You are currently viewing Έφη Φρυδά. Οι μάγισσες του Μακμπέθ. Μαγεία, προορατισμός ή σοφία;
Fuseli, Henry; Macbeth, Banquo and the Witches ; National Trust, Petworth House; http://www.artuk.org/artworks/macbeth-banquo-and-the-witches-219771

Έφη Φρυδά. Οι μάγισσες του Μακμπέθ. Μαγεία, προορατισμός ή σοφία;

Από τους αποκρυφιστές των Σουμερίων, στην αρχαία Μεσοποταμία, στο βασίλειο τους Αιγύπτου που γίνεται το κέντρο της μαγείας, ως την αρχαία Ελλάδα με τις μάγισσες Μήδεια και Κίρκη, γυναίκες σαγηνευτικές αλλά επικίνδυνες, στη θεότητα Εκάτη, ως τις κακές μάγισσες των μεσαιωνικών παραμυθιών που πριν ακόμα μάθουμε ανάγνωση, από τον καιρό που μας διάβαζαν παραμύθια οι γονείς μας, η μαγεία μας μιλάει με σύμβολα αρχαία και τροφοδοτεί την ανθρώπινη φαντασία.

Οι μάγισσες του Μακμπέθ γράφονται σε μια εποχή που στη Σκωτία, όπου εκτυλίσσεται η τραγωδία, επικρατεί μεγάλη πολιτικοθρησκευτική αναταραχή. Κάποια στοιχεία χρειάζονται για να τοποθετήσουμε στο ιστορικό του πλαίσιο το έργο και να κατανοήσουμε το κλίμα κατά το οποίο γράφτηκε.

Ο Σαίξπηρ γράφει τον Μακμπέθ το 1606, όταν βασιλιάς της Σκωτίας, και λίγο αργότερα και της Αγγλίας, είναι ο Τζέιμς, που το 1603 διαδέχτηκε τη Χρυσή εποχή της βασιλείας της Ελισάβετ η οποία πέθανε άκληρη διορίζοντάς τον διάδοχό της. Ο βασιλιάς Τζέιμς πίστευε στην ύπαρξη των μαγισσών και ήταν φανατικός διώκτης τους. Η εκκλησία επίσης έπαιξε κεφαλαιώδη ρόλο στο κυνήγι των μαγισσών. Οι καθολικοί της Σκωτίας αποτελούσαν απειλή για τους φονταμενταλιστές προτεστάντες της εποχής αλλά και για τη μοναρχία – διότι βέβαια η ιστορία διδάσκει ότι πίσω από τα θρησκευτικά θέματα προβάλλουν πάντα οι πολιτικές σκοπιμότητες. Σε μια ασταθή πολιτική κατάσταση, με τον Μαύρο θάνατο, την πανώλη, να σέρνεται κατά κύματα πάνω από την Ευρώπη επί αιώνες ολόκληρους, από τον 14ο έως τον 17ο – ο οποίος θα μας απασχολήσει εδώ, αλλά έως και τον 19ο τελικά – οι μάγισσες αποτέλεσαν το ιδανικό εξιλαστήριο θύμα για όλα τα δεινά. Ο βασιλιάς Τζέιμς, ένας ισχυρός αλλά ιδιαίτερα ανασφαλής μονάρχης, όπως ίσως θα ήταν φυσικό υπ’ αυτές τις συνθήκες, συγγράφει ένα τρίτομο έργο με τον τίτλο Daemonologie, όπου ασχολείται με πνεύματα δαιμονικά που βασανίζουν τους θνητούς και με την αντιμετώπισή τους. Οι τρεις αυτοί τόμοι έγιναν, μπορούμε να πούμε, το μπεστ σέλερ της εποχής, γνωρίζοντας αλλεπάλληλες ανατυπώσεις και αντικαθιστώντας τη δική Εγκεκριμένη Έκδοση της Βίβλου  (King James Bible, the Authorized Version)  Αφορμή για τον ακραίο φανατισμό του βασιλιά Τζέιμς ήταν μια φοβερή καταιγίδα που έπληξε το πλοίο του στη Βόρεια Θάλασσα και παραλίγο να πνίξει τον ίδιο και την πριγκίπισσα Άννα της Δανίας αμέσως μετά τον γάμο τους. Ο βασιλιάς θεώρησε ότι έπεσε θύμα μαύρης μαγείας, με συνέπεια στους χρόνους του στη Σκωτία να εξαπολυθεί λυσσαλέο, το χειρότερο ως τότε, κυνήγι μαγισσών, με τον ίδιο τον Τζέιμς να επιστατεί στα φρικτά βασανιστήρια  χιλιάδων – κυρίως – γυναικών, και να είναι υπεύθυνος για τον διωγμό και τον θάνατο κάπου 4.000 ψυχών, που κάηκαν στην πυρά με την κατηγορία της μαγείας.

