You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος:   ALBERT  CAMUS

Φάνης Κωστόπουλος:   ALBERT  CAMUS

                   Από αυτά που έγραψε ή έζησε

     Οι αθηναϊκοί δρόμοι με ξέρουν από παιδάκι. Παρά τα ογδόντα και πλέον χρόνια που πέρασαν, με θυμούνται ακόμα και, όταν τους περπατάω καμιά φορά στα Εξάρχεια, στα Πετράλωνα, στα Σεπόλια, στα Πατήσια, στο Θησείο, στο Ρουφ, στο Μεταξουργείο και όπου αλλού υπήρχαν τότε γραμμές του τραμ, με χαιρετούν και χαμογελάνε. «Είναι το αλάνι που πάντα μας ερχόταν σκαρφαλωμένο στον προφυλακτήρα του τραμ», λένε μεταξύ τους οι δρόμοι και θυμούνται περιστατικά της παιδικής μου αλητείας. Πράγματι, πολλά είναι τα περιστατικά που μπορώ να θυμηθώ στους αθηναϊκούς δρόμους από την ογδοντάχρονη ζωή μου, και ένα απ’ αυτά, από τα πιο πρόσφατα, θα έλεγα, είναι αυτό που έχω τώρα στη μνήμη μου:  Πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια, θυμάμαι ότι είχα πιεί καφέ με συνάδελφο στον Κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου και ανέβαινα το αριστερό πεζοδρόμιο της Πατησίων με κατεύθυνση προς την πλατεία Αιγύπτου. Είχα περάσει το νεοκλασικό παλάτι του Νικολούδη και την αδιέξοδο  πάροδο, τη Σκαραμαγκά, και πλησίαζα την Ιουλιανού. Λίγα μέτρα πριν φτάσω στην κεντρική οδό του Παραβάτη, είναι ένα στενό, πολύ στενό δρομάκι, μια σούδα θα έλεγα για την ακρίβεια. Ίσως να μην το πρόσεχα, αν μια από εκείνες τις μπλε, μεταλλικές  πινακίδες, όπου αναγράφονται για τους πεζούς και τα τροχοφόρα τα ονόματα των δρόμων, δεν τραβούσε το βλέμμα μου για να διαβάσω: ΟΔΟΣ  ΑΛΜΠΕΡ  ΚΑΜΥ. Σταμάτησα το βήμα μου και την ξαναδιάβασα γιατί δεν πίστευα στα μάτια μου. Είναι τοποθετημένη σε τέτοιο σημείο που σου χτυπάει αμέσως στο μάτι. Είναι αδύνατο να μην τη δει ο περαστικός. Μικρός ο δρόμος βέβαια, αλλά μεγάλο το όνομα που φέρνει. Δεν πειράζει όμως. Η Αθήνα  έχει κάτι που δεν  έχει το Παρίσι.

    Αναρωτιέμαι τώρα πόσοι το έχουν υπόψη τους από  εκείνους που αγαπούν και διαβάζουν σήμερα τα βιβλία τού  μεγάλου αυτού φιλέλληνα στοχαστή και λογοτέχνη. Το πιο πιθανόν είναι – αν εξαιρέσω αυτόν που είχε την ωραία ιδέα να τιμήσει τον Καμύ με αυτό το μικρό δρομάκι –  κανείς άλλος  απ’ αυτούς που τον διαβάζουν σήμερα να μην το ξέρει, κι ας  είναι πάροδος μιας από τις πιο μεγάλες αρτηρίες της ελληνικής πρωτεύουσας.  Άξιζε ίσως για έναν πιο μεγάλο δρόμο, γιατί ο φιλελληνισμός του Καμύ δεν είναι μόνο ο προφορικός , όταν, δηλαδή, επισκέφτηκε τη χώρα μας και τον ρωτούσαν για την Ελλάδα και τους Έλληνες, λάμπει και μέσα στο έργο του. Στο αφήγημά του Η Πτώση   ( La Chute ), για παράδειγμα, μια ελεγεία για την απώλεια της θείας χάρης και την έξωση του ανθρώπου από τον παράδεισο, λέει για τη χώρα μας μεταξύ άλλων: « Στο ελληνικό αρχιπέλαγος, είχα την αντίθετη εντύπωση. Εμφανίζονταν αδιάκοπα καινούργια νησιά στον ορίζοντα, ολόγυρά μας. Η άδεντρη ράχη τους διέγραφε τα όρια του ουρανού και η βραχώδης παραλία τους ξεχώριζε καθαρά πάνω στη θάλασσα. Καμία πιθανή σύγχυση στο λαγαρό φως όλα ήταν σημεία αναφοράς του χώρου. Και από το ένα νησί στο άλλο , πάνω στο μικρό μας καράβι που ωστόσο θαρρείς και σερνόταν., είχα την εντύπωση ότι αναπηδούσα, ασταμάτητα, μέρα νύχτα, πάνω στη ράχη των μικρών δροσερών κυμάτων, με έναν καλπασμό όλο αφρούς και γέλια. Από τότε η Ελλάδα πλανιέται  κάπου μέσα μου, στα όρια της μνήμης μου, ακατάπαυστα». Και λίγο πιο κάτω λέει ακόμα : « Εμείς ( οι Γάλλοι, θέλει να πει ) είμαστε κόσμιοι, εμάς η βρομιά μάς κάνει επιτηδευμένους. Πριν εμφανιστούμε στα ελληνικά νησιά θα πρέπει να πλυθούμε πολύ καλά. Ο αέρας εκεί είναι αγνός, η θάλασσα και η απόλαυση καθάριες». Το ίδιο καθάριος είναι και ο φιλελληνισμός του.

    Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε το 1913 στο Μοντοβί της Αλγερίας από Γάλλους γονείς. Ζει τα παιδικά του χρόνια σε απόλυτη φτώχεια με τον πατέρα του νεκρό στον Πόλεμο και τη μητέρα του να ξενοδουλεύει.  Τελειώνει το Λύκειο και συνεχίζει, με υποτροφία, τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Αλγερίου. Στα 17 του χρόνια προσβάλλεται από φυματίωση και στα 21 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, για να τον διαγράψουν έναν χρόνο αργότερα. Το ανήσυχο πνεύμα του και η τάση του να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του θεωρήθηκαν στοιχεία ανθυγιεινά για την κομματική πειθαρχία και τάξη. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα στις 4 Ιανουαρίου 1960, όταν το αυτοκίνητο του Μισέλ Γκαλιμάρ, του εκδότη του, στο οποίο επέβαινε, ξέφυγε από την πορεία του και  προσέκρουσε, με μεγάλη ταχύτητα, σε δέντρο. Ήταν 46 ετών και είχε προλάβει να κατακτήσει, μέσα σε 44 χρόνια, τα πάντα. Έφυγε από τη ζωή λες και δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει σ’ αυτό τον κόσμο.  Το 2011, 51 χρόνια μετά  τον θάνατό του, ο Ιταλός συγγραφέας Τζιοβάνι Κατέλι διακήρυξε με το βιβλίο του Ο Θάνατος του Καμύ ότι ο θάνατός του δεν ήταν ατύχημα και αναστάτωσε το γαλλικό κοινό. Οι ισχυρισμοί  όμως του Ιταλού συγγραφέα  δεν στηρίζονται σε αποδείξεις και η αιτία θανάτου του Καμύ δεν αμφισβητήθηκε.

    Όσο κι αν αγαπάμε τα βιβλία του, δεν πρέπει να τον θεωρούμε και άγιο. Μερικές φορές λοξοδρομούσε, ως άνθρωπος, από αυτά που υποστήριζε στα γραφτά του. Είχε όμως περισσότερο από κάθε άλλο διανοούμενο συναίσθηση του βάρους της ευθύνης, μιας ευθύνης που διακρινόταν από πάθη και ελαττώματα, στα οποία αντέτασσε συχνά την αυτοκριτική του που τη χαρακτήριζε μια άκαμπτη ηθική συνείδηση σε παραχωρήσεις και συμβιβασμούς. Είναι, άλλωστε, γνωστά αυτά που είπε στους αντιπάλους του πάνω στο θέμα της αυτοκριτικής: « Όσο πιο πολύ κατηγορώ τον εαυτό μου, τόσο περισσότερο έχω δικαίωμα να σας κρίνω». Η πιο δύσκολη, πάντως, περίοδος της ζωής του ήταν το 1954, όταν ξέσπασε η επανάσταση για την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Αυτός ο «μαυρο-πόδαρος» (  piednoir ), όπως λένε τον Γάλλο που ζει στο Αλγέρι, κόπηκε τότε στα δύο: από τη μια μεριά η επαναστατημένη γενέτειρα και οι παιδικές και φοιτητικές αναμνήσεις  από την άλλη η μητρική του γλώσσα, η παιδεία, η εθνική του συνείδηση, με μια λέξη η Γαλλία. Και αυτό γιατί κατανοούσε και τις δυο πλευρές: και εκείνους που ήθελαν η Αλγερία να μείνει γαλλική και εκείνους που επαναστατούσαν ενάντια στη φτώχεια και τον ρατσισμό. Αυτό το δίλημμα έκανε τη στάση του να είναι ευμετάβλητη. Στην αρχή στήριξε τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, στη συνέχεια τάχθηκε υπέρ της συμβιβαστικής λύσης, για να καταλήξει στο τέλος στη σιωπή. Είναι πασίγνωστο το επεισόδιο που έλαβε χώρα στη Στοκχόλμη, κατά τη διάρκεια της τελετής για το βραβείο Νόμπελ του 1957, όταν ένας Αλγερινός νεαρός τον προκάλεσε, επειδή είχε κατά καιρούς υπογράψει πολλές εκκλήσεις για διάφορους σκοπούς, δεν είχε όμως βάλει την υπογραφή του για την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Η απάντηση του Καμύ, σε τούτη τη δύσκολη στιγμή, ήταν  ότι απέρριπτε τη β ί α, λέξη που σημαίνει ανθρώπινες ζωές. « Αυτή τη στιγμή βάζουν βόμβες στα τραμ του Αλγερίου. Σε κάποιο απ’ αυτά τα τραμ θα μπορούσε να ήταν η μητέρα μου. Αν αυτή λοιπόν είναι η δικαιοσύνη, εγώ προτιμώ τη μητέρα μου», ήταν τα λόγια του νομπελίστα συγγραφέα.

