στις δυο Αυλές και τον περιποιούνταν σαν να ήταν πρίγκιπας. Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Η καταγωγή του τον προφύλασσε καλύτερα κι από τη νιότη του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι επειδή ήταν καλοδεχούμενος, δεν έβλεπε  τη διαφθορά και τη χαλαρότητα που επικρατούσαν στις δυο αυτές Αυλές και γενικότερα στον κόσμο της πολιτισμένης Ευρώπης. Η ‘μαθητεία’του στις Αυλές της  Ραβέννας και της Ρώμης θα διαρκέσει τέσσερα χρόνια, στα οποία έμαθε, πολύ καλά, την Αυτοκρατορία, τη δύναμή της, αλλά και την “αχίλλειο πτέρνα της”, και φυσικά τον τρόπο ζωής της, κάτι που οπωσδήποτε διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του.

   Όπως είπα και πιο πάνω, δεν έχω σκοπό να γράψω Βυζαντινή Ιστορία. Τί θα μπορόυσα, άλλωστε, να πω περισσότερα από ό,τι είπαν στα βιβλία τους ο Οστρογκόρσκι ή ο Βασίλιεφ; Θα σταθώ όμως σε ένα ιστορικό γεγονός που άφησε τότε κατάπληκτη όλη την Ευρώπη. Στα μέσα περίπου του  5ου αιώνα οι ορδές του Αττίλα είχαν ρημάξει όλη τη Βόρειο Ιταλία και είχαν επιστρέψει στη Μάντουα, τη γενετειρα του Βιργίλιου, όπου ό Αττίλας ετοιμαζόταν για το επόμενο στόχο, τη Ρώμη. Ο Βαλεντινιανός, που ήταν τότε στον αυτοκρατορικό θρόνο, και οι σύμβουλοί του δεν φαντάζονταν καθόλου ότι ο Φλάβιος Αέτιος θα μπορούσε να σταματήσει τον Αττίλα. Μέσα στην απέλπισία τους αποφασίζουν να του στείλουν πρεσβεία, για να τους πει τους όρους του. Φορτωμένη πλούσια δώρα για τον Ούννο ηγεμόνα, η αντιπροσωπεία αυτή θα έχει εντολή να μην κρατήσει περίφανη στάση και να δεχτεί αμέσως την καταβολή ετήσιου φόρου υποτελείας, εάν ο βάρβαρος εισβολέας δεν αξίωνε περισότερα εδάφη.

Το πρόβλημα που εγείρεται είναι ποιος θα τεθεί επικεφαλής της πρεσβείας, γιατί φοβόντουσαν μήπως δε γίνει δεκτή από τον Ούννο ηγεμόνα.Ύστερα από πολλές συζητήσεις γι’ αυτό το θέμα, η σύγκλητος, παρόντος του αυτοκράτορα, αποφασίζει να στείλει τον πάπα. Αυτόν, σκέφτηκαν, θα τον δεχτεί. Ποιος είναι ο πάπας; Είναι ένας Τοσκανός, εβδομήντα περίπου ετών, που ονομάζεται Λέων.  Λέων Α΄. Σε λίγο Λέων ο Μέγας και αργότερα Άγιος Λέων. Είχε κάπου δώδεκα χρόνια στην Αγία Έδρα και είχε σπουδάσει φιλοσοφία. Ο Λέων Α΄αποδέχθηκε την αποστολή και λίγες μέρες πρίν από τη συνάντησή του με τον Ούννο ηγεμόνα, έστειλε στον Αττίλα έναν επίσκοπο να κανονίσει τη συνάντησή τους. Ο Αττίλας δέχτηκε με όλες τις αρμόζουσες τιμές τον απεσταλμένο του πάπα και μαθαίνοντας τον λόγο της επίσκεψής του, όχι μόνο δέχτηκε την πρόταση του Ποντίφικα, αλλά και του λέει στο μήνυμα που του έστειλε ότι ο Αττίλας χαιρετά τον πάπα και τον ευχαριστεί που τον σκέφτηκε. Η συνάντηση του Ούννου ηγεμόνα και του πάπα κανονίστηκε να λάβει χώρα στην πεδιάδα που διασχίζει ο ποταμός Μίντσιο στις 4 Ιουλίου 452 μ.Χ. Ο επίσκοπος, αφού έλαβε ένα σφραγισμένο μήνυμα, την απάντηση του Αττίλα προς τον Πάπα,  έφυγε για τη Ρώμη.

 

   Στις 4 Ιουλίου, κατά τις 11 το πρωί, ο πάπας παρουσιάζεται με την ακολουθία του στο συμφωνημένο μέρος. Ο Αττίλας εμφανίζεται φορώντας ρωμαϊκή στολή και με το στήθος στολισμένο με πολύτιμα περιδέραια.Βλέποντας τον επικεφαλής της πρεσβείας κάπως κουρασμένο από το ταξίδι, πρότεινε ευγενικά ν’ αναπαυθεί και το βράδυ της ίδια μέρας τον κάλεσε με τη συνοδεία του σε δείπνο.  Τον έβαλε να καθίσει απέμαντί του ώστε να προϊστανται και οι δυο στο τραπέζι. Κατά τη διάρκεια του δείπνου πήραν την απόφαση να μιλήσουν για το θέμα που εκκρεμούσε  την άλλη μέρα το πρωί οι δυο τους χωρίς συμβούλους και άλλους παρατρεχάμενους. Τι είπαν μεταξύ τους στις 5 Ιουλίου το πρωί δεν ξέρουμε και ούτε θα το μάθουμε ποτέ. Οι δυο άντρες, μόλις τελείωσαν την ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαν, αγκαλιάστηκαν, πριν αποχωριστούν, αφήνοντας έκπληκτους τους γύρω παρευρισκόμενους. Στη συνέχεια ο Πάπας αποσύρεται. Αποχωρίζεται τα ποντιφικά του άμφια, για να φορέσει ένα  απλό, λευκό ρούχο, και ζητάει το άλογό του. Η Ρώμη έχει σωθεί.

                                     

 

       ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Περισσότερα για τον Ούννο ηγεμόνα: Éric  Deschodt, Attila, éd. Gallimard.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.