 

The three witches. John Downman

 

Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμίσουμε τη θέση της γυναίκας την εποχή εκείνη. Η γυναίκα θεωρείται ον αμαρτωλό και αδύναμο, επιρρεπές στους πειρασμούς της σάρκας. Αυτό άλλωστε κρατάει από την απαρχή του χρόνου, από τους πρωτόπλαστους, με την Εύα να θεωρείται υπεύθυνη για τα δεινά που πλήττουν εφεξής την οικουμένη.

Βρήκαμε επομένως τον αδύναμο κρίκο μιας κοινωνίας που πλήττεται από παντού. Είναι άτομα περιθωριακά, απομονωμένα, φτωχά, διαφορετικά. Σε μια εποχή όπου ο πουριτανισμός βρίσκεται στο αποκορύφωμά του, η γυναίκα γίνεται η μαύρη τρύπα της αμαρτίας. Χήρες και ανύπαντρες, γυναίκες πολύ όμορφες ή πολύ άσχημες, ταλαιπωρημένες γριές. Κουτσομπολιά στη γειτονιά μετά από κάποιο ανεξήγητο θάνατο, κάποια αναπάντεχη συμφορά. Οι ετερότητες που διαμορφώνουν τον βαθύ πλούτο της ανθρώπινης ιστορίας, να ποιος είναι ο  εύκολος στόχος. Θεραπεύτριες, μαίες, γυναίκες που ξέρουν τα βότανα και μπορούν να ανακουφίσουν ή και να θεραπεύσουν τους συντοπίτες τους. Κάποιες φορές δημιουργούν και οι ίδιες ένα πέπλο μυστηρίου γύρω τους, προκειμένου να κερδίσουν τον βίο τους. Ωστόσο τον 17ο αιώνα αυτές οι γυναίκες βρίσκονται σε θανάσιμο κίνδυνο.

 

Departure of the Witches. Luis Recardo Faléro

Ο νέος βασιλιάς της Σκωτίας είναι θεατρόφιλος και, σε μια εποχή αναζωπύρωσης της πανώλης, προσφέρει στον Σαίξπηρ και στον θίασό του στέγη, τροφή και προστασία.  Οι ηθοποιοί γίνονται «Οι ηθοποιοί του βασιλιά» (The kings actors) και ο ίδιος βέβαια ο βάρδος χαίρει τιμής και εκτίμησης μεγάλης. Πρόκειται λοιπόν για μια πολιτική και εμπορική κίνηση από την πλευρά του Σαίξπηρ. Είναι ζήτημα δημοσίων σχέσεων· αφού ο βασιλιάς Τζέιμς πιστεύει στην ύπαρξη της μαύρης μαγείας, αφού επιπλέον την τρέμει, τι άλλο από το να γράψει ο Σαίξπηρ ένα έργο όπου πρωτοστατούν μάγισσες και υπερφυσικές δυνάμεις. Επιπλέον, ο βασιλιάς Τζέιμς θέλει να πιστεύει ότι κρατάει από την ευγενική γενιά του στρατηγού Μπάνκο,  αδελφικού φίλου του Μακμπέθ (να πούμε εδώ ότι οι χαρακτήρες του Μακμπέθ, του Μπάνκο αλλά και του βασιλιά Ντάνκαν της τραγωδίας του Σαίξπηρ βασίζονται σε πρόσωπα υπαρκτά στην ιστορία της Σκωτίας). Κακές μάγισσες από τη μία, και ο γενναίος και ηθικός Μπάνκο από την άλλη, αποτελούν το δίπολο που θα κερδίσει ακόμα μεγαλύτερη εύνοια από τον βασιλιά Τζέιμς.