   Για το χρέος, για την πίστη και για την αφοσίωση βρίσκει κανείς πολλά στα βιβλία του, όπως, για παράδειγμα, αυτά που λέει στο αφήγημά του Η Πτώση για τη φιλία: « Η φιλία δεν είναι τόσο απλή. Χρειάζεται χρόνος και δυσκολίες για να την αποκτήσεις, δεν μπορείς ν’ απαλλαγείς εύκολα απ’ αυτήν, πρέπει να ανταποκρίνεσαι». Αν ο έρωτας θεωρείται μια άλλη μορφή φιλίας, ο Καμύ, στις ερωτικές του σχέσεις, δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, να ισχυριστεί ότι ήταν πιστός και αφοσιωμένος. Στρατός ολόκληρος οι ερωμένες με τις οποίες απάτησε τη Φρανσίν Καμύ. Ακόμα και στο βιβλίο που ανέφερα πιο πάνω ομολογεί, ωμά και κυνικά, το πάθος του για τις γυναίκες: «Αφού πάλεψα, αφού εξάντλησα την αλαζονεία μου, αποθαρρυμένος από τη ματαιότητα των προσπαθειών μου, αποφάσισα να αποχαιρετήσω τους ανθρώπους. Όχι, όχι, δεν έψαξα να βρω ένα ερημονήσι, δεν υπάρχουν πια τέτοια. Βρήκα καταφύγιο, πολύ απλά, στις γυναικείες συντροφιές». Και λίγο πιο κάτω, χρησιμοποιώντας ρητορική ερώτηση, λέει ακόμη για τις γυναίκες: « Και μήπως η γυναίκα δεν είναι ό,τι μας έχει μείνει από τον επίγειο παράδεισο;». Σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου ομολογεί το πάθος του για τις γυναίκες πιο ξεκάθαρα: « Το πιοτό και οι γυναίκες μού προσφέρουν, για να ‘μαι ειλικρινής, τη μόνη ανακούφιση που μου αξίζει». Ως εδώ τα πράγματα δείχνουν ότι η γυναίκα για τον Καμύ είναι σε ένα επίπεδο που αγγίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σε ένα άλλο όμως σημείο, στο ίδιο πάντα βιβλίο, παρουσιάζεται πιο ειλικρινής,  πιο σαφής και « για την υπόληψη του κόσμου ξένοιαστος» που λέει κι ο Αλεξανδρινός ποιητής.: « Όταν έλειπε ο πόθος,» λέει χωρίς να διστάζει « οι γυναίκες μ’ έκαναν να πλήττω υπερβολικά». Η ομολογία αυτή δείχνει, κατά κάποιο τρόπο,  ότι  οι γυναίκες δεν ήταν γι’ αυτόν τίποτα περισσότερο από ένα σκεύος ηδονής, όπως ακριβώς τις βλέπει και ένας οποιοσδήποτε γυναικάς. Όλα αυτά, θα έλεγε κανείς, δικαιώνουν  αυτό που λέει  σε άλλη σελίδα του βιβλίου: « Κανένας δεν είναι υποκριτής στις απολαύσεις του». Κάτι ακόμα: « Ea fama vagatur» ( αυτή η φήμη πλανάται ), όπως θα έλεγε ο Βιργίλiος, ότι ακόμη και η Σίμον ντε Μποβουάρ υπέκυψε στη γοητεία του. Ο Καμύ, όμως, παρά την ομορφιά της και το θαυμάσιο πνεύμα της, αρνήθηκε να τη συμπεριλάβει στην ερωτική του λεγεώνα.  Αν αληθεύει αυτή η πληροφορία, πρέπει να υποθέσουμε  ότι ο Καμύ πήρε, με αυτή τη στάση του,  εκδίκηση  για λογαριασμό όλων των ανδρών, γιατί είναι γνωστό πως, όταν κυκλοφόρησε to 1949  Το Δεύτερο Φύλο   ( Le Deuxième Sexe), ο Καμύ, κρίνοντας αυτό το πολύκροτο  βιβλίο, είπε ότι η συγγραφέας του «εξευτέλισε όλο το ανδρικό φύλο».

