You are currently viewing Αγάθη Γεωργιάδου: Γιώργος Βέης, Βράχια, Ύψιλον, 2020

Αγάθη Γεωργιάδου: Γιώργος Βέης, Βράχια, Ύψιλον, 2020

Μια στοχαστική ανατομία της καθημερινότητας

 

«Δύσκολη η γνώση των καλών και βέβαια και η γνώση των ονομάτων δεν είναι εύκολο μάθημα» μας προειδοποιεί η προμετωπίδα από τον πλατωνικό Κρατύλο της νέας συλλογής του Γιώργου Βέη με τον τίτλο Βράχια. Και καθόλου εύκολες οι λέξεις και ό,τι αυτές «σημαίνουν». είναι πέτρες σκληρές σαν τα «βράχια» που πατούν οι ποιητές για να αφήσουν το αποτύπωμά τους στον κόσμο, σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι, όπως θα ’λεγε ένας άλλος ποιητής.

Η συλλογή περιλαμβάνει πενήντα τρία ποιήματα βαθιάς πνοής, λιγότερο κρυπτικά και πιο καλοδουλεμένα, όχι τόσο «εξωτικά»» αλλά με μεγαλύτερη αίσθηση εντοπιότητας. Έχοντας πια κατασταλαγμένη εμπειρία ζωής, ο ποιητής παρατηρεί με ευαισθησία κάθε τι γύρω του, μικρό, ταπεινό ή άσχημο, προσπαθώντας ν’ αντέξει στις δοκιμασίες, τις μικρότητες και τις ασχήμιες, για να μπορέσει να υψωθεί λίγο πιο πάνω από όσα τον φθείρουν και σαν ελεγκτής -«κληρονόμος πουλιών»να εποπτεύσει τα ανθρώπινα:

 

Πρέπει ν’ αντέξω όπως ο κάστορας

την ορμή του ποταμού

να ξεπεράσω όπως το κοράκι το ξεφτισμένο του σκιάχτρο

να εξαντλήσω όπως η μύγα

όλες τις εκδοχές της εισβολής στη ζάχαρη

ν’ ανεχτώ όλες τις ύβρεις

όπως ο εκ γενετής ζητιάνος έχει μάθει ν’ ανέχεται

και μετά να πετάξω πάνω από τα χαλάσματα του κόσμου

ένα καλαθάκι

αερόστατο

κήρυκας χωρίς καν λέξεις.

(«Ξεκαθάρισμα λογαριασμών»)

 

Ιδίως τον ελκύει ό,τι σχετίζεται με τη φύση, ίσως επειδή τελικά είναι η μόνη σταθερή κι αιώνια αξία, σ’ αντίθεση με την πεπερασμένη ζωή μας. Έτσι, το ποιητικό υποκείμενο αντιμετωπίζει τις εποχές που αλλάζουν με δέος, αφού αποτελούν ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος. Ο χρόνος, σαν όρθιο περίστροφο, σημαδεύει τα σύννεφα, αλλά το ίδιο εύκολα μπορεί να στραφεί και προς τα κάτω Κι ενώ κάθε μήνας που περνάει αφήνει «εγκαύματα» και πληγές, δεν υποκύπτει αλλ’ αντιστέκεται κρατώντας γερά το σκοινί του Χάρου, για να μην κατρακυλήσει εκεί όπου η μνήμη είναι αιώνια:

 

Μέσα στην  αναστάτωση που φέρνει πάντα η πείνα

έχει μάθει να βλέπει

την αλλαγή των εποχών περίστροφο όρθιο

στραμμένο στα σύννεφα τα φορτωμένα επιταφίους

[]

Μα βαστάει γερά του Χάρου το σκοινί

να κατέβει κι αυτός στο

μη με λησμόνει.

(«Προοπτική»)

 

Σε πολλά, πάντως, ποιήματα της συλλογής είναι διάχυτη η ιδέα του θανάτου. Μόνο που ο ποιητής δεν τον αντιμετωπίζει ως απειλή αλλά ως ερωτική πρόκληση, όπως φαίνεται σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής:

 

δεν την είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του αυτήν τη λέξη
μάλλον αγνοούσε πλήρως την ύπαρξή της
ή μήπως μπέρδευε τη σημασία της
και δεν την εμπιστευόταν;
Ποιος ξέρει
πάντως κάποια στιγμή θα τη δει μπροστά του
μόλις θα φτάσει από το αστρικό ταξίδι της
στο μαξιλάρι του δίπλα
ολόσωμη
η Αφροδίτη των τελευταίων σπασμών.