 

Francisco de Goya. Witches Sabbath

 

Οι μάγισσες του Μακμπέθ κατατάσσονται στερεοτυπικά στις κακές μάγισσες. «Στρίγγλες» τις ονομάζει η μετάφραση του Β. Ρώτα, weird ή wayward sisters τις αποκαλεί ο Σαίξπηρ, όπου η λέξη weird εμπεριέχει την λέξη wayward (αλλόκοτος, άστατος) που εκείνη την εποχή σήμαινε κάτι παραπάνω από παράξενος· σήμαινε Ον με υπερφυσικές δυνάμεις που έχει τη δύναμη να προκαλέσει ή να προφητεύσει πως κάτι θα συμβεί. Ο βάρδος τις περιγράφει αηδιαστικά άσχημες και μοχθηρές γριές που έχουν ακόμα και γένια.

Πηγές του Σαίξπηρ είναι το έργο του Holinshed, Chronicles (Macbeth), καθώς επίσης και το Discovery of Witchcraft του Reginald Scot, και το προαναφερόμενο Daemonologie του βασιλιά Τζέιμς. Και βέβαια για τις τρεις μάγισσες ειδικά, ο βάρδος εμπνεύστηκε από τις Μοίρες της ελληνικής μυθολογίας, Κλωθώ, Λάχεση και Άτροπο. Μόνο που η δική του τριάδα αποτελεί την ενσάρκωση του τρόμου. Στο πρόσωπό τους βλέπουμε όλα τα φυλετικά και κοινωνικά ταμπού της εποχής, στοιχεία ακραιφνώς μισογυνιστικά, όπως ήδη αναφέραμε.

 

 

Salvator Rosa – Witches at their Incantations (c. 1646). (detail)

 

Το γεγονός ότι η τραγωδία του Μακμπέθ δεν ανοίγει με τον κεντρικό χαρακτήρα, αλλά με τις τρεις μάγισσες, δηλώνει τον κομβικό ρόλο που αυτές θα παίξουν. Τις βρίσκουμε λοιπόν μαζεμένες σε μια ερημιά, στα χερσοτόπια κοντά στο κάστρο του Μπρόντι, όπως λέει ο μύθος, και μόλις έχουν τελειώσει μια τελετουργία.

Η πρώτη μάγισσα ρωτά, – Πότε θα ξαναβρεθούμε;Όταν η μάχη έχει κερδηθεί ΚΑΙ χαθεί, λέει η 2η μάγισσα. Θα περίμενε κανείς να υπάρχει μια διάζευξη ανάμεσα στις δύο προτάσεις, να λέει δηλαδή κερδηθεί Ή χαθεί. Όμως όχι. Και ασφαλώς δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Μια ερμηνεία εδώ μας μιλάει για το Χάος. Για τις σφαγές του πολέμου, την ανακατωσούρα που χαίρονται να δημιουργούν τα κακά πνεύματα. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη ερμηνεία: Κάθε πόλεμος έχει δύο πλευρές. Όταν κάποιος νικά, κάποιος άλλος έχει ηττηθεί. Αυτή είναι η πραγματικότητα, μια πραγματικότητα στην οποία μας εισάγει ο αινιγματικός λόγος των μαγισσών.