    Η ζωοφιλία και ο πατριωτισμός είναι δυο πράγματα που στον Καμύ συνυπάρχουν.  Θα ήταν αδύνατο μια τόσο ηθική συνείδηση να μην αγαπάει τα ζώα και ιδιαίτερα τον πιο πιστό φίλο του ανθρώπου. Στο ίδιο βιβλίο κάνει λόγο για  ένα περιστατικό στο σταθμό του Σατελέ και λέει γι’ αυτό τον φίλο: « Ένα σκυλί είχε χαθεί σ’ εκείνο τον λαβύρινθο. Μεγαλόσωμο, με σκληρές τρίχες, ένα κομμένο αφτί, έξυπνα μάτια, χοροπηδούσε, μύριζε τα πόδια των περαστικών. Α γ α π ώ  τ α  σ κ υ λ ι ά  μ ε  μ ι α   π α λ ι ά  και   π ι σ τ ή  τ ρ υ φ ε ρ ό τ η τ α. Τ α  α γ α π ώ  γ ι α τ ί  π ά ν τ α  σ υ γ χ ω ρ ο ύ ν. Το φώναξα, κοντοστάθηκε, το είχα προφανώς κατακτήσει, γιατί κουνούσε όλο χαρά την ουρά του, λίγα μέτρα μπροστά μου. Εκείνη τη στιγμή ένας νεαρός Γερμανός στρατιώτης, που βάδιζε ξένοιαστος, με προσπέρασε. Φτάνοντας κοντά στο σκυλί τού χάιδεψε το κεφάλι. Χωρίς να διστάσει το ζώο τον πήρε στο κατόπι, με τον ίδιο ενθουσιασμό, και χάθηκε μαζί του. Από την αγανάκτηση και την οργή που ένιωσα ενάντια στον Γερμανό στρατιώτη, αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι η αντίδρασή μου ήταν πατριωτική.  Αν το σκυλί είχε ακολουθήσει έναν Γάλλο πολίτη, δεν θα είχα δώσει καμία σημασία».

   Στις 30 Νοεμβρίου του 2002, στο Παρίσι, το φέρετρο με τα λείψανα του Αλεξάνδρου Δουμά μεταφέρεται, εν πομπή, στο Πάνθεον του γαλλικού έθνους, ακολουθούμενο από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας  Ζακ Σιράκ και πλήθος κόσμου, που γέμιζε  την οδό Soufflot ως εκεί που συναντά το boulevard SaintMichel. Κάτι ανάλογο πρότεινε για τον Αλμπέρ Καμύ το 2010 και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νικολά Σαρκοζί, αλλά, όπως φάνηκε, η πρότασή του είχε στόχο τη δημοτικότητά του και τίποτα περισσότερο. Ωστόσο,  η πολιτική αυτή πρόταση του Σαρκοζί αποτελεί ένδειξη του τι εθεωρείτο αποδεκτό από τη γαλλική κοινωνία στις αρχές του 21ου αιώνα.  Δεν πρότεινε τον Σαρτρ πρότεινε τον Καμύ, κι ας είπε κάποτε ο Ντε Γκολ για τον Σαρτρ, όταν οι υπουργοί του διαμαρτύρονταν επειδή η αστυνομία δεν είχε συλλάβει τον συγγραφέα της Ναυτίας σε κάποια διαδήλωση αριστερών: « Δεν συλλαμβάνεις ποτέ έναν Βολταίρο».

