You are currently viewing Έφη Φρυδά. Οι γάτες του Μπαλτύς

Έφη Φρυδά. Οι γάτες του Μπαλτύς

O δεκαετής Balthasar Klossowski de Rola (αργότερα Μπαλτύς) βρίσκει ένα αδέσποτο γατάκι σε κακή κατάσταση στη Νιόν, κάπου στις όχθες της λίμνης Λεμάν. Με την έγκριση της οικογένειάς του παίρνει μαζί του το μικρό του εύρημα, ταξιδεύει με πλοίο ως τη Γενεύη και από εκεί, με τραίνο, ως το πατρικό του σπίτι. Το ταλαιπωρημένο πλάσμα δέχεται τις φροντίδες και την αμέριστη αγάπη του μελλοντικού ζωγράφου και γίνεται αναπόσπαστο μέλος της οικογένειας. Είναι ένα ζωηρό γατί, τρισχαριτωμένο και ατίθασο, και ο Μπαλτασάρ, που θέλει να το παίρνει παντού μαζί του, το δένει με ένα σπάγκο και βγαίνουν βόλτα οι δυο τους. Γιατί βέβαια ο μικρός Μπαλτύς έχει κατανοήσει πλήρως τη ανεξάρτητη φύση του αιλουροειδούς. Να όμως που στο ταξίδι το γατάκι Μιτσού – αυτό είναι το όνομα που του δίνει – συμπεριφέρεται υποδειγματικά, και όλα πάνε κατ’ ευχήν τόσο στη διαδρομή του ταξιδιού, όσο και στην ένταξή του στο σπίτι των Κλοσόβσκι, όπου εγκαθίσταται μετά βαΐων και κλάδων, και μεγάλης μέριμνας. Ώσπου μια μέρα, ο Μιτσού εξαφανίζεται. Μεγάλη αναταραχή ακολουθεί, απαξάπαντες κινητοποιούνται, και κυρίως ο μικρός Μπαλτύς, και το άταχτο γατί βρίσκεται να στέκεται σαν μπιμπελό στη μέση του κήπου. Η κρίση έχει περάσει, όλα είναι στη θέση τους, και ο Μιτσού κυρίως. Όχι όμως για πολύ. Μεσολαβούν οι γιορτές, ο λαίμαργος μικρός Μπαλτύς αρρωσταίνει από την αλόγιστη κατανάλωση γλυκών, και το ρίχνει στον ύπνο. Έναν ύπνο που θα πληρώσει πολύ ακριβά. Γιατί η γάτα πλάσμα ανεξάρτητο, άγριο ακόμα κι όταν είναι δεσποζόμενο – το μοναδικό από τα οικόσιτα που, παρά την τρυφερότητα που αφειδώς μας χαρίζει, δεν υπακούει και δεν αναγνωρίζει αφεντικό, παρά μόνο σύντροφο και ασφαλώς φροντιστή – απαιτεί ωστόσο την αμέριστη προσοχή μας. Η πλήξη δεν πάει στον Μιτσού,  έτσι αυτός, ένα ωραίο πρωί, το σκάει από το σπίτι, αυτή τη φορά για να μην επιστρέψει ποτέ πια. Απελπισμένος ο μικρός Μπαλτύς ξεχύνεται στους δρόμους, ψάχνει και ξαναψάχνει κάθε γωνιά του σπιτιού, τα υπόγεια, τα ντουλάπια, τις κόχες, τους κήπους. Και βέβαια κάτω από τα κρεβάτια, πίσω από τα έπιπλα. Όλα είναι μάταια. Ο Μιτσού έχει φύγει, τον έχει εγκαταλείψει για πάντα. Ο Μπαλτασάρ είναι απαρηγόρητος˚ θα έλεγε κανείς ότι χάνοντας τον Μιτσού βιώνει την πρωταρχική απώλεια. Γιατί, όπως λέει ο Ρίλκε, σύντροφος την εποχή εκείνη της μητέρας του Μπαλτύς, στο βιβλιαράκι που αφιέρωσε στον μικρό εκκολαπτόμενο ζωγράφο «Είναι δυνατόν να χάνεις ένα γάτο, ένα πράγμα ζωντανό, μια ζωντανή ύπαρξη, μια ζωή; Μα όταν χάνεις μια ζωή, αυτό είναι θάνατος!»

Λίγο αργότερα ο Μπαλτύς, το πληγωμένο αυτό αγόρι, φιλοτεχνεί μια σειρά από σχέδια με σινική μελάνη, που αφηγούνται την ιστορία του, το ειδύλλιό του, με το γατάκι Μιτσού. Στα σχέδια αυτά, που μοιάζουν ξυλογραφίες, εντυπωσιάζει η εκφραστικότητα ενός παιδιού σε τόσο μικρή ηλικία, καθώς επίσης και η οπτική τους, η συναισθηματική ένταση που αποτυπώνουν. Επιπλέον, ο μικρός ζωγράφος μας δίνει την ευκαιρία της διπλής οπτικής: η ιστορία εκτυλίσσεται πότε μέσα από τα μάτια του αγοριού και πότε του γατιού.

Το τραύμα αυτής της αγάπης ποτέ δεν επουλώθηκε για τον Μπαλτύς. Ή ίσως πρέπει να πούμε κάτι άλλο: ο καλλιτέχνης έπραξε αυτό που πράττει κάθε πραγματικός καλλιτέχνης: Μετουσίωσε το τραύμα σε δημιουργία, σε τέχνη. Σε ομορφιά.