 

Maria Elisabeth Georgina Ansingh (1875-1959), Heksenkeuken I. The Witches’ Sabbath, 1916

 

Από την τρίτη μάγισσα μαθαίνουμε ότι ξέρουν τον Μακμπέθ και σκοπεύουν να τον συναντήσουν. «Εκεί να βγούμε του Μακμπέθ μπροστά». Και η 1η σκηνή κλείνει με όλες μαζί να ψάλλουν, «Τ’ ωραίο είναι άσκημο και τ’ άσκημο ωραίο. Στην καταχνιά πετάω, μες στη θολούρα πλέω».

Από το ξεκίνημα κιόλας αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα έργο που ασχολείται με το παράδοξο, με τις αμφισημίες. Αυτός είναι ο λόγος που ο Σαίξπηρ ξεκινάει με τις μάγισσες και τις βάζει να λένε τους σιβυλλικούς τους στίχους. Μπορεί άραγε να είναι κάτι ωραίο και άσκημο μαζί; Ίσως αυτό συμβαίνει όταν υπάρχουν ασάφειες, όταν έχουμε έναν τόπο μες στην καταχνιά και στη θολούρα – εδώ τα στοιχεία της φύσης αποτελούν μεταφορά της πολιτικής κατάστασης –  όταν οι χαρακτήρες φορούν μάσκες. Όταν πρόσωπα και πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται.

 

Τhe three witches from Μacbeth. Daniel Gardner

 

Ο Σαίξπηρ γράφει ένα μακρύ, σαγηνευτικό ποίημα, έναν πρόδρομο της λογοτεχνίας goth, τολμούμε να πούμε, όπου κυριαρχεί το μυστήριο, το αίμα χύνεται ποτάμι και τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο. Όπου η εξαπάτηση είναι Το σχέδιο, και οι χαρακτήρες άλλα δείχνουν και άλλα είναι (βλ. η λαίδη Μακμπέθ λέει στον άντρα της, Γίνε το φίδι κάτω από τον όμορφο ανθό). Όλα έχουν μια κρυφή ερμηνεία, κι αυτό διότι ο συγγραφέας μάς μιλάει για τα βαρύτερα αμαρτήματα· την υποκρισία, την δολοπλόκα ραδιουργία, την προδοσία.

Ο στρατηγός Μακμπέθ επιστρέφει νικητής από τη μάχη μαζί με τον αδελφικό του φίλο, επίσης στρατηγό Μπάνκο. Εκεί, στα έρημα χερσοτόπια μες στη μαύρη νύχτα, θα συναντήσει τις τρεις μάγισσες που, όπως είδαμε, έχουν δώσει ραντεβού μεταξύ τους και τον περιμένουν. Ποιος είναι άραγε ο ρόλος τους; Η επικρατούσα θεωρία λέει ότι θέλουν να μαγέψουν τον γενναίο πολεμιστή και να τον μετατρέψουν σε όργανο του αφέντη τους, του διαβόλου, να τον μεταμορφώσουν σε αδίστακτο φονιά, να τον παρασύρουν με τις μαγγανείες τους στην καταστροφή.

 

The three witches. Henry Fuseli (1741–1825)

Ίσως όμως συμβαίνει κάτι άλλο. Πιστεύει άραγε ο Σαίξπηρ στην ύπαρξη των μαγισσών και στις υπερφυσικές δυνάμεις ή μήπως πρόκειται για έναν υπόγειο σαρκασμό, για ένα ευφυές παιχνίδι του βάρδου που, μη μπορώντας βέβαια να εκφραστεί ξεκάθαρα εναντίον της εξουσίας, κατασκευάζει ένα έργο όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται;

Έχοντας πάντα κατά νου ότι όλα τα έργα του είναι ανθρωποκεντρικά, θα προσεγγίσουμε μια ερμηνεία λιγότερο προφανή, που εμάς όμως μας φαίνεται πολύ πιθανή και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Που λέει ότι ο συγγραφέας εστιάζει, όχι στη μοίρα και στα παιχνίδια της, αλλά στην ευθύνη του ατόμου απέναντι στον εαυτό του και στην κοινωνία.