(«Η μαρμαρυγή»):

 

Στον  αντίποδα του θανάτου βρίσκεται ο έρωτας (Ένα βότσαλο εκεί / στο κέντρο του νου  θυμίζει τώρα / όχι μόνο ότι κάποτε μιλούσα / κι έγραφα διαρκώς για σένα αλλά και το πώς πέρασα με τόση ευκολία / και τόλμη βέβαια / μέσα στο άπειρο της σοφίας σου / σώμα.), κυρίως ως απουσία (μακάρι να ήσουν εδώ / ένα αίσιο, διαρκές απομεσήμερο Κυριακής / σύμπαν εσύ) αλλά και ως αγωνιώδης προσμονή:

 

Διαβάζοντας προσεκτικά λιβάδι, μαθαίνω

ότι τελικά είναι να ’ρθεις αυτές τις μέρες

σημάδια αλάνθαστα στο βάθος του τοπίου

οι θημωνιές, οι συλλαβές των μυστικών μας.

(«Αναγνωστικό Δημοτικού»)

 

Η ποίηση του Βέη έχει το άρωμα μιας βαθιάς εσωστρέφειας: λιτή στην επικοινωνιακή της φόρμα, αισθαντική και γριφώδης στα συναισθήματά της, λεπτή και διεισδυτική στα διανοήματά της. Μιλώντας πότε σε α΄ πρόσωπο (με το «εγώ» ή με το «εμείς») πότε σε γ΄ και πολύ συχνά στο β΄, ο ποιητής ανιχνεύει ενδότερα τοπία, επικοινωνεί με το περιβάλλον του και προσδιορίζει το εκάστοτε στίγμα του, ατομικό ή οικουμενικό. Κάθε ποίημα έχει ως αφετηρία μια μικρή ιστορία, ένα βίωμα που πυροδοτείται από την πνιγηρή πραγματικότητα, τον χώρο (Σάμο, Σαγκάη, Θήρα, Βέροια, Αρμενία, Θεσσαλία κ.ά) ή τον χρόνο:

 

Πώς μπόρεσες να με βρεις

και με σταμάτησες με τόση δύναμη

μέσα στην τρέλα εκείνης της νύχτας

όταν τα πάντα είχαν πάρει φωτιά

για να γίνουν στάχτη μέσα σε λίγες ώρες

[]

(«Τα επινίκια»)

 

Μια έκρηξη ήχων και ακουσμάτων που δημιουργείται από ένα συνεχές παιχνίδι κυρίως υγρών συμφώνων (του ρ και του λ), συνθέτει μια εναργή και κρυστάλλινη ροή λόγου, η οποία υποστυλώνεται από ευφυείς και πολυεπίπεδους  στοχασμούς.  Όμως ο Βέης, δεν κοινωνεί τις σκέψεις του μόνο με λέξεις αλλά και με εικόνες και «μουσικές εξαίσιες». Στάχυα, σημύδες, έλατα, ιτιές, κισσοί, βουκαμβίλιες, φτελιές, γλυσίνες, πορτοκαλιές απλώνουν τα κλαδιά τους κι αγκαλιάζουν τα ποιήματά του, αλλά και τριζόνια, κορυδαλλοί, συκοφάγοι, κρασοπούλια, γλάροι, τρίλιες, σουσουράδες συμφύρονται με τις παιδικές του αναμνήσεις και άλλες μνήμες του παρελθόντος.

Η λεκτική και εικονιστική απεικόνιση της φύσης έχει, ωστόσο, και μια άλλη διάσταση που δεν αναφέρεται μόνο στην εξωτερική όψη της αλλά και στη μυστηριακή της ουσία. Αποτελεί έναν ύμνο ζωής και μια ελεγεία θανάτου, όπως υποδεικνύει και η σημαίνουσα απόληξη της συλλογής με στίχους από τη Φοινικιά του Κωστή Παλαμά, οι οποίοι προσφέρουν και κάποια κλειδιά ερμηνείας για τη συλλογή του Γιώργου Βέη:

 

«Μιλάς με τον αϊτό και με τον πελεκάνο,
ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα,
βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τ
᾿ απάνω,
τ
᾿ απέραντα και τ᾿ άπιαστα και τα μεγάλα,
ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο,
με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα».

 

Αυτό κάνει ο ποιητής: ακούει τις φωνές της φύσης και του έξω κόσμου, ρουφά τις μουσικές και την ομορφιά του, στοχάζεται για όλα, για τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο, τη φυσική και τη μεταφυσική, και ανταποκρίνεται με όλα τα θαυμαστά μέσα που διαθέτει: τη βαθυστόχαστη φύση του και τη λεπτοδουλεμένη τέχνη του.

 

 

                                                Η Αγάθη Γεωργιάδου είναι φιλόλογος, συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.