Οι πίνακες του Μπαλτύς, μέχρι το τέλος της ζωής του, είναι γεμάτοι με γάτες, γάτους και γατιά που κοσμούν τους πολύχρωμους καναπέδες, κοιτάζονται σε περίτεχνους καθρέφτες, τρίβονται στα πόδια των κοριτσιών – ένα ακόμα από τα κλασικά θέματα του Μπαλτύς. Η Τερέζα ονειρεύεται, με ένα γάτο-κατακτητή που απολαμβάνει το γεύμα του κάτω από το ντιβάνι, κάτω από τους γυμνούς μηρούς της. Ο πίνακας ξεχειλίζει από έναν καλαίσθητα σκαμπριόζικο ερωτισμό. Αλλά, έχουμε ήδη μιλήσει για το έργο αυτό σε παλιότερο άρθρο του View master.

Ένα τραυματισμένο άσπρο γατί, με το χέρι δεμένο σε νάρθηκα, περιμένει έξω από μια κλειστή πόρτα σκιασμένη από ένα αθέατο δέντρο. Ικεσία, συμπόνια και ίσως μια υποψία χιούμορ. Ένας κλασικός ριγέ γάτος, βαρβάτος και κεφάλας,  κουτουλάει με αγαλλίαση τα πόδια του ίδιου του Μπαλτύς, σε έναν πίνακα όπου ο νεαρός ζωγράφος ποζάρει σε μια αυτοπροσωπογραφία που μόνο κλασική δεν τη λες. Αινιγματικά πλάι στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες τοποθετημένο ένα σκαμνί, όπου στηρίζεται κάτι σαν αρχαίο, θα έλεγε κανείς, πινάκιο με επιγραφή. Και πάνω στο σκαμνί ακουμπισμένο ένα μαστίγιο. Τι γράφει η γραφή, ποιος θα τιθασεύσει ποιον με το καμουτσίκι;

Υπάρχει επίσης ένας πίνακας στον οποίο ο γάτος είναι και ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Ανθρωπόμορφος, ντυμένος με παντελόνι και μαρινιέρα, έτοιμος με μαχαίρι και πιρούνι ανά χείρας, μπροστέλα στο λαιμό και το τραπέζι στρωμένο μπροστά του με ένα λαχταριστό ψάρακα στην πιατέλα, λεμόνι και ψωμί και μια μποτίλια κρασί και ποτήρι, ο γάτος θριαμβευτής μοιάζει να έχει ψαρέψει, ή τουλάχιστον να τον έχουν γενναιόδωρα φιλέψει, και αυτός σπεύδει να απολαύσει το γεύμα του. Δίπλα του, πάνω στο μικρό κιβώτιο ψαρικής, ένας κατακόκκινος αστακός. Πρόκειται για έναν πίνακα θαλασσινό, όπου, λίγο παραπίσω αριστερά, μια νεαρά ύπαρξη κωπηλατεί με άνεση στα τυρκουάζ νερά κάνοντας νόημα με ενθουσιασμό στο εύθυμο ανθωποαιλουροειδές μας. Στο βάθος του ορίζοντα, ένα ουράνιο τόξο διαλύει τα σκοτεινά σύννεφα , ένα ουράνιο τόξο όμως που στην ουρά του, εκεί που πάει δηλαδή να καθίσει, εκεί που ψάχνουμε πάντα να βρούμε το σεντούκι με το θησαυρό, αναπηδούν ψάρια πολύχρωμα κι ολοζώντανα. Πρόκειται για έναν πίνακα ευφορικό, που αναβλύζει ζωντάνια, κέφι, τη χαρά μιας ζωής παιχνιδιάρικης και καπριτσιόζας.

Ξανά και ξανά στους πίνακες –  όπως και στη ζωή του Μπαλτύς και της οικογένειας που δημιούργησε με τη Γιαπωνέζα σύζυγό του Σετσούκο, και τις δυο τους κόρες – βλέπουμε γάτες, γινόμαστε μάρτυρες της βαθιάς του αγάπης, της σαγήνης και της αφοσίωσης που νιώθει γι’ αυτές.

Είναι που ο Μιτσού έχει μείνει για πάντα μαζί του. Το γατάκι της τρυφερής του ηλικίας ποτέ δεν εγκατέλειψε τον μικρό Μπαλτασάρ, βρίσκεται εκεί μέσα στους πίνακες τού ιδιοφυούς ζωγράφου, γίνεται κάτι σαν έμβλημα αυτοδιάθεσης και έρωτα. Της αυτοδιάθεσης του έρωτα. Του εφήμερου του έρωτα ίσως. Αποτελεί την προσωποποίηση της αταξίας, του τυχοδιωκτισμού, του παιχνιδιού, της ευζωίας αλλά και της απολαυστικής γαλήνης.

Το αίνιγμα της γάτας κάνει ένα εκπληκτικό αιλουροειδές άλμα και μετατρέπεται στο αίνιγμα της ζωγραφικής του Μπαλτύς. Που μας μιλάει, μας παροτρύνει να πάρουμε μια γεύση από το μυστήριο της ζωής.

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

This Post Has One Comment

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.