Ας δούμε λοιπόν πώς παρουσιάζονται οι μάγισσες-μοίρες στις λίγες εμφανίσεις τους στο έργο. Ο Σαίξπηρ, ξεκάθαρα επηρεασμένος από το αρχαίο ελληνικό δράμα, τις βάζει να παίζουν τον ρόλο του χορού, που αφηγείται τι πρόκειται να συμβεί και σχολιάζει τα τεκταινόμενα. Που, ως θεμελιώδες συστατικό του δράματος, αντανακλά στον ρόλο του την κοινότητα απ’ όπου εκπορεύεται. Με δυο λόγια, με την ανώτερη γνώση και αντίληψη που ο χορός διαθέτει, αποτελεί καθρέφτη της κοινότητας και του χαρακτήρα με τον οποίο συνομιλεί.

 

Three Witches. by James Henry. 1831

 

Να πούμε επιπροσθέτως ότι η επίδραση του αρχαίου δράματος φαίνεται και από τον διφορούμενο τρόπο που μιλούν οι μάγισσες, και μας παραπέμπει στους χρησμούς της Πυθίας.

Στη συνομιλία τους με τον στρατηγό Μακμπέθ, που γυρίζει ματωμένος αλλά ένδοξος από τη μάχη, οι μάγισσες διακρίνουν καθαρά τη σκοτεινή φιλοδοξία που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα. Βλέπουν μπροστά τους έναν άνθρωπο εθισμένο στην ακραία βία, και οι προφητείες τους δεν είναι τίποτα άλλο από φιτιλιάσματα σε μια ψυχή ερεβώδη. Οι μάγισσες στέκονται στο σταυροδρόμι της πορείας του Μακμπέθ. Ο στρατηγός Μακμπέθ είναι ήδη τρανός και τιμημένος, και θα μπορούσε να αρκεστεί σε αυτά που έχει ήδη δομήσει στη ζωή του. Με δυο λόγια, οι μάγισσες ενσαρκώνουν τον καθρέφτη που βάζουν μπροστά του,  φωτίζοντας, αποκαλύπτοντάς του το πραγματικό του πρόσωπο. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Μακμπέθ, όταν τις πρωτοσυναντά και ακούει τις προφητείες τους, μένει αποσβολωμένος. Γιατί μπροστά του βλέπει το μακελειό που ετοιμάζεται να εξαπολύσει.

 

Three Witches meet Banquo and Macbeth. Henry Fuseli

 

Η πρώτη κιόλας κουβέντα που βγαίνει από τα χείλη του, άμα τη εμφανίσει, είναι η ακόλουθη: «Τόσο άσκημη κι ωραία μέρα δεν ξανάδα». Πώς γίνεται η μέρα να είναι άσκημη κι ωραία; Ο στρατός του βασιλιά Ντάνκαν έχει νικήσει τους Νορβηγούς, ο πολέμαρχος Μακμπέθ γυρνάει τροπαιοφόρος, άρα πρόκειται για μια ωραία μέρα. Από την άλλη μες στο μυαλό του επικρατεί μεγάλη αναταραχή. Θα τολμήσουμε όμως μια μάλλον απλούστερη ερμηνεία του στίχου· είναι  μαύρη νύχτα, τα μετεωρολογικά φαινόμενα είναι χαρακτηριστικά σκωτσέζικα, ο ρεικώνας κολυμπάει στη μπιζελόσουπα, άρα είναι μια άσκημη μέρα.