    Η πανδημία των ημερών μας μου φέρνει στη μνήμη το μυθιστόρημά του Η Πανούκλα ( La Peste )  – που του χάρισε το Βραβείο των Κριτικών-  και με κάνει να αναλογίζομαι  τι θα έλεγε ο Καμύ, αν ζούσε σήμερα, για τον θανατηφόρο ιό της Κίνας. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Ίσως όχι πολύ διαφορετικά από αυτά που λέει  για  τον λοιμό στο Οράν, το γνωστό λιμάνι της Αλγερίας,  στο τέλος του βιβλίου του:  Ο γιατρός Μπερνάρ Ριέ έχει πάει να δει στο σπίτι του ένα ασθματικό γεροντάκι, που το πνεύμα του σπιθοβολούσε ειρωνεία και σαρκασμό, και του λέει:

–  Κάνετε κανονικά τις εισπνοές σας.

–  Ω, μη φοβάστε. Θα ζήσω πολύ ακόμα, και θα τους δω όλους να πεθαίνουν. Ξέρω να ζήσω, εγώ.

Ουρλιαχτά χαράς του απάντησαν από μακριά. Ο γιατρός στάθηκε στη μέση της κάμαρας.

– Θα σας πείραζε ν’ ανέβαινα στην ταράτσα;

– Κάθε άλλο. Θέλετε να τους δείτε από κει πάνω, ε; Όπως αγαπάτε.  Πάντα τους όμως οι ίδιοι είναι.

Ο Ριέ τράβηξε για τη σκάλα.

– Για πείτε μου, γιατρέ, είν’ αλήθεια πως θα χτίσουν μνημείο για τους νεκρούς της πανούκλας;

– Έτσι γράφει η εφημερίδα. Μια στήλη ή μια πλάκα.

– Ήμουν βέβαιος. Και θα βγάλουν και λόγους… 

Ο γέρος γελούσε με ένα πνιχτό γέλιο.

– Τους ακούω από τώρα: « Οι νεκροί μας…» Και ύστερα θα πάνε να κολατσίσουν.

   Αυτά λέει ο Καμύ για τον λοιμό του Οράν στο βιβλίο του. Και έτσι που πάνε τα πράγματα, δεν αποκλείεται να δούμε κι εμείς όχι ένα, αλλά δύο  μνημεία για τα θύματα της πανδημίας στην πλατεία Συντάγματος: ένα για τους « Αρνητές» και ένα για τους άλλους, γιατί δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό τον τόπο που να μην το χρωματίζουμε πολιτικά.

                                                   

   Στο πέρασμα  του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Σαρτρ, το 1980, ο Καμύ είναι μια διαρκής ανερχόμενη πνευματική αξία, ενώ τελείως   αντίθετα, στη δεκαετία του 1960,  ο Σαρτρ,  μετά   τον θάνατο του Καμύ, προπορευόταν στις συνειδήσεις  των ανθρώπων του πνεύματος ( Ρολάν Μπαρτ, Ρομπ-Γκριγέ, Κλοντ Λεβί Στρος και Φουκό ) και ξεσήκωνε τις μάζες με τα βιβλία του και τις πολιτικές δηλώσεις  του. Η ανοδική αυτή πορεία του Καμύ επιβεβαιώνεται και στον 21ο αιώνα με τις δυο περιπτώσεις που ανέφερα πιο πάνω:  με το βιβλίο για το θάνατό του τού Ιταλού συγγραφέα Τζιοβάνι Κατέλι και με την πρόταση του Σαρκοζί για την μεταφορά των οστών του στο Πάνθεον. Τελικά, δεν ήταν μόνο ένας προικισμένος λογοτέχνης ήταν και ένας μαχητικός δημοσιογράφος, αν κρίνει κανείς από αυτά τα λόγια του που δείχνουν ποιος ήταν  ο στόχος του στη σύντομη ζωή του, ανεξάρτητα αν αυτός ο στόχος ήταν, καμιά φορά, μαχαίρι και για τον ίδιο: « Η αγάπη για την απόλυτη αλήθεια είναι ένα πάθος που δεν σέβεται τίποτα και που τίποτα δεν του αντιστέκεται».

                                            ——————

 

        ΣΗΜΕΙΩΣΗ

  Οι μεταφράσεις που χρησιμοποίησα στα  βιβλία  του Καμύ είναι της  ΝΙΚΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΥ – ΝΤΟΥΖΕ και της ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΣΑΜΠΑΛΟΓΛΟΥ – ΡΟΜΠΛΕΝ.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.