Ο Μπάνκο είναι ο πρώτος που διακρίνει από μακριά τις μάγισσες και προβληματίζεται ως προς την οντολογική τους φύση· Τι είστε εσείς; τις ρωτάει, είστε όντα αυτής της γης, είστε ζωντανές, πώς γίνεται να είστε γυναίκες αφού έχετε γένια;

Σε αντιδιαστολή ο Μακμπέθ τις παρακινεί να μιλήσουν, να του πουν ό,τι μπορούν γι’ αυτόν. Το παιχνίδι έχει ήδη αρχίσει με τις ονομαζόμενες προφητείες. Με ιδιοφυή τρόπο ο Σαίξπηρ διεισδύει στο ψυχικό έρεβος του κεντρικού χαρακτήρα, με τις μάγισσες να παίζουν τον ρόλο του καταλύτη, που σηματοδοτεί και αρθρώνει τις πιο κρυφές σκέψεις του, προλέγοντας τα δρώμενα και ξετυλίγοντας έτσι το κουβάρι της σφαγής.

 

 

Witches’ Flight, (1797-98) Francisco de Goya

 

Οι τρεις μάγισσες χαιρετούν τον Μακμπέθ με τρεις διαφορετικούς τρόπους: Έι Μακμπέθ, θάνη του Γκλάμις (κρατάμε την πληροφορία ότι είναι ήδη θάνης (κάτι σαν διοικητής) του Γκλάμις) . Έι Μακμπέθ, θάνη του Κάουντορ! Έι Μακμπέθ, που θα γίνεις βασιλιάς!

Ο Μπάνκο είναι φίλος γκαρδιακός, και αυτού του είδους οι φίλοι, ως γνωστόν, λίγα βλέπουν και πολλά καταλαβαίνουν. «Κύριέ μου, τι ξαφνιάστηκες σαν να φοβάσαι πράματα που χτυπάν ωραία στ’ αυτί;» Είναι φανερό ότι στην ταραχή του Μακμπέθ βλέπει κάτι περισσότερο από έναν ευχάριστο αιφνιδιασμό· βλέπει κάτι επικίνδυνο.

Στη συνέχεια οι μάγισσες παραλαμβάνουν τον Μπάνκο για να μπερδέψουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Με αριστουργηματική αινιγματικότητα του λένε: «Πιο κάτω από τον Μακμπέθ και πιο τρανέ». «Όχι τόσο τυχερέ κι όμως πιο τυχερέ». «Θα κάνεις βασιλιάδες, ο ίδιος δεν θα γίνεις».

 

Samuel Shelley. portrait minuature painted 1775-1808

Και έπειτα διαλύονται στον αέρα.

Πριν κοπάσει η αντάρα που έχει ξεσπάσει στο μυαλό του ο Μακμπέθ μαθαίνει από αγγελιοφόρους ότι ο βασιλιάς Ντάνκαν, έχοντας πληροφορηθεί τα ανδραγαθήματά του στο πεδίο της μάχης, τον έχρησε θάνη του Κάουντορ, δίνοντάς του τη θέση του προηγούμενου που καταδικάστηκε σε θάνατο για προδοσία.

Τώρα λοιπόν, καθώς η δεύτερη προφητεία επαληθεύεται, ανοίγει η όρεξη του Μακμπέθ, και ο δρόμος που θα επιλέξει μοιάζει προδιαγεγραμμένος. «Του Γκλάμις και του Κάουντορ!» μονολογεί. «Το πιο τρανό θ’ ακολουθήσει». Η δολοφονία του βασιλιά Ντάνκαν μοιάζει να είναι από καιρό στο νου του. Άλλωστε πουθενά στον διάλογό του με τις μάγισσες δεν βρήκαμε ίχνος προτροπής για το φονικό, ούτε και για τα άλλα που θα ακολουθήσουν.

Ο Μακμπέθ γράφει στη λαίδη του ιστορώντας τη συνάντησή του με τις μάγισσες και τις προφητείες τους.

Ο μονόλογος της λαίδης Μακμπέθ είναι κορυφαίας σημασίας – και ποιητικής ομορφιάς μες στην αγριότητά του – και παίζει αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση της τραγωδίας. Η λαίδη καλεί τα πνεύματα να βοηθήσουν τους φονικούς σκοπούς της, να την απαλλάξουν από το φύλο της (“unsex me here”), και να της δώσουν τη σκληρή φύση που χρειάζεται για να κάνει το έγκλημα. Ζητά να απαλλαγεί από τη γυναικεία της υπόσταση, διότι ο ρόλος μιας γυναίκας είναι να υπηρετεί, να ‘ναι γλυκιά και υπάκουη. Η λαίδη είναι φιλόδοξη όπως και ο άντρας της, ξέρει όμως ότι βασίλισσα από μόνη της δεν μπορεί να γίνει. Αναλαμβάνει τα ηνία, καθώς θεωρεί τον άντρα της γεμάτο «γάλα ανθρώπινης στοργής», αυτόν τον ίδιο που, χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξε τον εχθρό από τον αφαλό ως το σαγόνι κι έπειτα έστησε το κεφάλι του σ’ ένα στειλιάρι.

Έτσι, όταν αργότερα ο Μακμπέθ φαίνεται να αμφιταλαντεύεται, εκείνη δεν διστάζει να προσβάλλει  τον ανδρισμό του.

Κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι η λαίδη Μακμπέθ είναι η τέταρτη μάγισσα. Πάντως αυτή είναι που μιλάει καθαρά στον άντρα της για φόνο, που τον προτρέπει, πότε με καλοπιάσματα, πότε καθησυχάζοντας τους φόβους του και διαβεβαιώνοντάς τον πως, κάνοντας το κακό, όλα θα πάνε καλά, και πότε λοιδορώντας τον, «Ανάπηρη βουλή», υποτιμώντας τον ως την τελευταία στιγμή. Ακόμα και μετά το φονικό, τον καθοδηγεί για το πώς να φερθεί, του λέει να μην σκέφτεται. «Μη χάνεσαι τόσο ελεεινά σε στοχασμούς». Γιατί βέβαια η σκέψη είναι εχθρός της δόλιας δράσης, η σκέψη δημιουργεί συναισθήματα, βγάζει ενοχές. Και αυτό καθόλου δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς τους.

Ο χαρακτήρας της λαίδης Μακμπέθ είναι πολύ σημαντικός για να τον εξετάσουμε εδώ σε μερικές αράδες. Οψόμεθα.

 

John Singer Sargent. Ellen Terry as Lady Macbeth (1889)

Η κατρακύλα του ζεύγους έχει ήδη αρχίσει, οι φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Αμέσως μετά τη δολοφονία του Ντάνκαν και των δύο υπηρετών που κοιμούνται δίπλα του και τους φορτώνει τη δολοφονία, ο Μακμπέθ εμφανίζει πλέον ένα άλλο πρόσωπο, ενός ανθρώπου που δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό, μιας συνείδησης εκτροχιασμένης. Διατάζει τη δολοφονία του έμπιστου φίλου, αυτού του ίδιου του Μπάνκο, και του έφηβου γιού του, Φλίανς. Πρέπει να φύγουν και οι δυο από τη μέση, αφού οι μάγισσες προφήτευσαν ότι ο γιος θα γίνει βασιλιάς, και επιπλέον επειδή ξέρει ότι ο Μπάνκο τον έχει καταλάβει. Οι φονιάδες σκοτώνουν τον Μπάνκο αλλά ο Φλίανς καταφέρνει να ξεφύγει.

Μετά τη δολοφονία του φίλου του, ένας μανιασμένος, παρανοϊκός πια και από την έλλειψη ύπνου Μακμπέθ λέει, «Σαν άκουσα μια φωνή να κράζει: Πάει ο ύπνος! Ο Μακμπέθ σκοτώνει τον ύπνο, τον αθώο ύπνο… μπάλσαμο του νου του σαλεμένου». Και τρέχει να δει τις μάγισσες να μάθει τα γραμμένα.

Τώρα πια ο Μακμπέθ είναι τόσο επικίνδυνος που ακόμα και γι’ αυτές τις ίδιες τις στρίγγλες είναι χειρότερος. «By the pricking of my thumbs, something wicked this way comes”. Μια φαγούρα μ’ έχει πιάσει, λέει η τρίτη μάγισσα, το Κακό πλησιάζει. Η ψυχή του Μακμπέθ έχει πέσει τόσο χαμηλά, έχει τόσο στιγματιστεί από τα απανωτά εγκλήματα, που ξεπερνάει ακόμα και αυτή την ενσάρκωση της φαυλότητας στο πρόσωπο των μαγισσών.

Ζητά να δει τους «ανωτέρους» τους, και εκείνες του παρουσιάζουν τρείς οπτασίες που μιλούν γλώσσα απατηλή. Η μία, ένα κεφάλι αρματωμένο, του λέει να φυλαχτεί από τον Μακντάφ, η δεύτερη, ένα ματωμένο παιδί, του λέει «γυναίκας γέννα δε μπορεί να βλάψει εσένα», και η τρίτη, ένα παιδί με στέμμα στο κεφάλι που κρατάει ένα δέντρο, λέει, «Όσο του Μπέρναμ το μεγάλο δάσος δεν κινάει για να ‘ρθει στο Ντάνσινεν, Μακμπέθ δεν πέφτει».

 

Macbeth consulting the Vision of the Armed Head. Henry Fuseli

Μετά απ’ αυτό ο βασιλιάς Μακμπέθ νιώθει άτρωτος, γερά ριζωμένος στον θρόνο. Η αλαζονεία του δεν τον αφήνει να σκεφτεί, αυτόν έναν στρατηλάτη, κάτι που και ο τελευταίος στρατιώτης γνωρίζει: την τακτική του καμουφλάζ των στρατευμάτων. Η συνέχεια είναι πλημμυρισμένη με αθώο αίμα. Σκοτώνει χωρίς να σκέφτεται, όπως τον έχει συμβουλεύσει η λαίδη του. Μακελεύει αθώα γυναικόπαιδα, τη γυναίκα και τα παιδιά του Μακντάφ, καθώς και όλη την αυλή του, έτσι, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο. «Θα το περάσω απ’ του σπαθιού την κόψη, γυναίκα του, παιδιά του κι όλες τις κακόμοιρες ψυχές στ’ αχνάρι της γενιάς του».

Η κατάληξη γνωστή. Η λαίδη αυτοκτονεί, τρελαμένη από τις τύψεις, το δάσος του Μπέρναμ εφορμά εναντίον του κάστρου του Ντάνσινεν, με τη μορφή στρατού που για καμουφλάζ κρατάει κλαδιά από τα δέντρα του, και ο Μακντάφ, λίγο πριν σκοτώσει και αποκεφαλίσει τον τύραννο Μακμπέθ, του αποκαλύπτει ότι τον πήραν από τη μήτρα της μητέρας του όταν αυτή ήταν ήδη νεκρή· ότι δηλαδή γεννήθηκε με καισαρική, κάτι που την εποχή εκείνη σήμαινε ότι η μητέρα θυσιαζόταν για να ζήσει το μωρό της.

Έχοντας εντοπίσει όλα αυτά ακούω τον Σαίξπηρ να με ρωτάει: Έχει τόση δύναμη το υπερφυσικό ή μήπως εμείς το αφήνουμε να την ασκήσει πάνω μας με τον τρόπο που σκεφτόμαστε και ζούμε; Έχουν δύναμη οι μάγισσες να καθορίσουν το μέλλον του Μακμπέθ ή απλώς διακρίνουν πέρα απ’ αυτά που βλέπει το μάτι, με την ιδιαίτερη ικανότητα των απόβλητων γυναικών να αντιλαμβάνονται περισσότερα, να καθορούν, να βλέπουν καθαρότερα από τους όλους τους άλλους που, βυθισμένοι στην καθημερινότητα, στην «κανονικότητα», ζουν σύμφωνα με τις επιταγές μιας κοινωνίας που αυτές τις έχει παραγκωνίσει, ενώ εκείνους, τους υποταγμένους, τους έχει τυφλώσει;

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.